Further tags

το, [ουσ.] Όργανο μέτρησης ποδοσφαιρικών ικανοτήτων. Ο όρος προέρχεται από τον συνδυασμό της παραδοσιακής μονάδας μέτρησης «καντάρι» (ξέρει πολλά καντάρια μπάλα) και του ονόματος του Πάολο Μοντέρο, μυθικού δρεπανηφόρου άρματος από την Ουρουγουάη που έκανε καριέρα στη Γιουβέντους και του οποίου οι ικανότητες ισοδυναμούν με 1 unit στο καντερόμετρο (χωρίς μονάδες).

  1. - Τι λέει ο Σέρβος χαφ του Βηταεθνικού;
    - Τι να πει ρε! τον βάλανε στο καντερόμετρο και έγραψε αρνητικά ψηφία.

  2. - Άκου να δεις φίλε, καλός ο Πελέ δε λέω, αλλά μπροστά στον Ντιέγκο δεν πιάνει μια. Ο κοντός όπου κι αν έπαιξε έσπασε τα καντερόμετρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο, το [ουσ.] Διγενής, μονοκατάληκτος χαρακτηρισμός ατόμων με διανοητικές ικανότητες που σκοράρουν αρνητικά καθώς και με μια εγγενή κλίση προς το καφριλίκι και την επιθετικότητα (γλωσσική και μη) . Ως κοντινός συγγενής του γκάου, ο αζαντάουα είναι αλλεργικός στη χρήση επιχειρημάτων και θεωρεί το διάλογο παρωχημένη μορφή πολιτισμού.

Πρόκειται περί είδους ενδημικού των ελληνικών γηπέδων, όπου και επιδίδεται απρόσκοπτα στις αγαπημένες του ασχολίες που περιλαμβάνουν την επινόηση αδιανόητων προσβολών, την εκφώνηση άναρθρων κραυγών και την εκτόξευση αντικειμένων σε κάθε κόρνερ.

Η ονομασία είναι αθροιστική και δύναται να επιμηκύνεται όσο ενεργότερο είναι το υποκείμενο. (αζαντάουα, αζανταντάουα, αζαζανταντάουα, κ.ο.κ.)

  1. - Μαλάκα τι έπαθε ο Bus-in-ass και τον κάνει αλλαγή;
    - Του ανοίξανε το κεφάλι οι αζαντάουα πίσω από τη φυσούνα.

  2. - Τι κάνει ρε συ το άτομο με το καδρόνι εκεί κάτω;
    - Καλά ο τύπος είναι αζαντανταντάουα! δεν καταλαβαίνει ότι θα διακοπεί το ματς με τις μαλακίες τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[ουσ.] Το να τρέχεις και να μη φτάνεις, να είσαι διαρκώς στην τσίτα για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεσαι εσύ. Αναφέρεται συνήθως σε δραστηριότητες ιδιαιτέρως κοπιαστικές ου μην και αγχωτικές ταυτόχρονα.

- Τι έκανες ρε μαλάκα όλο το πρωί και δε σήκωνες το τηλέφωνο;
- Γάμησέ τα φίλε μου. Στις 8 στην εφορία, μετά γραμμή στο γραφείο, ενδιάμεσα πήγα το αυτοκίνητο συνεργείο και το μεσημέρι στις τράπεζες πριν κλείσουν.
- Πωπω βεγγιλίκια, κουράστηκα μόνο που τ' άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει βλακείες και είναι στην κοσμάρα του.

- Ρε συ, είδες τον αναπτήρα; Έχω φάει όλο το σπίτι για να τον βρω!
- Ρε μπουρμπουληθρόπουλε, στο τραπέζι είναι! Δεν βλέπεις μπροστά σου ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ όμορφη γυναίκα που, αν και χαζή, προσπαθεί να περάσει ως διανοούμενη.

- Ωραίο γκομενάκι η Λίζα...
- Ναι, αλλά όποιον βρει του το παίζει σκεφτόμουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν παλεύεται ή δεν την παλεύει καθόλου. Συνήθως είναι κάποιος ο οποίος δεν έχει γκόμενα, γιατί απλούστατα καμία δεν του κάθεται και κάνει τα πάντα για να μηδενίσει το κοντέρ φτάνοντας ώρες-ώρες στα άκρα.

  1. - Τελικά στης Μαρίας ποιοι θα είμαστε;
    - Λοιπόν, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλης...
    - Άσ' το καλύτερα, ας μην πάμε, γιατί όλοι οι δενπαλεύουρες πάλι εκεί μαζεύτηκαν...

  2. - Μιλάμε ρε Τάσο είσαι τελείως δενπαλεύουρας! Σου λέω να πας να πάρεις ένα Μάλμπουρο σκληρό και έρχεσαι με το μαλακό... Μα έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο [ουσ.] Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται εν γένει στο συμπαθές είδος του αθάνατου ελληνικού μαλάκα. Αποτελεί παρήχηση του ονόματος του γνωστού αρχιτέκτονα Σαντιάγο Καλατράβα, ο οποίος έχει καταγραφεί ως ο πρώτος μαλατράβας της ιστορίας.
Η αυξανόμενη σε συχνότητα χρήση του όρου ξεκινάει λίγο πριν τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, κατά τη διάρκεια των οποίων χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν για να χαρακτηρίσει τους εθελοντές. Η εξακολούθηση της χρήσης του όρου μετά το 2004 αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αξιοποίησης της ολυμπιακής κληρονομιάς.

Ολυμπιακή χρήση:
- Ρε συ Μαρίκα, πού είναι οι θέσεις μας;
- Μακάρι να ξέρα, εδώ που μας έστειλε ο μαλατράβας κάθονται κάτι Κινέζοι.

μετα-Ολυμπιακή χρήση:
- Φάε έναν μαλατράβα που θέλει να ρίξει και γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουηδανία, η [ουσ., κύριο όνομα]

Εξωτική χώρα την οποία πανάρχαιοι χάρτες τοποθετούν βόρεια της Ατλαντίδας, 1000 ναυτικά μίλια ανατολικά της Φρουτοπίας.

Είναι παγκοσμίως γνωστή για τους κατοίκους της οι οποίοι για ανεξήγητους επιστημονικά λόγους φέρονται να είναι όλοι θηλυκά, περί τα δύο μέτρα ύψος, με ξανθά μαλλιά και στήθη που παραπέμπουν σε διαφήμιση του γάλα Αρόζα. Οι εν λόγω κάτοικοι αποδημούν μαζικά κάθε καλοκαίρι στα νησιά του Αιγαίου προς γενική τέρψη όλων των φυλών παραθεριστών (ακόμα και των αλάδωτων).

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθιστούν τις κατοίκους της Σουηδανίας την ιδανική προέλευση τουριστών οπουδήποτε νοτίως της Θάσου.

- Τι έλεγε το νησί φετος;
- Μαγεία φιλαράκο, είχε σκάσει καραβιά από Σουηδανία και κάναμε Πάσχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βρωμερές κλινάμαξες του ΟΣΕ (Ούτε Σιδηροδρόμους Έχουμε) με τα έξι κρεβάτια σε ένα χώρο 1X1m όπου στοιβάζονται ρωσοπόντιοι, φοιτητές, γύφτοι, φαντάροι, αλβανοί και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς για να ταξιδεύσουν βραδινές κυρίως ώρες από Αθήνα-Θεσσαλονίκη... Από το πολύ κλάσιμο (κλάνω...) που έπεφτε εκεί μέσα, τη ζέστη που έκανε λόγω του χαλασμένου εξαερισμού των βαγονιών και την ποδαρίλα, έπρεπε να ήσουν εφοδιασμένος με ειδική στολή ραδιοβιοχημικού πολέμου προκειμένου να βγεις ζωντανός. Ανώνυμες δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν είχε χρησιμοποιήσει τις κλανάμαξες στην προσπάθειά του να αναπτύξει όπλα μαζικής καταστροφής. Οι κλανάμαξες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς την προηγούμενη δεκαετία και όλοι όσοι τις χρησιμοποίησαν θυμούνται με νοσταλγία τις ωραίες ευωδιαστές ώρες που πέρασαν σε αυτές και τους τόσους ενδιαφέροντες ανθρώπους που γνώρισαν κατά τη διάρκεια των πολύωρων ταξιδιών τους (τη δεκαετία του 90 ο μέσος χρόνος Αθήνα-Θεσσαλονίκη κάποιες φορές ξεπέρναγε τις 12 ώρες).

- Ρε μαλάκα Τάκη πάλι με κλανάμαξα θα ταξιδεύσουμε για Θεσσαλονίκη;
- Και τι θες να κάνουμε ρε Γιώργο, με 20 ευρώ τι περιμένεις να νοικιάσουμε, κάνα αεροσκάφος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified