Further tags

Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).

Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.

Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.

- Πού 'σαι, ρε μαν; Θα κάνουμε τίποτες την Παρασκευή το βράδυ;
- Ρε Κώτσο, πότε θα στρώσεις την κωλάθρα σου να διαβάσεις; Πάλι θα κοπράρουμε;
- [...]
- Πάμε κάναν Ερυθρό Λέοντα για καμιά μπυρωίνη;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για επιστημονική έκφραση (εξ ου και η γέννηση της προέρχεται από τον πανεπιστημιακό χώρο) της λούγκρας, του φλώρου, της επιμελημένα συγκαλυμμένης αδερφάρας. Για το λόγο αυτό συνιστάται η προσεκτική προσέγγιση και ακουστική της εν λόγω λέξης επειδή η πολυσυλλαβικότητα της εμποδίζει την κατανόηση της και την εις βάθος ερμηνεία της.

- Ωχ έρχεται η αδερφάρα. Θα μας ζαλίσει πάλι.
- Καλημέρα στα παιδιά. Τι κάνετε;
- Που ' σαι μωρή καραλουλουκοκεφτεδομπιφτεκόσκονη; Ποιο μπαστούνι γυάλιζες πάλι χθες και άργησες σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και ναισεόλας (κατά το παρτόλας;).

Αυτός που είναι αντίθετος στο πνεύμα της εορτής του «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου που γιορτάζουμε σήμερα, δηλαδή αυτός που λέει «ναι σε όλα», και είναι επομένως yes man, μειοδοτικός, ή και προδότης. Η έκφραση εννοεί κυρίως βουλευτές που υπερψήφισαν στο κοινοβούλιο τα Μνημόνια σε όλους τους όρους τους με την χαρακτηριστική φράση «ναι σε όλα», αλλά μπορεί να σημάνει και ευρύτερα τον μειοδοτικό προδότη που παραχωρεί τα πάντα.

Πάσα: Gatzman.

  1. ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΒΟΛΕΥΤΕΣ…
    ΜΗΝ ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ΤΟΥΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ…
    ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΑΦΗΝΕΤΕ ΣΕ ΧΛΩΡΟ ΚΛΑΡΙ…
    ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΕΙΤΕ, ΟΠΟΥ ΤΟΥΣ ΒΡΕΙΤΕ ΠΡΟΓΚΙΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΚΡΑΞΤΕ ΤΟΥΣ, ΜΠΟΥΓΕΛΩΣΤΕ ΤΟΥΣ, ΠΑΡΤΕ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΤΡΕΣ. (Φωνακλάςεδώ).

  2. ΘΑ ΚΡΕΜΑΣΤΕΙΤΕ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΑΙΣΕΟΛΑΤΖΗΔΕΣ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΣΑΣ ΤΟΝ ΓΑΠ ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ (Άλλος φωνακλάς εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε συνήθως για τον καιρό υποδηλώνοντας τις μέρες εκείνες της Άνοιξης ή του Φθινοπώρου που όταν πρόκειται κάποιος να παραγγείλει καφέ, διστάζει για το αν θα πιει κάτι ζεστό ή θα προτιμήσει παγωμένο φραπεδάκι.

Τα credits στον Νίκο Ζαχαριάδη (Athens Voice)

- Άσε φίλε, κόλλησα το πρωί στο φούρνο. Με ρώτησε η τύπισσα τι καφεδάκι να φτιάξει και το σκεφτόμουν μια ώρα...
- Με τέτοια ζέστη που κάνει Οκτώβρη μήνα, με το δίκιο σου! Πολύ αμφίφραπος ο καιρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος στον οποίο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός καθίκι και ταυτόχρονα ονομάζεται Αντρέας. Η σωστή προφορά της ως άνω βρισιάς απαιτεί κοφτό τονισμό στο πρώτο συνθετικό της λέξης, προκειμένου να επιτευχθεί η μέγιστη συναισθηματική εκτόνωση του βρίζοντος.

Δε ντράπηκε λίγο εκείνος ο καθίκαντρεας, να πει για μένα τέτοια πράγματα!

βλ. και μαλακαντρέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.

- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;

(από dipyadip, 19/10/12)(από Vrastaman, 23/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρα όμορφη, με ιδανική θερμοκρασία, λιακάδα, αεράκι, καθαρή ατμόσφαιρα, γελούν οι κάμποι και τα βουνά, μέρα κατάλληλη για κοπάνα από τη δουλειά ώστε να πας να πιεις βρε αδελφέ ένα ουζάκι...

Τη λέξη έχω ακούσει να χρησιμοποιεί μόνο η παρέα μιας γνωστής μου προς το παρόν, αλλά μου άρεσε και θεώρησα ότι στο μέλλον θα χρησιμοποιείται κάργα, εξού και η σημερινή καταχώριση.

- Θα πας στην πορεία;
- Ποια πορεία! Τέτοια ουζομέρα και θα στήνομαι στους δρόμους;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρνει φλόκια, σφαλιάρες, πουτσοσκάμπιλα. Είναι η φλακιόλα σου. Όλοι έχουμε μια φλακιόλα (έστω και στη φαντασία μας).

Αχ αυτή η φοιτητριούλα θα 'θελα να ήταν η φλακιόλα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:

- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..

Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.

Δες και δημήτριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.

Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...

Σύγκρινε: πουθενάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified