Τρακαδόρος τσιγάρων.
Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;
Τρακαδόρος τσιγάρων.
Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;
Got a better definition? Add it!
Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.
Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...
Got a better definition? Add it!
- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...
Got a better definition? Add it!
Από τις λέξεις νεολαία και λέρα. Χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους παραστρατημένους νεανίες, οι οποίοι καμαρώνουν μεταξύ τους για την κατάντια και την παρακμή τους (βλ. τσιγάρα, ποτά, ξενύχτια, μπάφους, παρτούζες κτλ.)...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ταινία που συνήθως κάνει μπαμ ότι είναι αμερικάνικη, είτε για το κλασσικό happy end της είτε γιατί είναι υπερπαραγωγή, είτε γιατί είναι πολύ προβλέψιμη. Πολύ πιθανόν να είναι και μια βλακεία.
- Τι ταινία πήρες για το βράδυ;
- Δεν θυμάμαι τον τίτλο.
- Κατάλαβα... Πάλι καμιά αμερικλανιά θα πήρες.
Λογοπαίγνιο πάνω στο αμερικανιά.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Αυτό το φαινόμενο συναντάται συνήθως σε συχνές παρέες με στενούς φίλους. Είναι όταν δύο ή παραπάνω άτομα σκέφτονται το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή.
- Πωω ρε μαλάκα, αυτή η σαπίλα μοιάζει με σαπισμένο κανόνι απο πίσω...
- Χαχαχα ρε μαλάκα σκευτόμουν το ίδιο ακριβώς !!
- Ωωω , μαλάκα ταυτοσκεψία . . . Σσσσσωραίοςςςς
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση της ιδιαίτερης απαξίας την οποία τρέφει κάποιος για το λειτούργημα του μόντελινγκ, αλλά και του μάρκετινγκ και για όλα τα λήγοντα σε -ινγκ, όπως πχ το μάρκετινγκ, όταν εκτελούνται από κοπέλες χωρίς ιδιαίτερες ηθικές αναστολές.
- Η κόρη του Χ κάνει μόντελινγκ, το ξέρεις;
- Αυτά είναι μπόρντελινγκ, όχι μόντελινγκ!
ή
- Το πιπίνι σπουδάζει μάρκετινγκ!
- Ναι καλά, μπόρντελινγκ σπουδάζει!
Got a better definition? Add it!
Πούτσος + ψωμί = πουτσόψωμο.
Λαϊκιστί και τρεντουλιστί, η λουκανικόπιτα.
- Να σου βάλω παιδί μου τίποτα να φας;
- Όχι, ρε γιαγιά, έφαγα ένα πουτσόψωμο το πρωί και δεν πεινάω...
Got a better definition? Add it!
Τα R'n'B τραγούδια από αράπηδες (niggers, όπως αυτοαποκαλούνται) «καλλιτέχνες», τα οποία συνήθως αναλύουν τον ψυχισμό του έγχρωμου νεόπλουτου κάτοικου ενός αμερικανικού γκέτο την στιγμή που, γυρνώντας από την τουαλέτα του κλαμπ όπου είχε πάει για καναδυό μυτιές, αντικρύζει ημιεκδιδόμενες καλλονές να λικνίζουν τα σφιχτά και σφριγιλά τους οπίσθια στον ρυθμό κάποιου R'n'B τραγουδιού. Βλέπε και αραπησιάρικα.
- Λοιπόν στο πάρτι θα βάζω εγώ μουσική...
- Τι λες ρε μαλάκα, θα τους διώξεις όλους!
- Βρε σάλτα γαμήσου από εδώ, που μόνο αραποχαδιάρικα στο MAD ξέρεις να ακούς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το συνεχές κλάσιμο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- Μαλάκα έκλασες;
- Άσε, αυτό δεν ήταν κλανιά, ήταν πορδοχαρά.
Got a better definition? Add it!