Further tags

Από το σωστός + τοστ. Σημαίνει σωστό(ς) και υποδηλώνει την αναγνώριση μιας πράξης, μιας κουβέντας κτλ. Όσο περισσότερα ο, τόσο περισσότερο σωστός.

- Ε, μ' αυτά που μου είπε την παράτησα...
- Σωστόοοοοοοστ...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που παίζει σε τσόντες.

Η Τερέζα Ορλόφσκι δεν είναι μόνο διάσημη τσοντού αλλά και γνωστή παραγωγός πορνοταινιών.

(από Khan, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος είναι ένα στάδιο μετά από τον τραγόμορφο. Η κατάστασή του είναι επικίνδυνη. Συνήθως απευθύνεται σε άτομα τα οποια δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους εκτός του να μπεκροπίνουν και να λένε σοφίες ενώ αναδεύεται το μυαλό τους.

Μοναδική τους έννοια είναι η «ρούφα» την οποια σκέφτονται όλη μέρα. Επίσης μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα τα οποία είναι τελείως άσχετα με κάτι ή αχρηστοι γενικά.

-Πού θα βγείς το βράδυ ρε;
-Μας έχει τραπέζι ο κουρέπαρτος ο Γιάννης ...

-Χτες πάλι έγινε λιάρδα ο Γιάννης.
-Αφού είναι κουρέπαρτος μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του εκκλησιαστικού όρου «Παναγιώτατος», αναφερόμενη σε εξτρεμιστή ιερέα της ορθόδοξης εκκλησίας, ο οποίος απειλεί με τον λόγο του και τη στάση του αντίχριστους, προδότες, κουλτουριάρηδες, ομοφυλόφιλους και γενικά όποιον έχει γνώμη και άποψη διαφορετική από την δική του και της επίσημης εκκλησίας.

Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα το 1992, λόγω του εξτρεμισμού του λόγου του.

(χωρίς παράδειγμα)

Ο Παναγιώτατος Άνθιμος Θεσσαλονίκης. Στο 3:52. (από patsis, 06/09/11)Ο Παναγριότατος Σαρουμάνθιμος απειλεί "θα γίνει της Μόρντορ". (από Khan, 12/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χαρακτηρίζει έγγραφο ή δικαιολογητικό που έχει περάσει από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) για επικύρωση φωτοαντιγράφου, σφραγίδες κλπ.

Μην ξεχάσεις όλα τα δικαιολογητικά που θα καταθέσεις συνημμένα με την αίτησή σου να είναι ΚΕΠαρισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.

-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεόδμητος όρος, περιγράφει το καινοφανές genre ταινιών, όπως το Brokeback Mountain, όπου ο καουμπόης αποδεικνύεται καουγκέης. Είναι, δηλαδή, το καουμπόικο με γκέι πρωταγωνιστές.

Ευρύτερα, δηλώνει κάθε ταινία, όπου: 1) Ένας γκέης επέχει τη θέση ενός ιδιαίτερα φορτισμένου συναισθηματικά ανδρικού συμβόλου ενός έθνους, κουλτούρας, πολιτισμού κτλ. Λ.χ. όταν έχουμε γκέι τσολιά, άλλως πουστανελά, γκέι που φυλάει Θερμοπύλες, γκέι Σκωτσέζο με γκάιντα, γκέι ταυρομάχο, γκέι σαμουράι κ.ο.κ.

2) Ένας υπερβολικά μάτσο άντρας που επέχει θέση με συμβολισμό για την εξουσία- φαλλοκρατία του, αποδεικνύεται ότι είναι γκέι, που είχε κάνει υπεραναναπλήρωση (overcompensation), για να μην διαφανούν οι ευαισθησίες του. Λ.χ. ταινίες με πράκτορες της γκεϊστάπο, με αδίστακτους μπάτσους, ή με φασίστες και νεοναζί που «την υψώνουνε την σβάστικα»...

3) Οποιαδήποτε ταινία είτε είναι όντως γκέι μανιφέστο, είτε θεωρείται ως παρόμοια πρόκληση από ομοφοβικούς ή Ελληνάρες, που ακόμη δεν λένε να καταλάβουν ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι «την φοράγανε την περικεφαλαία»...

Αρετή των καουγκέϊκων: Συνδυάζουν το ρομάντσο με τις σκηνές δράσης κι έτσι απευθύνονται σε πολλά διαφορετικά γούστα!...

(Σημείωση: Στα καουγκέϊκα οφείλεται μια πληθώρα εκφράσεων γι' αυτούς που την τρίζουνε την όπισθεν: «τα βόσκουνε τα γελάδια», «το ορειβατούν το Brokeback», «την καπνίζουνε την πίπα (της ειρήνης)», «τον πυροβολούν τον Ινδιάνο», «το γυαλίζουν το σπηρούνι», «το πεταλώνουνε το άλογο», «το γεμίζουν το εξάσφαιρο» κ.ά. Και κατ' επέκταση: «τον ανακρίνουν τον αντιστασιακό», «τον χαιρετάνε τον Φύρερ», «τον προκαλούν τον ταύρο», «τις φυλάνε τις Θερμοπύλες», «τον λογχεύουνε τον Πέρση» και πολλές άλλες που έχουν αφήσει εποχή!)

- Τι ωραία που περάσαμε χτες! Μαζευτήκαμε όλη η παρέα, θα 'μασταν τέσσερα-πέντε ζευγαράκια, βάλαμε ένα καουγκέϊκο στο DVD. Ναι, πολύ ρομάντσο! Τα κορίτσια πλαντάξανε στο κλάμα! Ντάξει, κι εμείς δεν λέω, βολευτήκαμε με κάτι σκηνές δράσης που είχε με πιστολίδι, βέλη κι Ινδιάνους, ήπιαμε και τα μπυρόνια μας... Πότε θα το επαναλάβουμε;

- Την μια μας παρουσιάζουνε γκέι τον Λεωνίδα, την άλλη τον Μέγα Αλέξανδρο! Τι το περάσανε; Καουγκέϊκο τις Θερμοπύλες και τον Γρανικό; Σε λίγο θα μας πουν ότι ήταν γκέι κι ο Γανυμήδης!

«τον ανακρίνουν τον αντιστασιακό» (από Vrastaman, 22/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρριόλα με δύο -ρο είναι η φανατική θαυμάστρια της Carrie Bradshaw και φανατική θεατής της σειράς Sex & the City. Είναι το κοριτσάκι που έχει ταυτιστεί με το ίνδαλμά του τόσο πολύ, που την έχει δει Carrie, και νομίζει ότι ο γκόμενός της έχει την περιουσία του Mr Big, για να της αγοράζει υποδήματα Manolo Blahnik των πεντακοσίων Ευρώ τουλάχιστον, σε κάθε ευκαιρία. Και γενικότερα το κοριτσάκι που το παίζει σεξουαλικός κυνηγός, και της αρέσει να διηγείται τις εμπειρίες από τα θηράματά της κ.ο.κ.

Υπάρχουν πολλές καρριόλες. Είναι και σαραντάρες στο ράφι, που την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενες, βγαίνουν σε παρέες τεσσάρων γυναικών (από «Χρυσό Κουφέτο»), για να μοιάζουν με την σειρά. Είναι και δεκαεφτάρικα πιπίνια, -καρριολίτσες που προσπαθούν να γίνουν Κάρι πριν την ώρα τους. Μερικές είναι καλές και αξίζει να ενθουσιαστείς μαζί τους, (get carrie-d away το αγγλικό pun), μερικές είναι πικάντικες σαν ινδικό κάρι, ενώ άλλες καρριόλες είναι απλώς καριόλες με ένα ρο, με τον γνωστό ορισμό: «σε αντίθεση με την πουτάνα που πάει με όλους, η καριόλα είναι αυτή που πάει με όλους εκτός από σένα». Αν σας τύχει καρριόλα, που δεν σας πολυενδιαφέρει, μπορείτε να γυρίσετε την καρριολιά εναντίον της, δηλαδή να την φτύνετε όποτε θέλετε, ή και να της φοράτε περικοκλάδες, και να δικαιολογείστε με το σκεπτικό ότι αυτά έκανε κι ο Μπιγκ στην Κάρρι, και τελικά σε καλό της βγήκαν!...

Μένιος: Η Λάουρα έχει γίνει πολύ καρριόλα τώρα τελευταία! Παίρνει την Λίλιαν, την Μόνικα και την Μπάρμπαρα, και βγαίνουν πάντα οι τέσσερεις τους!
Γιώργος: Κι εσύ τι κάνεις; Μ.: Θέλω να την συνοδεύσω, για να έχω κι ευκαιρία να δω την Λίλιαν, αλλά η καρριόλα μου το απαγορεύει αυστηρά. Θέλει να είναι μόνο γυναικοπαρέα για να συζητούν για τις κατακτήσεις τους, λέει...
Γ.: Ρε τις καρριολίτσες!

Διαφήμιση της Heineken, παρωδία αντίστοιχης σκηνής στο Sex & the City. (από Hank, 14/01/09)(από Khan, 08/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified