Further tags

Λεξιπλασία εκ των Ψωροκώσταινα και της μάρκας μπλουζακίων Lacoste.

Ψωροκώσταινα σύμφωνα με έναν θρύλο που ενδέχεται να έχει πυρήνα ιστορικής αλήθειας ήταν η Πανωραία Χατζηκώσταινα (δες), πρόσφυγας από το Αϊβαλί στο Ναύπλιο κατά την επανάσταση του 1821, η οποία προσέφερε ό,τι ελάχιστα υπάρχοντα της είχαν απομείνει για τον αγώνα στο Μεσολόγγι. Απ' αυτήν κατέληξε να σημαίνει την Ελλάδα ως μια πτωχή και ευτελισμένη πλην τίμια χώρα, που στις δύσκωλες στιγμές τα καταφέρνει χάρη στην αυταπάρνηση των κατοίκων της.

Ψωρολακόσταινα είναι, αντιθέτως, η Ελλάδα ως χώρα όπου οι φτωχοί και κακομοίρηδες κάτοικοί της συναγωνίζονται ποιος θα περάσει τον άλλο σε κομπλεξισμό, σε μικροαστουλισμό και βλαχογιάπικη υπεραναπλήρωση, σε ψευδή νεοπλουτισμό και αληθή νεοπτωχισμό, και εντέλει σε μια γενική ξεφτίλα. Εξ ου και έκαναν θραύση κατά τις προηγούμενες δεκαετίες τα μπλουζάκια Lacoste με σήμα το κροκοδειλάκι, επειδή ήταν σχετικά ακριβά και αποτελούσαν δείγμα βουπουδοσύνης και μεγαλοαστισμού, ενώ πλέον είναι προ πολλού ξεπέ. Σήμερα θα λέγαμε περισσότερο ψωροκαγιέναινα ας πούμε.

Σύμφωνα με τον Ν. Σαραντάκο εδώ, η έκφραση καθιερώθηκε επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη (ψωρογιώργαινας δηλαδή), από την εφημερίδα το Ποντίκι , «επειδή η σύζυγος του πρωθυπουργού ήταν εισαγωγέας των ακριβών αυτών ρούχων με τον κροκόδειλο».

Πάσα: Χότζας και Γκάτζμαν στα σχόλια της ψωρογιώργαινας.

Υ.Γ. Αν διαβάσατε τον τίτλο ως ψωλαροκώσταινα είστε απολύτως δικαιολογημένοι και υγιείς.

ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ ΩΣ ΠΑΡΟΙΚΟΥΝΤΕΣ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΨΩΡΟΛΑΚΟΣΤΑΙΝΑ ΑΣ ….ΕΙΚΑΣΟΥΜΕ, ΜΗ ΣΥΜΠΕΡΑΙΝΟΝΤΕΣ «ΠΡΟΕΞΑΝΙΣΤΑΜΕΝΟΙ». (Από το xryshaygh.wordpress.com).

Ψωροδάπαινα (από Khan, 20/05/12)(από Khan, 23/04/14)Τώρα και η Κρήτη! (από Khan, 07/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, που σερβίρει ιδιαίτερα αμφισβητούμενης ποιότητας αλκοόλ. Την επόμενη μέρα δεν προλαβαίνεις να δεις το χάρο με τα μάτια σου, γιατί ξυπνάς τυφλός.

Μη μιλάς δυνατά... Πήγαμε χθες σ'ένα χαροστάσιο... και τώρα είμαι χάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται εκ των «καφενές» και «φραπέ». Οπότε είναι το φραπενείο, δηλαδή το ευαγές ίδρυμα, στριπτητζάδικο, κωλόμπαρο κ.ο.κ., που προσφέρει και ενθαρρύνει την υπηρεσία του φραπέ από τις κορασίδες. Σε σύγκριση με το φραπενείο, ο φραπενές είναι ακόμη πιο λούμπεν κατάσταση. Δηλαδή τον φαντάζομαι με πιο πολλά λαμπιόνια, κανά χριστουγεννιάτικο δέντρο τα Χριστούγεννα, ατμόσφαιρα σαν του «Ερωτοδικείου». Γενικά, πολύ πιο πολύ μαύρη παρακμή. Είναι γενικά ένας χώρος, που μαζί με τον μεταφορικό φραπέ, θα ήθελες κι ένα κυριολεκτικό φραπέ, μαζί με την μεταφορική χταποδιάρα, θα ήθελες κι ένα κυριολεκτικό χταποδάκι, κανά τάβλι κ.ο.κ.

Ευχαριστώ τον Vrastaman για την υπόδειξη του όρου.

Άσε, το Baby Ωχ έχει γίνει τελείως φραπενείο, τι φραπενείο λέω, σωστός φραπενές!

Φραπερομαντισμός (από Khan, 29/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αιχμή για το γεγονός ότι οι καφετέριες, και οι χώροι διασκέδασης γενικότερα, πολλαπλασιάζονται ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες φθίνουν και το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης υποβαθμίζεται.

Είναι και μια γενικότερη αναφορά στους ρυθμούς των Σαλονικιών - οι οποίοι είναι, υποτίθεται, τύποι χαλαροί και αραχτοί με την φραπεδιά μονίμως στο χέρι και το βαρύ κλίμα ως έτοιμη δικαιολογία.

Πάει πακέτο με άλλα κλισέ του τύπου «Η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη» και «Η Θεσσαλονίκη έχει καλό φαΐ».

Άλλα σχετικά λήμματα: θεσσαλονικιώτικα, μπαγιάτης

  1. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Φραπεδούπολη, αλλά πλέον είμαι οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να μας κρατήσει γιατί έχει βαλτώσει. (Post στο blog του Μ. Ανδρουλάκη)

  2. Σε μια απέραντη φραπεδούπολη θέλει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήλωσε χθες ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης. «Όλες οι αναπλάσεις που κάνει ο δήμαρχος κατεδαφίζουν την ιστορικότητα και ισοπεδώνουν την ταυτότητα των μνημείων. Μετατρέπουν την πόλη σε μια απέραντη καφετέρια». (Από Ελευθεροτυπία, 08/09/06)

(από electron, 22/09/09)Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η πόλη Τρίκαλα, υπονοώντας ότι οι κάτοικοί της είναι τυρόβλαχοι, τύροι, ή τυρόλδοι (βλ. και ντιρόλο). Βέβαια, συνήθως οι παρόμοιες εκφράσεις χαρακτηρίζουν τους Λαρισαίους, πρβλ. τυρί, τυρέμπορας, τυρόγαλο, αλλά πιάνει η μπάλα και τους Τρικαλινούς.

- Πώς το βλέπεις το Μαράκι; Νταξ, είναι από τα Τυρίκαλα, αλλά από όταν πήγε Εράσμους στην Μπαρτσελόνα έχει κάνει στροφή στην πχοιότητα!
- Καλό το Τρίκαλο! Τι λέω; Τι καλό; Τρίκαλο και βάλε.

(από Khan, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικαθιστά όλες εκείνες τις χώρες που βρίσκονται στο τέρμα του Θεού στην Ασία και καταλήγουν σε -στάν. Π.χ. Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν.

- Και πού πήγε ο Ρίμπο αφού έφυγε από την ΑΕΚ;
- Δε θυμάμαι, στο Τρεχαρωταστάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασία οποιουδήποτε νησιού που ο πληθυσμός του οχταπλασιάζεται (και βάλε) κάθε καλοκαιρινή περίοδο. Αποτελεί πόλο έλξης και «μαστ» προορισμό για παντός τύπου τρέντουλα, εξού και η ονομασία. Ακόμη και πριν πατήσετε το πόδι σας σε τρεντονήσι γνωρίζετε ήδη ότι είναι τέτοιο από τις αντιδράσεις των φίλων σας όταν τους ανακοινώνετε τον προορισμό σας (άλλοι θα γουστάρουν κι άλλοι θα σας φτύσουν, οπότε μέτρο σύγκρισης είναι οι ακραίες συμπεριφορές).

Παρόλα αυτά, το τρεντονήσι ξεχωρίζει και από μερικά χαρακτηριστικά που στο κάτω κάτω είναι αυτά που φέρνουν τον κόσμο.

  • Είναι ίσως το μοναδικό μέρος στην οικουμένη που σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού έχει μπλε και πράσινα μάτια στην «χώρα» και καφέ στην παραλία (τουλάχιστον μέχρι την ανακάλυψη του αδιάβροχου φακού επαφής).
  • Όλες κυκλοφορούν με τραπεζομάντιλα τυλιγμένα στα πόδια και διχάλες 1-4 που προκαλούν τον χαρακτηριστικό ήχο «χλιτς-χλοτς».
  • Οι ρακέτες έχουν αναδειχθεί σε τοπικό-εθνικό σπορ (το οξύμωρο δίνει περισσότερη έμφαση) και όλοι πρέπει να κλείσουν τουλάχιστον 3ωρο παίζοντας.
  • Οι μισοί είναι ρουμλετάδες, οι άλλοι μισοί έχουν μπαρ και είδη δώρων, οι άλλοι μισοί είναι τουρίστες και οι άλλοι μισοί συνδυάζουν τις ως άνω δραστηριότητες (και εδώ δίνεται η οξύμωρη έμφαση).
  • Η κατανάλωση καροτίνης είναι ίσως στα ίδια επίπεδα με την κατανάλωση μπύρας.
  • Κυκλοφορούν περίεργοι με μια κάμερα στο χέρι που λένε ότι κάνουν ρεπορτάζ και δηλώνουν άνθρωποι ενώ όλοι ξέρουμε πως έχουν βρει τον ιδανικό τρόπο να μπανίζουν κωλαράκια και να το περνάνε για μάχιμη δημοσιογραφία και είναι δημοσιοκάφροι.
  • Επίσης κυκλοφορούν και σελεμπριτούδες που αρέσκονται να παίζουν κυνηγητό με τους προηγούμενους, να κρύβουν την κυτταρίτιδα και να περπατάνε στα σοκάκια αγνοώντας του «φανς» που πεθαίνουν για αυτόγραφο.

Γι' αυτό σκεφτείτε καλά πριν αποφασίσετε προορισμό για το καλοκαίρι.

- Φέτος έκλεισα εισιτήρια για Μύκονο φίλε, θα γίνει χαμός!
- Αμάν πια με τα τρεντονήσια ρε συ. Εγώ την είδα λατέρνατιβ φέτος. Θα χτυπήσω Ίφκινθο να δω τον τόπο εξορίας του αναρχικού Φαν Μπρόικελεν. Σκηνούλα, μπυρόνι, μπαφόνι κι έτσι.
- Σώπα ρε αντιρρησία εσύ! Από πότε μας βγήκες ανάρχι;
- Από τότε που δεν έχω σάλιο για διακοπές.
- Και εκεί με τι θα πας; Κολυμπώντας;
- Ε ρε πούστη... 2652 χρήστες, γιατί να μην είσαι ένας από αυτούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποφορά (όχι σώνει και καλά οσφρητική), που δημιουργείται όταν αποδομούμενες οι τρασιές παράγουν δυσώδη τρασίλα.
Κατά το τραγίλα, μουνίλα, καφρίλα, αριστερίλα και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός, εκ του trash και της κατάληξης -ίλα.
H μπίχλα στην πατούσα είναι το αισθητικό κερασάκι στην όλη τρασίλα

  1. Πάλι καλά εχω να πω που εκεί στο μέγκα σκεφτήκανε οτι όλοι όσοι θέλουν την πχοιότητα έχουν κ αρκετή τρασίλα μέσα τους! (εδώ)
  2. Ιάπωνες αυνανίζονται τραγουδώντας... (και μετά λέμε οτι έχουμε τρασίλα κι εμείς στην τηλεόραση). (εδώ)
  3. Διαψεύδει τον ΓΑΠ ο Ιβάν Σαββίδης, αυτόν επικαλούνται οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Γουστάρω τρασίλα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified