Further tags

Ως φάντη μπαστούνι, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ονομάζουμε κάποιον που εμφανίζεται απροσδόκητα και ξαφνικά μπροστά μας και που συνήθως μας είναι ανεπιθύμητη η παρουσία του.

Ως συκοφάντη μπαστούνι, θεωρούμε κάποιον που, ενώ γνωρίζει επακριβώς την αλήθεια για κάποιο θέμα, από συμφέρον ή από προσωπικό βίτσιο, περιστασιακά ή σε μόνιμη βάση κατηγορεί κάποιον /-αν για ανυπόστατα πράγματα. Πολλοί εξ' αυτών το κάνουν με τρόπο ώστε να ξεγελούν ευκολότερα. Αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι. Βεβαίως κάποια στιγμή θα αποκαλυφθεί ο ρόλος τους, ωστόσο όμως η ζημιά έχει γίνει. Γι 'αυτό και λειτουργούν σαν μπαστούνι, από τα προβλήματα που δημιουργούν (χαλούν φιλίες, συμφωνίες, κλπ).

Τους βλέπουμε παντού. Στις καθημερινές μας συναλλαγές, όπου ή θα συκοφαντήσουν κάποιον άμεσα, ή πλαγίως. Πολλές φορές έχουμε πιάσει κάποιον φίλο μας κάπως ψυχρό μαζί μας, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε μια τέτοια συμπεριφορά, μέχρι να μάθουμε πως κάποιος μας έχει συκοφαντήσει παρασκηνιακά.

Οι τύποι είναι περιζήτητοι στα δημοσιοκαφρικά παράθυρα γιατί, με τις φωτιές που ανάβουν, φουντώνει το κλίμα. Τότε ο δημοσιοκάφρος τεχνηέντως επεμβαίνει, τάχα μου τάχα μου για να συντονίσει την κατάσταση, κάνοντάς την όμως εσκεμμένα χειρότερη.

Πολλοί εξ αυτών συκοφαντούν ανεξαιρέτως διάφορους και διάφορους. Είναι παγγελματίες του είδους. Έτσι βοηθούν στην αύξηση της θεαματικότητας και στον εγκλωβισμό των μαζών, με στόχο την προώθηση ποικίλων μορφών συμφερόντων (διαφημιστικά έσοδα, προώθηση κάποιας πολιτικής γραμμής, κλπ), αφού, η πλειοψηφία των θεατών, αντί να προτιμά εποικοδομητικούς διαλόγους που προβληματίζουν, αφυπνίζουν και οδηγούν στην αλλαγή σκέπτεσθαι, προτιμούν τις οδούς του εύκολου εντυπωσιασμού.

- Δεν αντέχεται αυτή η κατάσταση με τους συκοφάντες μπαστούνια στα παράθυρα των ειδήσεων. Που λες, χθες στις ειδήσεις μπλά μπλα μπλα
- Ε αφού σε χαλάνε, όπως λες, γύρνα το γαμημένο το κανάλι.
- Μπα τέτοια ώρα είναι πανταχού παρόντες.
- Ε... βάλε dvd, κάνε σεξ, άκου Χριστοδουλόπουλο που σ' αρέσει. Σίγουρα έχεις πιο δημιουργικά πράγματα να κάνεις.

Δες κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαλμένη από την καθημερινή ζωή.
Τα γνωστά Αφρώδη Περιττώματα.
Συνώνυμη με την ευκοίλια, ζουμί, σκατοζούμι.

- Άσε ρε μαλάκα, με έχει πάει πούργα αυτές τις μέρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδοσιακό όνομα που προκύπτει από το λατινικό επίθετο «pulcher» και σημαίνει η «όμορφη».

Εναλλακτικώς, είναι παράγωγο από το «πούλος» και το «χέρι» και σημαίνει την όμορφη και εύθυμη χείρα με τα πέντε ορφανά, το χειρογλύκανο. Η Πουλχερία έχει γίνει διάσημη από το ομώνυμο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου και από τη παραδοσιακή συνήθεια του εθνικού μαλάκα.

-Τον άφησε η Λίλιαν τον Πέρι!
-Έλα ρε! Μπουκάλα πάλι ο καψερός;
-Όχι, τώρα είναι με την Πουλχερία!
-Την ποιαν;

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΠΟΙΗΣΗ

Λένε ότι ο Νίκος Εγγονόπουλος είναι σουρεαλιστής, αλλά νομίζω ότι είναι συμβολιστής και σλανγκιστής. Αναγνώστε το παρακάτω ποίημα με την ερμηνευτική κλείδα του σλανγκισμού και θα δείτε ότι βγάζει νόημα: Η Πουλχερία είναι η σεμνή και τραγική παρθένα χείρα, η οποία πεθαίνει την παραμονή του γάμου, επειδή παύει πλέον να έχει λόγο ύπαρξης! Και μάλιστα αφού έχει «σφουγγαρίσει πριν προσεκτικά όλο το σπίτι», ήτοι αφού έχει επιδοθεί σε ένα μεγαλειώδες κύκνειο άσμα, μετά από το οποίο οφείλει να αποχαιρετήσει το «μπαλσαμωμένο πουλί» της! Ναι, ο Εγγονόπουλος δεν είναι σουρεαλιστής, είναι σλανγκιστής!

ΠΡΩΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (Νίκος Εγγονόπουλος)

ερώτησα κάποτες

γιατί τάχατες η τραγική

και σεμνή παρθένα

που λέγονταν Πουλχερία

την παραμονή του γάμου της

σφουγγάρισε προσεκτικά όλο το σπίτι

και την επομένη απέθανε;

Μια που καθάρισε και νοικοκύρεψε

τα πάντα γιατί δε χάρηκε

κι αυτή τις μακρυές λευκές νταντέλλες

τους λευκούς πολύπλοκους φαρμπαλάδες

και τα πολύχρωμα μεγάλα φτερά του γάμου;

γιατί εναπόθεσε έτσι σιωπηλα

χάμω στα σανίδια

τη μεγάλη κίτρινη πεταλούδα

και τα χάρτινα λουλούδια

που ήτανε μέσα στο κεφάλι της;

το μπαλσαμωμένο πουλί

που ήτανε μέσα στο κλουβί

του θώρακά της; γιατί;

διότι

- είπε ίσως ο πατέρας μου -

διότι πρέπει να έχη

ο στρατιώτης το τσιγάρο του

το μικρό παιδί την κούνια του

κι ο ποιητής τα μανιτάρια του

διότι πρέπει να έχη

ο στραδιώτης την πλεκτάνη του

το μικρό παιδί τον τάφο του

ο ποιητής τη ροκάνα του

διότι πρέπει να έχη ο στραθιώτης

το σκεπάρνι του

το μικρό παιδί το βλέμμα του

ο ποιητής το ροκάνι του

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μπάντα που είναι κοινώς GTP.

Ρε μαλάκα!!! Που μας έφερες εδώ! Αυτοί είναι κλασίμπο ρε συ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή coca cola όταν πλέον έχει γίνει καθημερινή συνήθεια και λόγω οικειότητας χρησιμοποιείται το «υποκοριστικό» της.

Επίσης, οι γνωστοί λόγοι βαρεμάρας και λιωσίματος, κάνουν την λέξη μικρότερη και πιο γλυκιά.

Πιάσε καμιά κοκολίτσα να πιούμε!

Υποκοριστικό του "κοκολά". (από Khan, 22/09/14)

Βλ. και κοακόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποθέωση της γυναικείας παρακμής.

Υπάρχουν λογιώ-λογιώ γριές. Οι «γραίες 30 ετών» (Ροΐδης), οι γριές, οι γριές, οι γιαγιές, οι γιαγιές,, οι θεούσες, οι θειόκες, οι μπαμπόγριες, οι τσατσόγριες, οι σκατόγριες, οι κακόγριες, οι κωλόγριες, οι ξεκωλόγριες.

Οι τελευταίες ενίοτε σχετίζονται και με το ξεκωλόσημο, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία των γυναικών που, στο άνθος της ηλικίας τους, έκαναν τατού παντού και τώρα είναι γεροντοχίπισσες, δηλαδή λείψανα της εποχής των λουλουδιών, και φέρουν απάνω τους αυτά τα περασμένα μεγαλεία που διηγώντας τα να κλαις. Διατηρούν και όλο το παλαιορόκ στυλάκι, προς τιμήν τους ίσως, αλλά είναι πάνθλιψη να τις βλέπεις.

Ξεκωλόγρια είναι και η γριά τσατσά που φαίνεται από χίλια μίλια ότι κάποτε τον έπαιζε στα δάχτυλα μα τώρα της έχει μείνει η μνήμη της εμπειρίας, η πικρία απέναντι στη ζωή και η καρακιτσάτη εμφάνιση.

Ξεκωλόγριες λέμε και νεότερες γυναίκες, πενηντάρες περίπου, οι οποίες είναι πουρές με τα όλα τους, αλλά το παρακάνουν και γίνονται γελοίες, γουτσίζοντας συνέχεια, φορώντας πιπινίσια φουστάκια, ή, αντιθέτως, είναι λυσσάρες και καυλιάρες -ακόμα πιο θλιβερό όταν εμφανισιακά δεν τις παίρνει.

Τέλος, ξεκωλόγρια ορίζεται και η πιο δύστυχη μερίδα των γυναικών, γυναίκες τρελλές που περιφέρονται στους δρόμους σε άθλια κατάσταση πλην αλλ' όμως με προκλητική εμφάνιση, που παραμιλούν, που κατουράνε όρθιες, που είναι ψιλοάστεγες ή κοντεύουν, που αποτελούν τον περίγελω των άλλων (στην περίπτωση αυτή κολλάει καλύτερα το Ξελωλόγρια), και που ουδείς γνωρίζει πού και πώς καταλήγουν -σε κανα νεκροτομείο στα αζήτητα, για ιατρικά πειράματα ή μάθήματα ανατομίας, όπως πολλοί άστεγοι.

- Πω πω φίλε μου, τι έπαθα, με πήγε να γνωρίσω τη μάνα της και σκάει μύτη μια ξεκωλόγρια ... μού 'φυγε το κλανίδι!
- Καλή; καλή;
- Τι καλή ρε μαλάκα, τέρας, σταφιδιασμένη, καραβαμμένη, μες τη σιλικόνη, τα λεοπαρδαλέ, τα χρυσάφια και τα στολίδια, το νύχι να, αλκοόλα, πειραγμένη σου λέω, δεν ήξερα από πού να φύγω!

rock me hard (από cristoval, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται μια συνήθεια που αντανακλά τον τρόπο ζωής του εν λόγω λαού. Μπορεί μεν να είναι αμφιβόλου ποιότητος (όχι πάντα), αφήνει δε μια ικανοποίηση (κλανιά) και πολλές φορές μια αίσθηση πληρότητος. Αναφέρεται σε μουσική, φαγητό, σινεμά, αρχιτεκτονική, tv κ.α.

- Ρε Τάκη, είσαι να πάμε απ' του Jay Jay's να σκίσουμε καμιά μοσχαρίσια με το αίμα της; Βαρέθηκα το φασουλόρυζο, κοντέυουμε Σπαρτιάτες. - Αμάν με τις αμερικλανιές σου, ρε μπας και είσαι της NSA; - Ναι, γι' αυτό μπουκώνεις το μπριζολίδι σε dt και μετά μας τα πρήζεις με το Zeitgeist.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρισάθλια και βρωμερή γκόμενα. Ο υπέρτατος συνδυασμός μπάζουκαι μπίχλας ως μία μοναδική ανθρώπινη ύπαρξη που αδυνατείς να πιστέψεις ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια, και συνήθως παρουσιάζεται σε εμάς μέσω της εκπομπής «How clean is your house;».

Στη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι πλήρως μη συνειδητοποιημένη για το πόσο βρώμικη και πόσο άσχημη είναι.

Επίσης μπορεί να είναι αργόσχολη, αλκοολική και οικονομικά εξαρτημένη από τους γονείς της στα 40 της.

στα γυρίσματα της εκπομπής
Ξανθιά γριά που καθαρίζει: -Πόσο καιρό έχεις να καθαρίσεις αυτή τη τουαλέτα;
Μπάχλα: -Ερρ... δε θυμάμαι... 4 χρόνια...;
ΞΓΠΚ: -Και τη χρησιμοποιείς ακόμα;
Μπάχλα: -Ε... ναι...
ΞΓΠΚ: -:facepalm:

και ο καμεραμαν σκέφτεται από μέσα του
«Άλλη μία μπάχλα που και το σπίτι να τις καθαρίσουμε, αν δε πάει και στην άλλη εκπομπή να την κάνουν όμορφη δε πρόκειται να δει άσπρη μέρα...».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχή στην αρχή της ημέρας, για μια μέρα που προβλέπεται/ ή ευχόμαστε να είναι καυλερή.

Επίσης: Η καυλημέρα φαίνεται απ' το πρωί.

Πω πω τι σηκωμάρες είναι αυτές πρωϊνιάτικα! Η καυλημέρα απ' το πρωί φαίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας φίλος, για τον οποίο μπορείς πραγματικά να πεις «οι καλοί κωλογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους»!

Μεταφορά του fuck buddy στα ελληνικά.

Ο Μήτσος είναι το κωλητάρι της. Μόλις ξεμείνει από γκόμενο, τσουπ το τηλεφωνάκι στον Μήτσο!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified