Further tags

Από το «δις» και «πιστός».
Διπροσωπία ή και δυο φορές πιστός σε κάτι.
Δηλαδή αυτός που είναι πιστός και στις δυο συζύγους του (δίγαμος),
ή αυτός που είναι πιστός σε δυο πατρίδες, ή και σε δυο θρησκείες. Βλέπε και «παθητικός» + «ενεργητικός». Υποβόσκει σε τέτοια πρόσωπα και σε μεγάλο βαθμό η διχασμένη προσωπικότητα, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι οικονομικοί. Εξάλλου όλοι έχουν κάποια τιμή,
κανείς δεν είναι άτιμος,

Α, όλα και όλα, εγώ αγαπώ και την γυναίκα μου στην Αμερική και την γυναίκα μου στην Μόσχα.
Α, όλα και όλα!

(από suxumuxu, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που βγαίνει από το «πάτημα» και χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει πολύς κόσμος και γίνεται πανικός.

...πατημός εχθές στο live, έχασες μιλάμε.

Σχετικό: χαμός, χαμός στο ίσωμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα που ένας Σλάνγκος με περισσό αλτρουισμό ανεβάζει στο Δημόσιο Πρόχειρο. Πλην είτε επειδή αναφέρεται μόνο στις δικές του ανησυχίες, είτε επειδή είναι βλήμμα, τρώει αποκαρδιωτικό φτύσιμο και μένει στα αζήτητα. Ο Σλάνγκος, όμως, δεν μπορεί να ησυχάσει, όσο το παιδί του μένει στο σλανγκοράφι, κι έτσι καταπίνει τον εγωισμό του, ρίχνει κάτω τα μούτρα του, και τελικά το ανεβάζει ο ίδιος, γινόμενος ελαφρώς ρόμπα.

Σλανγκαρχίδικη παραλλαγή: Βρίσκεται συσσλαγκιστής να αναρτήσει το λήμμα απ' το Δημόσιο Πρόχειρο, πλην ο αρχικός Σλάνγκος ως γνήσιος σλανγκαρχίδης δεν μένει ικανοποιημένος και κάνει προσθήκη στον ορισμό του συσσλαγκιστή και του την λέει κι από πάνω. Αν το έχετε κάνει αυτό, τότε πάτε κατευθείαν στην πλέον έντονη κατηγορία του slang-orchid test. Λέγεται ότι έτσι έχουν χαλάσει αρκετές φιλίες μεταξύ συντρόφων σλαγκιστών.

Ο όρος να μην συγχέεται με το τσιμπούμεραγκ.

Παράπονο Σλάνγκου: Δεν φτάνει που του ανάρτησα το σαπάκι, μου την είπε κι από πάνω ότι ποτέ δεν κατάλαβα το βαθύτερο νόημα της λεξιπλασίας του! Τελικά τό 'κανε λημπούμεραγκ ως Προσθήκη Ορισμού. Σου το λέω, έτσι και μου το ξανακάνει αυτό, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες!

«Το φιλί του αυτοκτονημένου» από τη κλασσική σπλατεριά The Re-animator! (από Vrastaman, 12/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' τη ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η διαφορά από τον πουσταλαζόνα είναι ότι ο όρος «ψωλοπερήφανος» έχει μια έντονη μειωτική χροιά και την χρησιμοποιούν οι ομοφοβικοί για να χλευάσουν την gay pride, ενώ ο όρος «πουσταλαζών» διαθέτει μια μεγαλύτερη ανατρεπτική δυναμική. Η λεξιπλασία σχηματίζεται προφάνουσλυ κατά το «ψωροπερήφανος». Άλλωστε το λάμδα είναι, όπως και το ρο, υγρό σύμφωνο pun intended).

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε ψωλοπερήφανος. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Δώσε βάση στη στενσιλιά! (από Khan, 21/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόπειρα μετακένωσης στην ελληνική σλανγκ του αγγλικού gay pride. Δηλώνει τον ομοφυλόφιλο, που είναι gay and proud of it, έχει βγει απ' την ντουλάπα προ πολλού, είναι συμφιλιωμένος με τον εαυτό του και το πανηγυρίζει. Η λεξιπλασία σχηματίζεται κατά το «πτωχαλαζών». Και, όπως η λέξη πτωχαλαζών έχει προσληφθεί από τους προλετάριους για να υπονομεύσει την κυρίαρχη αντίληψη της αστικής τάξης γι' αυτούς, πιστεύω ότι έτσι και η λέξη πουσταλαζών μπορεί να προσληφθεί από τους γκέι στα πλαίσια ενός gender-undermining (λέμε τώρα).

Η κρεψινιά της ημέρας: Οι Αλαζώνεςήταν μια αρχαία θρακική φυλή, που κατοικούσε στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου. Από αυτήν την εθνική ονομασία βγήκε ήδη στα αρχαία ελληνικά η λέξη αλαζών για να δηλώσει την αντίστοιχη συμπεριφορά.

Αυτί της γης: Τελικά, ο Πέρι μας έγινε πουσταλαζών. Λέει ότι έχει συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, είναι περήφανος για τις επιλογές του, κι αρχίζει μια νέα φάση στην σχέση του με το Λίλιαν και την Λάουρα. Τώρα πάνε όλες μαζί για χοντοθεραπεία, αλλά περήφανα πλέον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός κοπέλας η οποία «πετάει» από άντρα σε άντρα, όπως, καλή ώρα, η μελισσούλα από λουλούδι σε λουλούδι.

Χρησιμοποιείται και ως υποκατάστατο της λέξης «τσούλα», όταν είναι μπροστά παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες και ιερωμένοι.

Παρεμφερείς λέξεις :
Μαϊμού ή τσίτα (διότι πηδάνε από κλαδί σε κλαδί).

- Καλέ, η Μαρία δε τα είχε με τον Πάνο; Την είδα πριν μια βδομάδα με τον Νίκο...
- Α, καλά είσαι... Εγώ χτες την είδα με τον Πέτρο... Είναι μια μελιτσούλα αυτή...

Αχ μελιτσούλα, πήγες σ\' άλλο λουλουδάκι (από Khan, 27/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που με δυσκολία συναινεί στην παραγγελία και κατανάλωση πίτσας κατά την παρακολούθηση κάποιου φιλμ ή ματς κυρίως γιατί προτιμά κάποιο άλλο εξίσου υγιεινό έτοιμο έδεσμα.

- Να παραγγείλουμε μία καπριτσιόζα;;
- Πάρε κάνα δίπιτο καλύτερα.
- Αμάν μωρ' αδερφέ μου, είσαι πολύ δύσπιτσος...

Κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία (από Vrastaman, 11/03/09)

Λογοπαίγνιο με το δύσπιστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη δεν αναφέρεται στο γνωστό ταχίνι, που τώρα τη Σαρακοστή έχει την τιμητική του (ταχινόσουπα, ταχινένιος χαλβάς, κ.λπ.). Κάτι άλλο θέλει να πει ο Σεφέρης εδώ πέρα.

Ο όρος αναφέρεται, στα ρούχα, παπούτσια, γυαλιά και άλλα προϊόντα του οίκου Sergio Tacchini («Τακίνι», που μέσω παραφράσεως, μπορεί, να λεχθεί, ταχίνι, παραπέμποντας χιουμοριστικά στη φράση: «τα χύνει»).

Η Λίλιαν βλέπει τον Πέρι να φοράει ένα μπλουζάκι Tacchini. Λίλιαν: Πέρι, τι βλέπω πως φοράμε σήμερα; Ταχίνι, ταχίνι;
Πέρι: Αχ το μυαλό σου, δεν ξεκολλάει με τίποτα απ' το φίκι φίκι.
Λέει και την προσπερνάει ταχύνοντας το βήμα του.
Λίλιαν: Πότε θα τα πούμε;
Πέρι (από απόσταση): Ταχιά!

(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα, που αποτελεί τρομερή σλανγκοπλουτοπαραγωγική πηγή, σωστό λατομείο, για την εξώρυξη κι άλλων λημμάτων. Υπάρχουν δύο είδη:
1. Η σλανγκομάνα ή λημματομάνα, δηλαδή λέξεις απ' τις οποίες βγαίνουν πολλά παράγωγα.

  1. Το λήμμα «Λερναία Ύδρα», δηλαδή το λήμμα, που ο συγγραφέας έχει εκών-άκων εγκατασπείρει πολλούς σλανγκισμούς, οι οποίοι βρίσκονται σε νάρκη και αναμένουν τον καβουροσλανγκόσαυρό τους.

Ασίστ: Αυτοκτονημένος.

Λημματομεία πρώτης κατηγορίας είναι λ.χ. το μήδι, το μύδι, το φραπέ και το lol, λολ. Της δεύτερης κατηγορίας πολλά από τα λήμματα του Vrastaman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified