Further tags

Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.

Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)

Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».

Βλέπε Betsey Johnson

- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!

H Betsey Johnson ... που λέγαμε ... (από poniroskylo, 11/11/08)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει φράκο.

(επειδή το φράκο είναι σχιστό πίσω, σαν την ουρά του χελιδονιού).

Όλη η ορχήστρα ντυμένη στα μαύρα και ο μαέστρος ψαλιδόκωλος. Επίσημα πράγματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως παρτιτούρα , ορίζεται η γυναίκα που εμφανισιακά ακροβατεί ανάμεσα στα όρια του χαρακτηρισμού της πατούρας (στο εν λόγω site έχει καταχωρηθεί ως κατι θετικό, αλλά αντιθέτως υπάρχει και αρνητική σημασία δίνοντας έμφαση στο - μεγάλο ομολογουμένως - μέγεθος των οπισθίων ) και της πατσόλας.

(_!_) = regular ass (___!___) = fat ass

Σε σύγκριση όμως με τα παραπάνω λήμματα, η έννοια της παρτιτούρας δεν κάνει επίκληση μόνο στην εξωτερική της εμφάνιση, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί και τις ενδόμυχες πτυχές του χαρακτήρα της. Δηλαδή ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ, η απόλυτη παρτάκιας.

Συνοψίζοντας: χοντρό μπάζο που τα θέλει όλα για πάρτη της, δηλαδή:

ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ + ΠΑΤΟΥΡΑ = ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ

- Άκουσα ότι σε γουστάρει η Μαρία...
- Άσε ρε... Ποιος είναι να μπλέκει τώρα με την παλιοπαρτιτούρα... Τελειώσαν οι εκπτώσεις. Ας βρει αλλού θύμα!

(από ktinodia, 19/02/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοιλιακοί που σχηματίζονται όταν κανείς αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο, κοπροσκυλιάζει και πίνει μπύρες. Είναι παράγωγο της λέξης μπυροκοιλιά.

- Καιρό έχω να σε δω στο γυμναστήριο! - Άσε, έκανα μπυροκοιλιακούς... Κάθε βράδυ πίτσα, μπύρα και DVD!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων αραιωμένη την κορυφή του τριχωτού της κεφαλής και αφήνει κοτσίδα ή μακριά μαλλιά, κατάλοιπο νεανικών χρόνων.

Πουλικάκος, τίποτα άλλο.

(από Cunning Linguist, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified