Further tags

Νέο είδος πούτανου, που ψαρεύει πελατεία σχεδόν αποκλειστικά μέσω διαδιχτυών. Μια κύρια μορφή του είναι τα City-Tours ή «τουρίστριες».
Θέλει προσοχή, γιατί όπως και με τους e-πούτσους απ' την άλλη πλευρά, πέφτει πολύ φωτοψώνισμα και τα διαδικτυακώς φαινόμενα απατούν. Μπορεί να πας για e-πούτσισμα και να κάνεις όντως e-πούτσισμα, αλλά με την άλλη, την αρνητική έννοια. Όπως το λέει κι ο λαός μας «να πας για ανωμαλί****, και να βγεις αγγουρεμένος». Γενικά είναι ή του ύψους ή του βάθους. Τις προτιμούν και e-λληναράδες...

-Ρε συ αυτός ο e-πούτανος εδώ είναι φτυστή η Sylvia Saint!
-Δεν είναι φτυστή η Sylvia Saint, είναι η Sylvia Saint, που μας την παρουσιάζει το πρακτορείο ως Τζέσικα! Πάνε να μας πιάσουνε Κώτσους! Μακριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον πούλο (όπως θα λεγόταν στα ισπανικά αν υπήρχε ανάλογη λέξη).

- Πω πω, ρε συ μόλις πληροφορήθηκα ότι χάνουμε 2-0!
- Los poulos...

La paparrucha, la paparrucha, la la la la la la la   (από Vrastaman, 13/12/08)

Βλ. και σχετικά λήμματα: παίρνω τον πούλο, τον πούλο αρμ, τον πούλο τον τρεχάτο και τον πούλοβιτς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλεοπτικό R-Rated - motherfucker.

- 3, 2 ,1 on air.
- You crazy motherbeeper!!

...το σκέφτηκαν ήδη! (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.

Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.

Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)

  1. - Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
    - Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.

  2. - Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
    - Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • O επαγγελματίας αθλητής με αλήτικη συμπεριφορά, χωρίς την ελάχιστη αθλητική ηθική (είναι συνέχεια ντοπέ, παίζει αντιαθλητικά, χτυπάει τον αντίπαλο ύπουλα με απαγορευμένους τρόπους , παίζει θέατρο για να πάρει το μπενάλτι, δωροδοκείται ή παρασέρνει άλλους σε δωροδοκία κλπ). Οι όποιες διακρίσεις του έχουν όλες αποκτηθεί με δόλια μέσα. Είναι παράδειγμα προς αποφυγήν, χλεύη και αποδοκιμασία.
  • Νέος που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάποιο άθλημα, αλλά είναι μακριά νυχτωμένος από οποιοδήποτε αθλητικό ιδεώδες και χρησιμοποιεί τη σωματική διάπλαση που έχει, ή σκοπεύει να αποκτήσει, προκειμένου να κάνει διάφορες καφρίλες, να πουλήσει τσαμπουκάδες, να το παίξει σκληρός κι εκφοβιστικός και να κάνει διάφορες αλητείες εν γένει.

Συνώνυμα: Aθληταριό, αθλητήριος, αθληταρία.

- Παιχτρόνι ο ....., ε; - Ουου! Τρεις ξάπλωσε χθες, χώρια το γκολ με το χέρι. Μέγας αθλητάμπουρας...

- Αν θες να ξέεερεις,, [μάσημα τσιχλας] ο Γιώργος μου δεν είναι επιθετικός, απλά έχει πολύ τεστοστερόνη επειδή είναι αθλητής και τον προκαλούν επειδή τον ζηλεύουν, γι αυτό πλακώνεται.
- Ο Γιώργος σου δεν είναι αθλητής, είναι αθλητάμπουρας και τσόγλανος, γι αυτό πλακώνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.

  1. αλεπού(στης). Το καταλάβαμε. (Εδώ).

  2. - Μια που αρχίσαμε τα φιλοσοφικά, πώς λένε την αρσενική αλεπού;
    - Άμα τον παίρνει κιόλας, αλεπούστη (Εδώ)

(από Khan, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το «αναστατώνω» και το «σκατώνω» (= τα κάνω σκατά), υποδηλώνοντας εν συντομία ότι κάποιος έκανε άνω κάτω άνευ επιδιορθώσεως κάτι οργανωμένο.

-Για να τσεκάρω τι μουσική έχεις...
-Πρόσεχε ρε μαλάκα! Μου τα ανασκάτωσες τα CD!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ασήμαντος, ο τελευταίος κρίκος της τροφικής αλυσίδας, η κατώτατη βαθμίδα σε οποιοδήποτε ιεραρχικό σύστημα (όπως έλεγε και ο Βέμπερ).

Συνήθως ο ανθυποτίποτας δεν έχει αντίληψη του πραγματικού ειδικού του βάρους και στριτζώνεται αδίκως.

Εμπνευσμένο από την στρατιωτική ορολογία, συναντάται και εκτός στρατεύματος.

- Για να μπει λίγο τάξη εδώ!
- Άει ρε ανθυποτίποτα, παράτα μας!

(από jesus, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιπαθητικός, με μία επιπλέον συναισθηματική έμφαση: σημαίνει όχι μόνο ότι ο άλλος είναι αντιπαθητικός, αλλά και ότι εγώ προσωπικά τα 'χω πάρει με την πάρτη του (με άλλα λόγια, είναι απλώς μια βρισιά που σημαίνει ό,τι οι περισσότερες βρισιές).

Το β' συνθετικό πούστης δεν έχει την κυριολεκτική έννοια της αδερφής, αλλά εκφράζει την οργή και περιφρόνηση του λέγοντος. Ωστόσο, δημιουργεί και συνειρμούς με το μύθο της «κακιάς», δηλ. της αδερφής που είναι κομπλεξικιά και αντιπαθητική επειδή και μόνο είναι αδερφή.

- Τι σπαστικός αυτός ο μπάρμπας στο μαγαζί! «Εγώ» έτσι, «εγώ» αλλιώς, «εσύ δεν ξέρεις», «δεν κατάλαβες», άει σιχτίρ να πούμε!
- Καλά, μη χαλιέσαι. Είναι γνωστός αντιπαθητικόπουστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified