Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Αυτός που ξέρει ή κάνει ότι ξέρει σωστά Ελληνικά.
- Στο «μυστικό», το «μυ-» πώς γράφεται;
- Με ύψιλον.
- Μπαμπινιώτη μου εσύ!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει πολλές ελιές στο πρόσωπο.
- Ήταν μπροστά στην ουρά μαλάκα μια γκόμενα με απίστευτο κώλο, αλλά μόλις γύρισε, ξενέρωσα... Tίγκα στις θρούμπες, ίδιος Σημίτης!
Got a better definition? Add it!
Στην πραγματικότητα είναι το όνομα μελλοντολόγου που δουλεύει σε τοπικό κανάλι της Πελοποννήσου. Γενικότερα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι σίγουρος για το τι θα γίνει, σαν να είναι μέντιουμ.
- Θα γράψω 14,500 και θα περάσω στην Κομοτηνή. Σπίτι θα βρω απέναντι από την κεντρική πλατεία στάνταρ.
- Σιγά ρε χορταρέα... Μην είσαι τόσο σίγουρος για όλα.
Got a better definition? Add it!
Ο τάχας / ο μονίμως παριστάνων κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Από το αγγλικό pretender.
- Δεν τον γαμάς τον πρετεντέρη! Την είδε πλούσιος...
Από το αγγλικό pretender (=αυτός που προσποιείται), το οποίο στα ελληνικά ταυτίζεται απόλυτα με το επώνυμο γλοιώδους δημοσιογράφου...
Got a better definition? Add it!
Αυτός που του ρίχνουν σφαλιάρες. Ο σφαλιαροεισπράκτορας. Έκφραση εμνευσμένη από τον αγαπημένο κωμικό των παλιών ελληνικών ταινιών Αλέκο Τζανετάκο.
- Πέταξε μια βλακεία και τον κάνανε τζανετάκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση-φόρος τιμής στον γνωστό ποδοσφαιριστή. Χαρακτηρίζει τις κοπέλες οι οποίες είναι εμφανίσιμες αλλά συνήθως είναι βαμμένες σαν κλόουν και ντυμένες λες και πάνε στην «κλινική live». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να τραβήξουν τα ανδρικά βλέμματα περπατώντας συνεχώς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, οριζιντίως-καθέτως, κάνοντας δηλαδή πολλά χιλιόμετρα. Ο δικός τους αγωνιστικός χώρος είναι πανεπιστημιακοί χώροι και κυρίως τα αναγνωστήρια όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία και ο χτύπος των τακουνιών τους ταράζει τα λιμνάζοντα νερά.
-Πωωωω ρε Μπάμπη τι μωρό είναι αυτό;
(2 λεπτά μετά)
-Ρε Μπάμπη η κουκλάρα ξαναπέρασε. κοίτα!
(2 λεπτά μετά)
-Μπάμπη Μπάμπη, πάλι πάλι!
(2 λεπτά μετά)
(Μπάμπης):
Ξέρω ρε μαλάκα, τον είδα τον Καραγκούνη, με τόσα χιλιόμετρα που 'χει κάνει, σκάσε και διάβαζε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.
Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.
Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.
Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...
Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.
-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φόρος τιμής στον πιο πλούσιο Έλληνα που γνώρισε ποτέ η χώρα, και είναι πια συνώνυμο του υπερβολικά μεγάλου πλούτου και της χλιδής.
Ποιος νομίζει ότι είναι; Κερδισε μερικά λεφτά στο καζίνο και το παίζει Ωνάσης! Αγόρασε ενα πανάκριβο αμάξι και καπνίζει πούρο, αλλα πάλι με ενοίκιο μένει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετσι λέμε χαϊδευτικά τη γάτα, φόρος τιμής στη διάσημη Ψιψινέλ από τα κινούμενα σχέδια Στρουμφάκια.
Επίσης το χρησιμοποιούμε και για τη ναζιάρα γυναίκα.
Τι ωραία ψιψινέλ είναι αυτή! Μπορώ να τη χαϊδέψω ή γρατζουνάει;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified