Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.
- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!
Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.
- Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!
- Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.
Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.
-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...
Got a better definition? Add it!
Άλλη σχετική σχολή με τη ζαμπονοκοπτική!
--
Σλανγκεπιλογές σπουδών: Βοϊδοσχολή, Ι.Ε.Κ. Παραχαρακτικής, IEK Τάπερμαν, Πιπάντειος, Ρεμαλισμός, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, TΕΙ Κωλοπετεινίτσας, ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών, ΤΕΙ Φιλοσοφικής, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.
Got a better definition? Add it!
Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.
- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!
Got a better definition? Add it!
Υποκατηγορία έντεχνης ελληνικής μουσικής χαρακτηριζόμενη από την ευαισθησία των στίχων και των ήχων αλλά και την κυρίαρχη ακουστική κιθάρα και την παντελή έλλειψη ρυθμού. Κύρια νοηματική συνιστώσα των τραγουδιών του είδους το γεγονός ότι οι ήρωες αγαπούν με πάθος αέρινες υπάρξεις με ονόματα όπως Ιφιγένεια, Κλεονίκη και Φανή, αλλά και την πλάση γενικότερα παρότι ο κόσμος είναι σκατά και η ΚΝΕ δεν είναι πρώτη δύναμη στα πανεπιστήμια. Οι παραπάνω πραγματικοί λόγοι μάλλον είναι οι αιτίες που οι ακούγοντες κατσιμηχέσω σπάνια επιτυγχάνουν να συνουσιασθούν με ετέρους. Πιθανός λόγος για τους άρρενες φαν είναι και το γεγονός ότι δεν ήτανε αυτοί για αεροπλάνα. Συναντάται σε μαγαζιά γνωστά και ως ναμαγαπάδικα. Αγαπημένο μουσικό άκουσμα δευτεροετών φοιτητών φιλολογίας από τα Τρίκαλα και το Άργος Ορεστικόν.
Κύριοι εκφραστές: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. Πυξ Λαξ, Λαυρέντης Μαγειρίτσας, Βασίλης Χαζούλης.
Αιτία του Κακού: Διονύσης Σαββόπουλος.
- Ρε Μάιν, θα πάμε σήμερα καφέ Κρις να δούμε κάνα γκομενάκι;
- Σώπα ρε Μάκη... Σιγά μην πάμε εκεί που παίζει Κατσιμηχέσω... Πάλι να κλαίμε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κοιλιακοί που σχηματίζονται όταν κανείς αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο, κοπροσκυλιάζει και πίνει μπύρες. Είναι παράγωγο της λέξης μπυροκοιλιά.
- Καιρό έχω να σε δω στο γυμναστήριο! - Άσε, έκανα μπυροκοιλιακούς... Κάθε βράδυ πίτσα, μπύρα και DVD!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σφηνάκι σχετικά πρόσφατα εμπνευσμένο από τρελό άτομο με αυτοσκοπό το μεθύσι των κοπελίων που τον συνοδεύουν... Αποτελείται από τα γνωστά Jack Daniels και ούζο...
- Μια σειρά τζακούζο για τις κοπέλες Μάκη...
Βλ. και τζακούζι
Got a better definition? Add it!
Τα μικρά μπλε μπαλάκια ύφασμα που ανακαλύπτει κανείς ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μετά απο μια κουραστική μέρα που φορούσε μπλε κάλτσες. Τείνει να γενικευτεί για όλα τα χρώματα, πχ άσπρο, κόκκινο κλπ.
- Μαλάκα μην τολμήσεις και βγάλεις κάλτσες τώρα, θα γεμίσεις το πάτωμα μπλέμπα...
Got a better definition? Add it!
Το πουρό που προσπαθεί να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σαν καυλοπιτσιρικάς teenager και το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται γελοίος. Κάτι σαν τον Κωνσταντάρα στον «Τρελοπενηντάρη» δηλαδή...
- Κοίτα ποζεριές ο πουρέιντζερ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified