Αποκαλείται έτσι συνήθως το υπαίθριο ανθοπωλείο, αλλά, κατ' επέκταση, και το ανθοπωλείο εν γένει.
Τα λουλουδάδικα της Βουλής στολίζουν ξανά την Αθήνα. (Εδώ).
Αποκαλείται έτσι συνήθως το υπαίθριο ανθοπωλείο, αλλά, κατ' επέκταση, και το ανθοπωλείο εν γένει.
Τα λουλουδάδικα της Βουλής στολίζουν ξανά την Αθήνα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες: Τα καταστήματα που προσφέρουν απλό μασάζ. Και αυτά που προσφέρουν γαμασάζ ή είναι φραπεδάδικα ή τσιμπουκάδικα.
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που ειδικεύεται στους μεζέδες. Ετυμολογία: τουρκική meze < περσική مزه (mæˈze).
Πάμε στο Παγκράτι σε κανένα μουσικό μεζεδάδικο να μερακλώσουμε!
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς το κωλόμπαρο.
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης που επικεντρώνει σε μεζέδες που πίνει κανείς με ρακόμελο, συνήθως έχει και εντεχνιάρικη μουσική και έθνικ αναρχοαριστερά στοιχεία.
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα που πουλάει δίσκους μουσικής.
Μοναξιά, λοιπόν. Η μοναξιά του να διαφέρεις – απόλυτα καθολική, δεδομένου ότι, στ’ αλήθεια, διαφέρουμε όλοι μας. Η μοναξιά του να μην είσαι πάντα ή πια αρεστός σε εκείνους που κάποτε ένιωθαν ότι τραγουδούσες για εκείνους. Η μοναξιά του να μην είσαι αρεστός στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν μας τα είπε, άραγε, όλα όταν εξομολογήθηκε; «Μες στα δισκάδικα όταν βρίσκω / πελάτες άγνωστους ν’ ακούν δικό μου δίσκο, νιώθω μυστήρια ταραχή και φεύγω αμέσως από κει».΄Είναι δυνατόν, σκέφτομαι; Και όμως το λέει: «Δεν τα υποφέρω τα τραγούδια μου, και προπαντός όταν μου μοιάζουν / όλα εκείνα π’ αγαπώ είν’ αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν». Και κάπως έτσι αισθανόμαστε όλοι σαν κοριτσάκια «που ’χουνε σύρματα στα δόντια ή σπυράκια»: «Αν δε σας φαίνεται μελό, τον εαυτό μου αντιπαθώ […] Μα μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, κι απ’ τ’ ανοιχτό λεωφορείο μου φαίνεστε όλοι / τόσο γλυκούτσικοι κι αχνoί στη θερινή σας τη στολή». (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Το κατάστημα εστίασης όπου το κύριο έδεσμα είναι ο γύρος.
Μετά τις έντεκα το βράδυ δεν βρίσκεις κανένα εστιατόριο ανοικτό στο Άαχεν, μόνο κάνα γυράδικο, αν έχει κάνας Τούρκος.
Got a better definition? Add it!
Το φροντιστήριο που γίνονται μαθήματα σε γκρουπ.
Οι γονείς του δεν είχαν λεφτά για ιδιαίτερα, οπότε πήγε σε γκρουπάδικο.
Got a better definition? Add it!
Το μαγαζί με φλιπεράκια, δηλαδή ηλεκτρομηχανικά παιχνίδια, όπου ο παίκτης, χειριζόμενος κάποιους μοχλούς, προσπαθεί να κατευθύνει μια μπαλίτσα ανάμεσα από κάποια εμπόδια και προς ορισμένους στόχους.
Got a better definition? Add it!