Είναι η κρεπερί που κάνει και γαμώ τις κρέπες.
Ρε μαλάκα. Πάμε να φάμε καμιά κρέπα της προκοπής στην Γαμησερί.
Είναι η κρεπερί που κάνει και γαμώ τις κρέπες.
Ρε μαλάκα. Πάμε να φάμε καμιά κρέπα της προκοπής στην Γαμησερί.
Got a better definition? Add it!
Είναι τα ζυμαρικά τορτελίνια.
Θα βάλω να βράσω τα τορπιλίνια.
Got a better definition? Add it!
Όταν τα lol δεν αρκούν, έρχονται τα ROFL και όταν γίνουν πολλά και πέφτουν με καταιγιστικούς ρυθμούς που θυμίζουν ελικόπτερο, τότε έχουμε το Roflcopter,
- Ήταν μία κότα. Σηκώνει το ένα πόδι , σηκώνει το άλλο και πέφτει.
- Roflcopter.
Got a better definition? Add it!
Είναι τα θηλυκά lol πια βαριά από τα απλά lol μαζεμένα μαζί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να εκφράσει την κατάσταση του παθόντα ύστερα από πολύ γέλιο, όπου χαχανίζει ακόμα ανά τακτά διαστήματα.
- Χιιχιχιχιχι... (παύση)... τοοον μαλάκα τι είπε... ΧΑ... (παύση) χχιχιχιιχ... χιχιχιχι (παύση)...
- Ρε μαλάκα. Ο Κώστας πέθανε στο γέλιο πριν και τώρα κάνει λόλες!
Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω
Got a better definition? Add it!
Tα κάθε λογής έντυπα που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις «ώρες» της «ενεργητικής» μας συνεισφοράς στην παραγωγική διαδικασία.
-Pε παπάροβιτς, θα μου δώσεις τα «κόκκινα αυτιά» του reiser που έχεις στην τουαλέτα;
-Mπαά... δεν το αποχωρητίζομαι...
βλ. και χεστικό, περιοδικό τουαλέτας, χεζόλεξο
Got a better definition? Add it!
Μεγάλη μαλακία, χοντρή γκάφα, άγαρμπη κίνηση, άκομψη κουβέντα, απότομη έκφραση, κάτι το χοντροκομμένο τέλος πάντων, όχι ντε και καλά προσβλητικό (μπορεί να είναι και χαριτωμένο), το οποίο κάνουμε ή λέμε από αφηρημάδα ή από έλλειψη τακτ.
Έχει λιγότερο αρνητική χροιά από την αρχιδιά.
- Πάλι τις πουτσιές άρχισες;
- ...
- Όλο το βράδυ δεν έβγαλες άχνα, κούναγες το πόδι σου συνέχεια και κοιτούσες τα παπούτσια σου.
- ...
- Πόσες φορές σου έχω πει να μη δείχνεις στη Στέλλα ότι δεν την χωνεύεις;
- ...
- Ε αδελφή μου είναι, τί να κάνω...
- ...
Got a better definition? Add it!
Λήμμα το οποίο είναι αποτέλεσμα clopy paste / clopyright.
-θα κεράσω παστέλι μωρέ όλοι δικοί μας είμαστε.
-Νταξ.
Got a better definition? Add it!
Το youtube, εκ των συ και σιφόνι (< αρχ. σίφων).
Βλ. επίσης συσωλήνας και εσύ-σωλήνας.
- Λίλιαν πρέπει να μάθεις κάτι. Κάτσε πρώτα μη πάθεις τίποτα. Είδα γιουτουμπάκι στο συσιφόνι με τον Πέρι και τον Βαγγέλη να τραγουδάνε γερμένοι το «Νιάου νιάου βρε γατούλα».
- Και ποια νομίζεις πως το ανέβασε, φιλενάδα; Η εκδίκηση σερβίρεται κρύα!
- Πουτανίτσααα!
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την ιδιότητα ενός αμαρτωλού να μας εξάπτει την επιθυμία να το αποκτήσουμε και να το απολαύσουμε ερωτικά.
Οι πρωκτικά εγκρατείς και εν πολλοίς ψυχοσεξουαλικά ανικανοποίητες Γιαλόμες αποδίδουν το φαινόμενο στην libido (ηδονή, όπως την έχει ορίζει ο ανώμαλος Freud). Σφάλλουν όμως, καθώς το λιμπιντιάρα είναι εκ του λιμπίζομαι, που ετυμολογείται από το αρχαίο λιμβός (λαίμαργος).
- Πολύ λιμπιντιάρικο το παστάκι ρε συ.
- Και που να δεις τη λιμπιντιάρα μιλφέιγ μαμά του...
- Φτου κύριε φυλακήν τω σπέρματί μου, οικογενειόρχης άνθρωπος!
Got a better definition? Add it!
Στάση ζωής που υπαγορεύει την προσποίηση στην κοινωνική συμπεριφορά.
Μ' ενοχλεί αυτός ο δηθενισμός των εφημερίδων που, ενώ ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το κέρδος, ισχυρίζονται ότι ασχολούνται με τα παγκόσμια προβλήματα.
Βλ. και δηθενιά, δηθενιστής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified