Further tags

Η σαυροπανήγυρη δηλώνει την μαζική έξοδο των σαυρών και λοιπών σαυροειδών στον έξω κόσμο, είτε κατά τη διάρκεια της ημέρας είτε κατά της νύχτας, στους δρόμους, στις πλατείες και στα εντευκτήρια των αστικών (ή/και των τουριστικών / παραθεριστικών / παραλιακών) κέντρων, δια σκοπόν διασκέδασης και/ή εξεύρεσης κανενός φουκαρά που: δεν θα βλέπει μπροστά του, θα είναι τύφλα, θα έχει να δει κοκό κάτι χρόνια, ή θα είναι από αυτούς που γαμάνε μόνο τον Αύγουστο.

Η σαυροπανήγυρη διαθέτει και μία ακόμη κατηγορία: την φραγκοσαυροπανήγυρη, η οποία υποδηλώνει την αθρόα καλοκαιρινή (κυρίως) εισβολή σαυρών εκ Φραγκίας στα ελληνικά αστικά κέντρα και στα καμένα κάμπινγκ. Η κοινωνιολογία της μαζικής συγκέντρωσης στα εν λόγω μέρη δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς οι τιμές αυτών εναρμονίζονται πλήρως με τις οικονομικές τους δυνατότητες, οι οποίες, με την σειρά τους, παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της σαυρίσιας ύπαρξής τους. Όσο πιο καλοζωισμένες, τόσο λιγότερο σαύρες, αν και θα πρέπει να αναγνωριστεί πως η παραπάνω διατύπωση δεν αποτελεί ντε και καλά αξίωμα, καθώς ο κανόνας παρουσιάζει αρκετές εξαιρέσεις.

Η σαυροπανήγυρη συναντάται επίσης και ως σαβουροπανήγυρη.

  1. - Πάμε για κανά ποτάκι;
    - Μπα, δεν παίζει. Θα μπλέξουμε στη σαυροπανήγυρη και δεν θα βρούμε ούτε τασάκι άδειο.

  2. - Έχεις παρατηρήσει πως μόνο σαυροτουρίστριες έρχονται σ' εμάς; Τι ξεπεσμός είναι αυτός ρε πστ!...
    - Εμ έτσι είναι. Στη Βιλαρίμπα μουνοπανήγυρη και στο Βιλαμπάχο σαυροπανήγυρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φάλτσος (είτε λόγω απειρίας είτε λόγω γηρατειών) ιεροψάλτης.

Ο βυζαντινοφωνίξ είναι ο ιεροψάλτης που σε ξυπνάει βάναυσα τις (πολύ) πρωινές ώρες της Κυριακής αν τύχει και μένεις κοντά σε εκκλησία, ή αν η τοπική εκκλησία διαθέτει και ευλογημένα εξωτερικά μεγάφωνα. Οι ήχοι του βυζαντινοφωνίξ είναι τόσο πλάγιοι που κοντεύουν να πέσουν κάτω, και στο άκουσμα τους ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ξυπνάει όχι για να πάρει την Πόλη, αλλά για να πάρει τον πούλο και να ζητήσει πολιτικό άσυλο ως έκπτωτος μονάρχης.

Η ονομασία βυζαντινοφωνίξ προέρχεται από τον Κακοφωνίξ, βασικό χαρακτήρα / σύμβολο της απανταχού φαλτσαδούρας και - σύμφωνα με κάποιος κύκλους - πρώτο αυθεντικό χεβιμεταλλά στην ιστορία της ένατης τέχνης. Οι ιστορικοί της τέχνης δεν έχουν ακόμη αποφανθεί για το ορθόν της άποψης.

  1. Με ξύπνησε ο γαμημένος ο βυζαντινοφωνίξ χτες το πρωί και του' συρα όχι απλά καντήλια, αλλά ολόκληρο μαγαζί εκκλησιαστικών ειδών... μα είναι πράγμα αυτό, από τις έξι το πρωί να ακούω τις άγιες γκαρίδες του;

  2. Ρε αυτός είναι τόσο βυζαντινοφωνίξ που ψέλνει και αναχαιτίζει τούρκικα μαχητικά πάνω απ' τα Τρίκαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερζάμπλουτος, ο καρακαπιτάλας, αυτός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του απλά ένα νησί, αλλά ολόκληρη την Πολυνησία και πάνω απ' όλα: δεν ντρέπεται καθόλου μα καθόλου να το δείξει.

Η ετυμολογία της λέξης δεν κάνει διαχωρισμό μεταξύ αυτών που έχουν γεννηθεί με το χρυσό κουτάλι στο στόμα, ή αυτών που αποκαλούνται κοινώς νεόπλουτοι. Το καπιταλόσκυλο είναι απλά ένας ακόμη φορέας του υπαρκτού καπιταλισμού, που δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα και δεν λογαριάζει και τίποτα προκειμένου να βγάλει κέρδος και να προωθήσει τα αγαθά του καπιταλισμού. Είναι ο βέρος νεοφιλελεύθερος, ή μάλλον η πιο καθαρή ράτσα νεοφιλελεύθερου που μπορεί να προκύψει. Είναι αυτός που θα σε δαγκώσει αν δει πως χάνει έστω και ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Και το χειρότερο απ' όλα (όπως τουλάχιστον φάνηκε από τα πρόσφατα διεθνή γεγονότα): είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στις φόλες...

ΦΑΤΕ ΤΑ ΚΑΠΙΤΑΛΟΣΚΥΛΑ! ΓΕΜΙΣΤΕ ΦΟΛΕΣ ΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του τηλε + γαβ (=υλακή κυνός).

Αφορά περιπτώσεις γραιιδίων ή μυστακοφόρων θείτσων, αίτινες μη έχουσαι οιανδήποτε επαφήν με την τρέχουσαν τεχνολογίαν (ως και ο υποφαινό), φωνασκούσιν (διά την ακρίβειαν γαβγίζουσιν) όποτε συνδιαλέγονται τηλεφωνικώς μετά τινός, εις υπεραστικήν και δή διεθνήν κλήσιν, διατηρούσαι απηρχαιωμένην άποψιν ότι δήθεν όσον δυνατωτέρα η φωνή, τοσούτω ευκρινέστερον το σήμα εις το άλλον άκρον του σύρματος.

Υφίσταται όμως και έτερος λόγος τηλεγαβγίσματος των γραιών-θείτσων: αυτός της υποτιθεμένης οικονομίας. Ήτοι, όταν ομιλεί πλησίον των, π.χ. ο επιζών σύζυγος μετά προσφιλούς συγγενούς, καλέσαντος εκτάκτως ινά ευχηθεί εις πολλά έτη, καλή Ανάσταση κλπ (βλ. τ' αγγονάκι, μοναχογυιός, ξενοπαντρεμένη θυγατέρα κλπ), ο οποίος ευρίσκεται αλλαχού εις την επικράτειαν ή εν αλλοδαπή, ταύται πηγνύουσιν τότε κάτι εκκωφαντικάς αγριοφωνάρας πλησίον του ακουστικού, παραλλήλως και ταυτοχρόνως προς τα τηλε-διαμειβόμενα, αλλά με εντελώς διάφορον περιεχόμενον, αποκλείουσαι κάθε δυνατήν επικοινωνίαν, διότι θεωρούσιν ότι, τοιουτοτρόπως, δεν «καίνε τηλέφωνο», αφού μ' ένα σμπάρο-δυο τρυγόνια...

Βεβαίως, η πρακτική του τηλεγαβγίσματος εκ μέρους των συμπαθών κατά τα λοιπά λαδικών, δικαιολογείται εν μέρει, δεδομένου ότι συχνάκις οφείλεται σε κώφωση ένεκα γήρατος ή και σε εδραίαν πεποίθησιν ότι αι τηλεφωνικαί γραμμαί λειτουργούσιν πλημμελώς, απηχούσα αλήστου μνήμης πλην πρόσφατον εποχήν, ότε εκαλούσεν τις, τον εις Πετράλωνα κατοικοεδρεύοντα αναδεξιμιόν του και συνεδέετο με Κάιρον, αι γραμμαί ήσαν φορτωμέναι ή έκαμναν παράσιτα ή βόμβους, το σήμα ήτο αχνόν, παρενεβάλλοντο υβρίζοντες και τρίτοι εις την στιχομυθίαν κλπ-κλπ (βλ. Χάρρυ Κλύνν: Γαμώ τον ΟΤΕ σας και γαμώ τις γραμμές σας!).

Να μην συγχέεται με το γκάρισμα των αγχωμένων επιτηδευματιών, που ομιλούσιν κάθιδροι καταμεσής του δρόμου ή εις τα μέσα μεταφοράς, εις το hands-free κινητόν των, διότι τούτοι συγχέονται (ευλόγως) μόνον με τους κατά μόνας ομιλούντας τρελούς. Όσον, δε, διακριτικώτερον το hands-free, τοσούτω δυσχερεστέρα η διαφοροποίησις!

(Παππούς): - Έλα Γιώργοοοο! Έλα, τι κάνεις; Κάνει κρύο στην Αυστρίαααα; Εμείς εδώ ανάψαμε το τζάκιιιι! –ταυτόχρονα– (Γιαγιά): Γιώργο μουουουου! Έχω φτιάσει και γκιούλμπασι που σ’ αρέσειειειειειει!
(Γιώργος): - Σταμάτα ρε γιαγιά το τηλεγάβ, δεν ακούω κανέναν απ’ τους δυο! Ένας-ένας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eκ των κιλότα και είλωτας δηλαδή σκλάβος του γυναικείου φύλου για να το πω ευγενικά μιας και είμαι νέα εις το site και δεν θα ήθελα να χρησιμοποιήσω εκφράσεις τύπου «μουνόδουλος», «md» κλπ.

Αλήθεια, συμπεριλαμβάνονται αυτά;

Καλό παιδί ο Τάκης αλλά είναι τέρμα κείλωτας δεν θα τα έφτιαχνα μαζί του με την καμία...

(από BuBis, 25/08/09)

Εφόσον συνεισφέρουν στον λεξικογραφικό πλούτο της σλανγκ, ασφαλώς και συμπεριλαμβάνονται. Βλέπε και Δον Κιλώτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση, προερχόμενη δηλονότι από το life-style και τον Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, τουπίκλην Στάλιν.

  1. Η κυρίως έννοια είναι το λαϊφστάιλ των σκληροπυρηνικών κουκουέδων, δηλαδή η απόλυτη αντίθεση στο καπιταλιστικό λαϊφστάιλ. Πρόκειται για το στυλ της Παπαρήγα της καλής, για ένα στυλ, όπου πρυτανεύει η απλυσιά, οι αξύριστες μασχάλες και, στις συντρόφισσες, φούστες τ. χριστιανόφουστα, γενικά όλα όσα μπορούν να εμπνεύσουν επαναστατική αλληλεγγύη και συντροφικότητα, αμέριστη αφοσίωση στον επαναστατικό αγώνα και σεξ απήλ μόνο για τεκνοποίηση των μελλοντικών μελών του κόμματος (trivia: sex στα λατινικά σημαίνει κόμμα). Επίσης, παντελή αδιαφορία για παρακμιακά φαινόμενα, όπως image-making, debates κ.ο.κ.

  2. Η παραπάνω είναι η ορθόδοξη έννοια. Με την ευρεία έννοια ο όρος μπορεί να χαρακτηρίσει το λαϊφστάιλ κάθε αριστερίζοντος, έτσι όπως περιγράφεται γλαφυρά σε λήμματα του athens as it really is, του Χαλικούτη, του Ιησού κ.ά. Λ.χ. πρόκειται για το λατέρνατιβ στυλ ενός νεανία αλτερνιού, που δεν έχει απαραίτητα ασχημindie, αλλά μπορεί και να έχει ομορφindie. Περιλαμβάνει οπωσδηπότουσλυ διακοπές στην Ίφκινθο και μαγείρεμα με το αλάτι από την μπαρικάδα Ιφκίνθου, χαϊμαλιά, τζιβομπίχλες, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Με ευρύτατη καθόλου ορθόδοξη έννοια μπορεί να δηλώσει και το λάιφσταϊλ συνασπισμένου νεανία με μπόλικη τσίπρα μέσα του, κουκουλοφλώρου ή και το στυλ της διαδήλωσης.

  3. Τέλος, μπορεί καταχρηστικά να χρησιμοποιηθεί και για το ψαγμένο λαϊφστάιλ ψαγμένου αριστεροκράτη Μαρξ εντ Σπένσερ, που στην ιδανική αισθητική περίπτωση μπορεί να αποτελεί το αντίστοιχο του ναζιάρη στο έτερο άκρο του πολιτικού φάσματος (άλλωστε τα άκρα συμπίπτουν). Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι εστέτ Luchino Visconti, Heiner Muller και πολλοί άλλοι.

Ασίστ: Vrastaman.

«Από την εποχή του Λωτ μέχρι την εποχή του Λόττο το λαϊφστάιλ παίζει σημαντικό ρόλο στο πλασάρισμα των πολιτικών αρχηγών εκτός από την περίπτωση της συντρόφισσας της Αλέκας όπου σε αυτή την περίπτωση διαφοροποιείται κάπως και γέρνει προς το λαϊφστάλιν με τα δολοφονικά πατρόν της Ιωσηφίνας της δολοφονικής λούγκρας του βορρά με το παχύ μουστάκι». (Τζίμης Πανούσης, Δούρειος Ήχος, 1/6/09).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το slang.gr. Για την συντομία του πράματος, ενοποιούνται και εξελληνίζονται τα δύο αυτά στοιχεία της διεύθυνσης. Όλως τυχαίως, το -γκρ στο τέλος παραπέμπει και στο μικυμάου επιφώνημα Γκρρρρρρ... που σημαίνει θυμό ή / και γκρίνια.

(Και τώρα κάποιος να βάλει τα λυνξ, είναι μόνο 37...)

Ρε μωρό μου, ξεκόλλα επιτέλους από το ινdερνέτ, πάλι με το σλανγκρ έχεις πιάσει νταραβέρια; Πάλι δεν θα βγούμε απόψε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ιντερνετικά φόρα και τσατ ρουμς σημαίνει «καταλαβαίνω την διαφωτιστική τοποθέτησή σου πάνω στο θέμα που συζητούμε κι εκτιμώ πολύ τη συνεισφορά σου στη συζήτηση, ωστόσο με λύπη μου πρέπει να αποχωρήσω λόγω έλλειψης χρόνου.»

Η τυχαία σειρά γραμμάτων που δημιουργεί εξαρχής μια αρνητική-εχθρική οπτική εντύπωση, έρχεται σαν απάντηση στις σούπερ κωδικοποιήσεις, αυθαίρετες συντομογραφίες, ad hoc συμβολισμούς κ.τ.ο. που αφθονούν στα τσατ ρουμς. Εν ολίγοις, αντί να μπούμε στον κόπο να σκεφτούμε τί θέλει να πει ο κάθε βαριεστημένος σπάστης, που αντί να γράψει «The party 's for you, be there» γράφει «da partiez 4 u, b there», του κοζάρουμε ένα σδγεξρ, περνιόμαστε για ειδήμονες του τσατικού λόγου και τον αφήνουμε να ψάχνεται για το τί θέλουμε να πούμε εμείς.

newb2342: da partiez @ 4, b there!!1 lolz3r: κμζξηδγσ!!!!11

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέθοδος «γραψίματος» των λεγομένων ενός τρίτου, cheap + bookmark.

— Γιάννη με άκουγες τόση ώρα ή τσιμπούκμαρκ; (κλασσική κρεβατοζμπαζμπουτσιά)
— Ναι αμίιι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων DVD και νταηλίκι και χαρακτηρίζει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του επί άλλου ατόμου, προς θέαση συγκεκριμένων DVD της αρεσκείας του ιδίου και χωρίς να λογαριάζει τη διάθεση ή τις προτιμήσεις του άλλου.

(Καυλαγόρας προς Λάουρα με caps lock φωνή)
- Όχι, δεν έχω δει το «Fuck and the Village». Είμαι σίγουρος ότι έχει φανταστικό σενάριο, υπέροχο καστ, αλλά δεν προτίθεμαι να δω και τα 60 επεισόδια. Το ντιβινταηλίκι να το πουλήσεις αλλού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified