Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.

Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ετυμολογικά, αυτός που σπάει την παρθενιά μίας κοπέλας ή τα αρχίδια ενός τυπά...

Με μεταφορική έννοια, ο κουραστικός τύπος που, με αυτά που λέει ή με τις παπαριές που κάνει, εκνευρίζει τους άλλους σε βαθμό κατά γράμμα σπασίματος...

Συνώνυμο: σπασαρχίδης, o

- Ρε συ αυτός ο Μιχάλης τι σπάστης που είναι ρε τύπε όλο παπαριές το παλικάρι!!
- Όχι μόνο σπάστης, σπασαρχίδης επιστήμονας είναι ο βλάκας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αλλά όχι με την καλή έννοια. Ο χλιμίτζουρας, ο μουνίκακας, ο τρομπομαρίνας.

Εκ του τρομπάρω.

- Ποιος μαλάκας, ποιος παλιομαλάκας, ποιος τρόμπας του Υπουργείου Οικονομικών σκέφτηκε να βάλει 13% ΦΠΑ στην γλυκιά μπουγάτσα, και 23% στην αλμυρή...
(Νίκος Χατζηνικολάου, εδώ)

- ΠΟΣΟ ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΠΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ;
(εκεί)

Φωτορεαλιστική απεικόνιση (από Vrastaman, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες χρήσεις του χατζηπαπάρα:

- Γειά σου ρε μπούλη Νικολάκη Χατζηπαπάρα που το παίζεις και εργοδότης...
(εδώ)

- δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η μεγάλη συναυλία που δίνει κάθε χρόνο ο ποιοτικός τραγουδιστής - ίνδαλμα της νεολαίας του νηπιαγωγείου, Μιχάλης Χατζηπαπάρας, στην Κουναβούπολη σήμερα το βράδυ κάτω από την ευγενική χορηγία της cosmote με την οποία έχουν ταυτιστεί χιλιάδες κοριτσάκια, καθώς βρίσκονται στα σύννεφα ψηλά με ένα cosmote τηλέφωνο αγκαλιά.
(εκεί)

- Διονύσης Σαββόπουλος. Πιο πολύ ΠΑΣΟΚ από τον Χατζηπαπάρα! Ανταμείψτε τον…
(χατζηπαπαραπέρα)

(από Vrastaman, 01/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χτυπάει γκόμενες κατά συρροή, που αλλάζει τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, ο Καζανόβας, ο Δον Μήτσος Κιλώτης, ο Τζέμης Μποντ τ. fuck and let die, ο φαρμακοψώλης, ο σκοτώνω. Γενικά το τελικό συστατικό -φονιάς προσδίδει σεξιστικώς ένα είδος ανδρισμού, γιατί άντρας που δεν είναι γκαζοφονιάς, ρακοφονιάς, ή, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε, και μπαζοφονιάς, δεν είναι άντρας. Σημειωτέον ότι στο -φονιάς μπορεί να υπάρχει και μια ελαφρά μειωτική χροιά, λ.χ. ο γκαζοφονιάς να είναι αυτός που πατάει γκάζι σαν ούγκανος εις βάρος της πχοιότητας της οδήγησης, έτσι κι ο γκομενοφονιάς μπορεί να είναι και -φονιάς ως σαβουρογάμης ό,τι κάτσει ή ως κάποιος που χάνει ευκαιρίες για πχοιοτικές σχέσεις μέσα στη φούρια του. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά ψυχανάλατα για τη σχέση σεξ και θανάτου, τόσο της ερωμένης, όσο και του ερώντος, αλλά προτιμώ να δώσω τον λόγο στα παραδείγματα.

  1. Ντανιέλος ο Γκομενοφονιάς. Επειδή σήμερα, εκεί που έψαχνα καμιά καλή φωτογραφία να σχολιάσω, με έπιασε μία απίστευτη πρεμούρα και σιχαμάρα με όλα τα πλαστικά βυζιά στον κόσμο της σόου βυζ (ο προσωπικός μου κρυπτονίτης), θέλω να δούμε ένα κλασικό αγόρι για να ευθυμήσουμε. [...] [Πιο χαμηλά]24. Ααααχ Όλγιες Κιρουλένκες που μας ματσαλάτε όλα τα καλά πουλιά... Στωναγμός. [...] Γιατί το πίνω το Μαρτίνι (Rosa Eske-me-nazy remix). Εις υγείαν και καλό σαββατοκύριακο. Labels: Daniel Craig, γκομενάκι, λιγούρες, ταινίες, φουσκοδεντριές. (Εδώ).
  2. Μόνο δύο εξαιρέσεις υπήρχαν. Η πρώτη ήταν ο Μιχάλης, γνωστός και σαν "Ραλίστας" ή "Αετονύχης" ή "Γκομενοφονιάς" ή "Ο ψηλός με τη Γιαμάχα" ή "Ε.Π.Μ.Κ.Α.Χ (Επίσημος Προμηθευτής μαύρου Και Άλλων χόρτων"), ο οποίος είχε πάρει απόφαση ότι δεν πρόκειται να γράψει πάνω από τρία και άρα δεν είχε κανένα άγχος. (Εδώ).

Ο Ντανιέλος ο Ουκρανιδοφονιάς του πρώτου παραδείγματος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified