Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.
Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...
Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.
Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Το ευρώ (ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα), όπως συνηθίζει να το αποκαλεί η «κυρία» Ανίτα Πάνια.
- Το τέσσερο Ανιτούλα μου.
- 150 ζεστά ευρώπουλα κυρία μου!
- Ανίτα μου!
Got a better definition? Add it!
... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...
Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;
Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(ουσ. ουδ.): Σχέση που συνάπτεται με ιδιαιτέρως... συγκεκριμένο σκοπό.
Τι έρωτες κλπ μου λες τώρα. Εγώ ψάχνω για κάνα πηδύλλιο για να στρώσω.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
(Oυσ. ουδ.): Παλιρροϊκό κύμα που σε χτυπάει αν βρεθείς κατά λάθος σε παραλία gay γυμνιστών στη Μύκονο!
- Μπάμπη πάμε να φύγουμε από δω, θα μας σηκώσει το τσουτσουνάμι.
%
Got a better definition? Add it!
Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.
- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!
Got a better definition? Add it!
(ουσ. ουδ.): Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κ.λπ.
- Άσε ρε φίλε που θα πιω το ρόφτυμα. Πιάσε μια χάινεκεν μέχρι να 'ρθει το Κτεου.
Got a better definition? Add it!
Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.
-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.
Got a better definition? Add it!
Τουριστικό νησί (ελληνικό ή μη) με χάλια τουρίστες.
- Το κέρατό μου μέσα, πού μ' έφερες εδώ με τους τελειωμένους; Βλαχονησίδα το μέρος, κανονικά.
Got a better definition? Add it!