Further tags

Η έκφραση έχει κυρίως δύο εφαρμογές:

  1. Υποδηλώνει ότι έχει πέσει γερό χώσιμο, ειδικά όσον αφορά την συμπαθή τάξη των πληροφορικάντηδων όπου το φαινόμενο του πιξελιάσματος είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο.

  2. Περιγράφει την κατάντια όσων αφιερώνουν ατέλειωτες ώρες σκυμμένοι στην οθόνη του PC τους κυματοδρομώντας σε ποργογραφικές ιστοσελίδες εις αναζήτησιν σεξουαλικής εκπληρώσεως.

Ο ιδιωματισμός αυτός προήλθε αποτελεί τεχνοβλαστό του πιο συμβατικού έχει πήξει το μουνί μας

Έχουμε αναβάθμιση του συστήματος το φελέκι μου... πάλι θα πιξελιάσει το μουνάκι μας το σουκού!

(από Khan, 23/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για την λέξη ιστοσελίδα κατά όσους:

α) Μπερδεύουν τον ιστό του διαδικτύου με το πανί ενός καραβιού,
β) Είναι αγράμματοι,
γ) Είναι άσχετοι και ηλίθιοι,
δ) Συνδυάζουν τις ως άνω ιδιότητες.

«Μην στεναχωριέσαι! ιστΙοσελίδα την έχουνε πει και κάποιοι υποτίθεται πιό μορφωμένοι από σένα! (...) πολλοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κλπ Ανοιξε ΙΣΤΙΑ και πρόσεξε μόνο μην είσαι εντός ΙΣΤΟΥ αράχνης και μπλέξεις! ! :Ρ» (από Blog).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η ελληνική παραλλαγή της ιστιοπλοΐας, μόδα της τελευταίας δεκαετίας. Άσπρα κόκκινα κίτρινα μπλε καραβάκια κατακλύζουν το Αιγαίο, ο σκίπερ συνήθως είναι βερμουδιάρης, το πλήρωμα μπουζουκογκόμενες ή εναλλακτικές καθώς και άλλοι βερμουδιάρηδες, τα χώνουν στις ψαροταβέρνες που την έχουν καταλάβει τη δουλειά και σερβίρουν, εννοείται, αστακομακαρονάδες -και το πανί σπανίως ανοίγει, πότε γιατί φυσά πολύ, πότε γιατί δεν φυσά καθόλου. Αγαπημένα τους μέρη τα ήσυχα κολπάκια στα οποία, προτού φύγουν για να επιστρέψουν στο Κλεινόν Άστυ ή όπου αλλού, αφήνουν τα σκουπίδια τους, τα σκατά τους, τις σαπουνάδες τους ή ό,τι άλλο έχουν ευχαρίστηση. Να με συχωρέσουν οι εξαιρέσεις.

- Πώς πήγε η ιστιοπλοΐα;
- Σκατά. Μόνο ιστιοπλοΐα δεν ήτανε. Πανί δεν άνοιξε δήθεν γιατί δεν φύσαγε αρκετά και η μηχανή έκαιγε τρεις μέρες συνέχεια, πεθάναμε από τη μπόχα και τον θόρυβο, οι γκόμενες ζαλίζονταν, ο μαλάκας ο Σάκης το στούκαρε σε ξέρα και μετά πληρώναμε όλοι μαζί τη ζημιά, το σκάφος αν δεν ήμουν εγώ θα έζεχνε από τη βρώμα, τί άλλο θέλεις, ιστιοφλωρία σου λέω, οι τύποι είναι ανίκανοι. Δεν ξαναπάω, αλλιώς μου τα είχαν πει...
- Όταν σ'τα έλεγα εγώ με έλεγες γρουσούζη. Αφού τους ξέρω ρε μαλάκα, πάντα έτσι τα κάνουν, δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πάλαι κραταιά Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, για παππούδια άνω των 60 ή μητσάρες ανά την ελληνική επικράτεια.

Έλα να δούμε ποδόσφαιρο, Νικολάκο. Σήμερα παίζ' η Γιουγκοσκλαβία με τσ Τσεχοσκλοβάκους!

(από krepsinis, 06/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Περνάω έγγραφα και δικαιολογητικά από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών για σφραγίδες, επικυρώσεις και άλλα άχρηστα γραφειοκρατικά. Βλ. ΚΕΠαρισμένο έγγραφο.

Πριν καταθέσω τα δικαιολογητικά πρέπει να τα KEΠάρω πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χαρακτηρίζει έγγραφο ή δικαιολογητικό που έχει περάσει από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) για επικύρωση φωτοαντιγράφου, σφραγίδες κλπ.

Μην ξεχάσεις όλα τα δικαιολογητικά που θα καταθέσεις συνημμένα με την αίτησή σου να είναι ΚΕΠαρισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση μειωμένης εγκεφαλικής λειτουργίας, ντάγκλας, μετά από κατανάλωση ικανής ποσότητας σουβλακοειδών. Μπορεί να εμφανιστεί και έντονη εφίδρωση, αίσθημα ματαιότητας και ενοχής.

- Πω πω αποσουβλάκωση, πού να χωνέψεις τέτοια ώρα...
- Ναι ρε πστ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν υπάρχει εμπλοκή. Κυρίως όταν κολλάς και κάνεις μία μαλακία ή ξεχνάς να κάνεις κάτι. Επίσης όταν δεις μία ωραία κοπέλα.

  1. - Γιατί αργείς να μου απαντήσεις;
    - Άσε ρε φίλε, μιλάω με 10 άτομα ταυτόχρονα και έχω πάθει τσοκομπέουμ.

  2. - Σου άρεσε αυτή που ήταν χθες στο μπαρ;
    - Άσε, έχω πάθει τσοκομπέουμ με την παρτη της...

Βλ. και σχετικό λήμμα σκουρδουμπλούκου, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της Ελλάδος που της δίνει τις αξίες και τις αρχές ιδίου επιπέδου με άλλες «προηγμένες» χώρες όπως το Αφγανιστάν, Καζακστάν, Τουρκμενιστάν με σκοπό να τονίσει το πόσο πίσω είμαστε ή το πόσο υποανάπτυκτα φερόμαστε μερικές (;) φορές.

Είδες προχθές τι γινόταν στο ΙΚΑ/ΕΦΟΡΙΑ/ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ/ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ/ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ/ΓΗΠΕΔΟ; Σκέτο Ελλαδιστάν!

Δες και Ελλαδιστανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Επίρρημα... ο γνωστός αρχαιοελληνικός τρόπος γραφής και ανάγνωσης (βουστροφηδόν), με αλλαγή της κατεύθυνσης ανά στίχο, κατά την τροχιά του βοός στο χωράφι... έγινε στα νεοελληνικά η τροχιά που διανύει το πουστρόνι προκειμένου να πάει από το α στο β: τροχιά λοξή και κουνιστή, με πολλά τσαλίμια και κωλοαναστροφές .
Ε; Ζόρικος όποιος (λαός) το έβγαλε αυτό.

η τελευταία στροφή από ποιηματάρα με άγνωστες λέξεις -οδοντιάτρου (;)- από εδώ.

αναζητούμε τη μισκοτίνη
την άλλη πλευρά της ζωής
να θρονιαστούμε
μα όλα τα όνειρα τελειώνουν
σε πολυθρόνα οδοντιατρική
οδεύοντας πουστροφηδόν
στην έσχατη
τη μάχη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified