Further tags

Η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπινου είδους, που κάποιοι λένε ότι ξεπερνάει και το τροχό.

Το ακουμπιστήρι, όπως λέει και το όνομά του, είναι οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να ακουμπάς πράγματα που σου απασχολούν τα πολυάσχολά σου χέρια. Μπορεί να είναι είτε κάτι κατασκευασμένο για αυτό το σκοπό –π.χ. ένα τραπεζάκι, μια εταζέρα, η θήκη για το ποτήρι στο αυτοκίνητο– είτε μια πατέντα –γυρισμένο καφάσι ανάποδα που εφαρμόζουν στις τρύπες του και τα ποτηράκια, χαμός σας λέω!– είτε κάποιο αρκετά οικείο σας πρόσωπο ( βλ. κομοδινοκούνελο). Κρίνεται απαραίτητα για οποιαδήποτε βαριά χειρωνακτική δουλειά, όπως είναι το άραγμα με μπύρες, τη χαρτοκοπτική –κόλλημα σε εξωτερικούς χώρους και άλλα πολύ κουραστικά πράγματα.

Τα ακουμπιστήρια είναι υπερπολύτιμα σε σκοτεινούς ή / και σε υπαίθριους χώρους, αναλογιστείτε απλώς πόσες φορές χάσατε κάτι σε παραλία επειδή το αφήσατε χάμου και το έφαγε η μαρμάγκα. Τώρα όμως ξέρετε και θα αναζητήσετε την επόμενη φορά ένα καλό ακουμπιστήρι!

( βλ. βίδεα και φωτό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(και θαλασόγκαβλος και θαλασόγκαυλος και θαλασσόκαυλος)

Ουσιαστικό από τα θάλασσα + (γ)κάβλα ή καύλα, που αναφέρεται σε άτομο που εμφανίζει ακατάσχετη προσκόλληση με το υγρό στοιχείο. Η έννοια της λέξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πατέρα της ψυχολογίας τον Φρόυντ και την εμμονή του στο υγρό στοιχείο. Εξ ου και η ικανοποίηση των λουόμενων κατά τη διάρκεια της διακόρευσης των κυμάτων.

- Πόση ώρα είναι μέσα ο άλλος;μΛες να πνίγηκε;
- Όχι ρε συ, μην ανησυχείς... Αφού σου το 'χω ξαναπεί... είναι μεγάλος θαλασσόκαβλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιόπουστα, που κατά την πεολειχία δαγκώνει το πέος του άλλου.

Οφείλεται σε διαφόρους λόγους και να μερικοί:

  • Kαύλα.
  • Ανωμαλία στην άνω, ή κάτω γνάθο.
  • Μειωμένη αντίληψη τις σκληρότητας του προς θηλασμού πέους, συνήθως λόγω χρήσεως ναρκωτικών ουσιών.
  • Κόμπλεξ κατωτερότητας («γιατί αυτουνού του σηκώνεται και ουχί εμού, θα του τον ματώσω»).

    Βεβαίως υπάρχουν και πολύ άλλοι λόγοι, αλλά μου διαφεύγουν, λόγω υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας.

Αχ και ματα αχ και βαχ και τί ωραία που το κανειιιςςς ΚΡΑΑΚ Α Α Α Α ΧΧΧΧ τί κάνεις ρε συ εκεί;! Μου το μάτωσες ρεεε!!! Παλιο οδοντόπουστα...
(...και ακολουθούν τα απαραίτητα σφαλιαρίδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέντρο που χρησιμοποιείται για το πέταμα της τσίχλας (αυτής που μασάμε, όχι του πτηνού). Δηλαδή, αντί να πετάξεις κάπου την τσίχλα σου, την κολλάς πάνω στο δέντρο. Στην Κηφισιά υπάρχουν πολλά τέτοια, όπως και αλλού. Μέσα από το μακροχρόνιο κολάζ τσιχλών διαφορετικών χρωμάτων, τα τσιχλόδεντρα θυμίζουν ένα μεταμοντέρνο γλυπτό.

Πέτα την τσίχλα σου ντε, είσαι σαν bimbo. Ορίστε να ένα τσιχλόδεντρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσαφέρνης, είναι ένα από τα πλέον αγαπητά πρόσωπα στη σημερινή Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Μεταπολεμική Ιστορία της Πατρίδας μας, είναι εκείνος που περιμένουμε να εμφανιστεί, με τη μεγαλύτερη –συγκριτικά– από μέρους μας ανυπομονησία. Η λαχτάρα μας να τον δούμε, ξεπερνάει ακόμα και την προσμονή του λαού για την επιστροφή του «Μεσσία» Καραμανλή (του κανονικού) από τη Γαλλία, την περίοδο της μεταπολίτευσης! Κι αυτό γιατί ο πιτσαφέρνης είναι ο μόνος που εγγυημένα μπορεί να χορτάσει την πείνα μας.

Είναι το παιδί που μας παραδίδει στο σπίτι το φαγητό που παραγγέλνουμε (πίτσες, σουβλάκια, κινέζικο κ.λπ.) από τα διάφορα φαγάδικα. Ανεξάρτητα από το τι είδους φαγητό έχουμε παραγγείλει, η ονομασία του «κομιστή» παραμένει η ίδια.

Προφανώς, είναι παράγωγο του συνδυασμού των λέξεων «πίτσα» και «φέρνει», και σαν αποτέλεσμα κρίνεται σαφώς πιο εύηχο έναντι των «σουβλακοφέρνης», «κινεζικοφέρνης» κ.ο.κ.

Συνώνυμο: ντελιβεράς

Ντιν-νταααααν! (ήχος κουδουνιού)
- Αγάπηηηη, το κουδούνι! Πας ν' ανοίξεις Μπουμπούκο μου;
- Πάω Κολοκυθάκι μου. Ο πιτσαφέρνης θα είναι επιτέλους... Μέχρι να πληρώσω δε βγάζεις τις κοκακόλες απ' το ψυγείο; Ά! Πού 'σαι; Πιάσε και καμιά χαρτοπετσέτα!

Δες ακόμη: πιτσαράς, πιτσαφέρτας, πιτσοπαίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μέγα μιζερομίζερο τσιφούτη Ebenezer Scroodge του Ντίκενς (Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι) και κυρίως αργότερα από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντίσνεϋ, μας έμεινε να αποκαλούμε Σκρουτζ κάθε τσιγκούνη και σφιχτό με τα λεφτά άνθρωπο.

Σκρουτζιές, λοιπόν, είναι οι μικρο-λογαριασμοί, οι λογαριασμοί επιπέδου κουμπαρά και όχι οι μεγάλοι οικονομικοί υπολογισμοί (εφορεία, δάνεια και τέτοια). Σκρουτζιές κάνουμε όταν βάζουμε κάτω τα μικρο-οικονομικά μας, π.χ. τα έσοδα του μήνα που θα γίνουν έξοδα, τα μικροχρέη του ενός προς τον άλλον, του καθενός μας προς ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα κλπκλπ, οι λογαριασμοί δηλαδή που κάνουν τους καλούς φίλους / συνεργάτες / ζευγάρι / αδέλφια / συγκατοίκους κλπ και που, αν δεν γίνουν σωστά ή στην ώρα τους, αποτελούν μέγα θέμα για καυγά και γκρίνια.

Μωρό μου πληρώθηκα σήμερα, έλα να κάνουμε σκρουτζιές να δούμε τι έχουμε και τι θα μας μείνει...

(από Dirty Talking, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάνναβης είναι ο μανάβης που μεταξύ των άλλων ζαρζαβατικών, πουλάει και κάνναβη. Εκ των μανάβης και κάνναβη.

- Καλά, ε;! Ο Μάνναβης που βρίσκεται στην πλατεία, έχει συνέχεια «φρέσκο πράμα»!!!

Πουλάει και τέτοιες κονσέρβες (από Vrastaman, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θλιβερά χοντρός τύπος, ο μαν που κατεβάζει μια Πίτσα Χατ για πλάκα (όταν λέμε Πίτσα Χατ, εννοούμε το μαγαζί ολόκληρο).

-Χαλάρωσε ρε Τάσο, 10 μπριζόλες μονοκοπανιά έχεις κατεβάσει από το πρωί, big smoke θα γίνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ισχυρό σοκ, ενίοτε και το αναπάντεχο σοκ.

Σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται από τις λέξεις, πρωκτός και σοκ και η οποία αποτελεί την σύντμηση των δύο παραπάνω λέξεων.

Τις προάλλες που έβλεπα ειδήσεις, έπαθα πρωκτοσόκ από την ανακρίβεια του ρεπορτάζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aμάλγαμα ρεμπεσκέ και Montesquieu. Δηλαδή ένας ρεμπεσκές με γαλλική εσάνς, που είναι oisif κι έτσι άμα λάχει να 'ούμ.

Ο ρεμπεσκές είναι ο αργόσχολος, ο αλήτης, το άτομο χωρίς διάθεση για εργασία, ο ρέμπελος, ο αχαΐρευτος, ο ανεπρόκοπος. Κατά τον Μπάμπη είναι αγνώστου ετύμου, αλλά μέχρι να τοποθετηθεί το Πονηρόσκυλο, ποτέ δεν ξέρεις.

Από την άλλη, ο Charles-Louis de Secondat, baron de La Brède et de Montesquieu ήτο ένας από τους Διαφωτιστές, les philosophes, ο πιο αριστεροκράτης απ' όλους, έμεινε στην Ιστορία για την διάκριση των τριών εξουσιών -την οποία όμως είχε ήδη κάνει ο Αριστοτέλης- και για το έργο «Περσικές Επιστολές». Γενικά οι Γάλλοι έχουν λίγο την τεμπελιά, είναι αργόστροφοι, δεν έχουν το αγγλοσαξονικό μοντέλο, οπότε ταιριάζει το rebesquieu, αν και, εκτός από το ΔΠ όπου το έβαλε ο the inq, δεν το έχω ακούσει αλλού. Τέσπα είναι και 14 juillet και είναι ωραία ευκαιρία να γιορτάσω τα 220 χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και τα 800 μου λήμματα.

- Le type n'entend pas le Christ, il est complètement Diderot!

Ceci n\'est pas rebesquieu! (από Dirty Talking, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified