Further tags

Η μυτιά, δηλαδή η εισπνοή κοκαΐνης από την μύτη. Μπορεί και να δηλώσει meeting μυτάκηδων.

  1. Θέλω να μας διαφωτίσεις για τις φρίμπες (πόσο «καίνε» συγκριτικά με τα άλλα, ποιές οι διαφορές με το μύτινγκ, κτλ). Με το κο δεν τα πάω καλά, αλλά οι φρι είναι γαμάτες, απλά δεν φαίνεται να μπορείς να κάνεις και πολλά υπό την επήρρεια... Ή μπορείς;
    (Διερωτήσεις σε βλόγιον).

  2. Όχι στο μύτινγκ, όχι στα σκληρά!
    (Κείθε).

(από Khan, 09/04/14)(από Khan, 01/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των γαμώ και αυτοκίνητο. Μεταξύ άλλων υποδηλοί:

  • Φοβερό... γαμώ τα αυτοκίνητα!
  • Αυτοκίνητο ιδανικό για ερωτικές περιπτύξεις,
  • Γαμημένο αυτοκίνητο (μαλάκας οδηγός) που σου κάνει σφήνα,
  • Αυτοκίνητο που οι καμπύλες του θυμίζουν γκόμενα,
  • Αυτό που ψιθυρίζει ο αλλοδαπός στα φανάρια που δεν τον αφήνεις να σου πλύνει τα τζάμια,
  • το αυτοκίνητο στην Ελλάδα μετά την ανατίμηση της βενζίνης.

- Έχω gamauto, πάμε μια βόλτα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλά μπούτια μαζί. Σε αντίθεση με το μποτιλιάρισμα που δημιουργεί νεύρα και τσαντίλα, το μπουτιλιάρισμα δημιουργεί ευφορία και ενθουσιασμό.

Συναντάται:

  • Στην πλαζ,
  • Στο casting με τα μοντέλα,
  • Στα αποδυτήρια γυναικών,
  • Στο ταξί μετά το club.

Έπεσα σε ένα μπουτιλιάρισμα... ακόμα καυλωμένος είμαι !

Σχετικό και το μπερδέψαμε τα μπούτια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι τρελά καμένος από καψούρα.

Τι καψουροκαμμένη που είμαι ρε συ! Αυτός με φτύνει κατάμουτρα και εγώ συνεχίζω να είμαι ακόμα κολλημένη μαζί του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία από το μαλθακός και το μαλάκας, που δηλώνει αυτόν που είναι αποχαυνωμένος, ηλίθιος και άχρηστος μαζί. Εμπεριέχει μια λεπτή επιτήδευση, ότι δήθεν ο εκστομίζων τον όρο δεν επιθυμεί να βρίσει και το παίζει λίγο... καθαρευουσ(ι)άνος.

— Πάει καλά αυτός, ρε;
— Άσ' τον, μην του δίνεις σημασία. Είναι λίγο μαλθάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι έχοντες και κατέχοντες αυτού του τόπου.

Λημματοδότες με τεράστια συνεισφορά στον τόπο, που χαίρουν θαυμασμό και εκτίμησης των απανταχού κατοίκων του Σλανγκιστάν.

Μερικά λαμπρά παραδείγματα:

Dirty Talking
ironick
GATZMAN
Vrastaman
Hank
.....

(σσ. κατά το μεγαλοκτηματίας)

- Ρε δεν αφήνετε τα περί κλίκας ναούμ'; Εδώ οι άνθρωποι είναι μεγαλολημματίες, έχουνε συνεισφέρει τα μάλα στον τόπο.
- Σσστοος, keep slanging...

Δες και -ατίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται για να αναφερθεί υποτιμητικά στα απανταχού νυχτερινά κλαμπ. Αποτελεί μία σύνθεση των λέξεων κλαμπ και καγκουριά.

Με αυτόν τον τρόπο υπονοείται ότι στα trendy κλαμπάκια συχνάζουν κατ' αποκλειστικότητα απελπισμένοι κάγκουρες και ξέκωλες χαζογκόμενες, που στόχος τις διασκέδασης τους παραμένει πάντα η αυτοεπιβεβαίωση του: «Κοίτα πως το κουνάω! Μα πόσο γκόμενος/α είμαι τελικά!».

Εντάξει μωρή Λίτσα κανόνισε να βγούμε, αλλά κάπου χαλαρά... ξέρεις ότι δεν τις μπορώ τις κλαμπουριές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified