Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ακατάσχετη, την μανιακή και χωρίς οίκτο αντιγραφή κυρίως σε διαγωνισμό μαθημάτων, αλλά και σε επαγγελματικές εργασίες, σε έργα τέχνης, στην τεχνολογία κ.α., χωρίς απαραίτητα να έχει αρνητική έννοια.

Αν και παραπέμπει στο γνωστό κοπίδι (εργαλείο με κοφτερή λάμα-λεπίδα όμοια με ξυράφι), προέρχεται από την αγγλική λέξη copy που, εκτός των άλλων, σημαίνει και αντιγράφω.

Το κοπύδι είναι ο υπερθετικός βαθμός της αντιγραφής όπως είναι το κλανίδι για την κλανιά, το βρισίδι για τη βρισιά κλπ.

  1. (εν έτει 1994)
    - Μεγάλη μέρα η αυριανή!
    - Ναι, το ξέρω, είναι το θερινό ηλιοστάσιο.
    - Εννοώ ότι αύριο θα γράψουμε ιστορία...
    - Έεερεε κοπύδι που θα πέσει!
    - Όχι στο σχολείο ρε βλάκα! Θα γράψουμε ιστορία σαν έθνος, αύριο η εθνική Ελλάδος θα παίξει με την Αργεντινή τον πρώτο της αγώνα σε παγκόσμιο κύπελλο!!

  2. - Λοιπόν, τι λέτε κ. Τεπενδρή; Θα έρθετε μαζί μας στο Σούνιο;
    - Ξέρετε...
    - Α! Δε θέλω δικαιολογίες σήμερα! Είναι τόσο όμορφη η μέρα έξω...
    - Αχ! Το ξέρω αλλά έχω να κάνω κοπύδι στα σχέδια του Χατζηαναγνώστου για το εργοστάσιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που προέρχεται απο το συνδυασμό των λέξεων τρόμπας + ρόμποκοπ.

Δηλώνει τον υπέρτατο βαθμό ηλιθιότητας και μαλακίας (βλ. και τρομπάρω). Συχνά υποψήφιος για το πολυπόθητο βραβείο Τρόμπελ.

  1. - Πήγε κι έπεσε μέσα στην πισίνα ο μαλάκας..
    - Ναι, και;
    - Ήταν άδεια..
    - Ρέ τον τρόμποκοπ

  2. (σε φανάρι πολυσύχναστου δρόμου)
    - Ρε τρόμποκοπ ξεκίνα επιτέλους! άναψε πράσινο εδώ και δύο λεπτά!

"THIS IS A PICTURE OF ROBOCOP ON A UNICORN. YOUR ARGUMENT IS INVALID." (από patsis, 06/08/11)(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουδέτερο) Το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.

Συνδυασμός του «ρεζουμέ» με το «ζουμί».

Παραγωγή: ρεζουμίζω - αορ. ρεζούμισα μια γριά χανούμισα, ενώ σε ορισμένες αργκοπεριοχές συναντάς ενίοτε το ρεζουμάρω - αορ. ρεζούμαρα τα παλιά τα φούμαρα.

Το ρεζουμί της υπόθεσης με το ΔουΝουΤου είναι: «Δίνε Του» (και με τις δύο υφολογικές σημασίες δηλ. «Δίνε Του εξωαποδώ» και «Δίνε Του, Δίνε Του Δίνε Του μέχρι να σκάσει το βλαμμένο»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναλαμβάνων την «καλλιτεχνική λάντζα» ενός κέντρου διασκέδασης, ο (κ/χ)αλλιτέχνης δηλαδή που γεμίζει το πρόγραμμα με κάτι πρόχειρο και εύπεπτο μέχρι να βγει στη σκηνή μια από τις φίρμες. Λογοπαίγνιο μεταξύ των λέξεων Highlander και της «λάντζας».

«...Αυτήν τη στιγμή εμφανίζομαι ως Χαϊλάντζερ σε ένα μπαρ της πόλης, για περιορισμένο αριθμό εμφανίσεων -Παρασκευή και Σάββατο- αλλά δεν με πτοεί τίποτα, γιατί ακόμα και η λάντζα αποτελεί σημείο έμπνευσης για τον Μπάμπη...»

Από συνέντευξη του Μπάμπη Μπατμανίδη στην iefimerida

Μπατμανίδης (από the_inq, 25/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρωτεΐνη του τρίτου κύκλου του Κρεμπς, της ανοσιοδιασταλτικής γονιδιακής φωσφατίνης, της οικογένειας των φεϊσμπουκιδών.

Εμφανίζεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης είτε με απλή ενεργητική μορφή, είτε στην βαρύτερη αυτοάνοση και αυτοπαθή. Πρόκειται για την ανάγκη κάποιου να βγάζει στη φόρα τα σώψυχα, τα σώβρακα και τα γκαγκά του προς άγραν μερικών like, να δημοσιεύει hoaxes τόσο προφανή όπως «Σοκ, δείτε τον άνθρωπο που έφαγε 2.5 κιλά φασολάδα βραστερή και δεν έκλασε» ή «chain messages» σαν το κλασικό «στα 12 shares που θα γίνουν απ το δικό σου μεγαλώνει ο παργαλάτσος σου 12micron».

Η δράση της είναι άμεση, καταπραϋντική και αντιγηραντική. Εκλύεται ακόμη με δημοσίευση τραγουδιών με άποψη και σπάνιων, που κανείς δεν ξέρει όπως το «nothing else matters», «losing my religion» αν πρόκειται για ξαναμμένο ροκά ή τη «συννεφιασμένη κυριακή» αν είναι λαϊκό παιδί. Από κάτω βάζει πρώτος το like παίρνοντας την ημερήσια συνιστώμενη δόση του. Αυτή είναι και η βαριά μορφή της μεταλλαγμένης likeίνης, εφάμιλλη του αυνανισμού μπροστά σε καθρέφτη με φαντασίωση φτασμένου γαμιάς.

Ρε μαλάκα θα τη μπλοκάρω την Τασούλα απ το φουμπου, έβγαλε φωτό την πρώτη ματωμένη σερβιέτα της, τζάνκι για likeίνη έχει καταντήσει.

(από Khan, 28/11/13)(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκούμαι με τη μέθοδο πιλάτες.

Για όσους δεν ξέρουν —τύποι που δέν συναναστρέφονται θήλεα νέας κοπής για παράδειγμα—, πιλάτες είναι τύπος γυμναστικής πολύ της μοδός τελευταία. Σύμφωνα με την αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια, αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον φρίτση Γιόζεφ Χουμπέρτους Πιλάτες (ενμέρει ελληνικής καταγωγής), και εστιάζει στην αναπνοή, τη σπονδυλική στήλη και τους μύες που βοηθούν στην ισορροπία του σώματος.

Το ρήμα πιλατεύω, που σημαίνει παραδοσιακά «ταλαιπωρώ», «παιδεύω», ετυμολογείται μάλλον από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ο Κοραής πιθανολογεί και την καταγωγή από το αρχαίο πιλέω, που σημαίνει «θλίβω».

– Τί έχεις βρε Φιφίτσα; Γιατί μου κλαίς;
– Άσε βρε Φωφάκι μου, ο Φίφης μου δέ με θέλει πιά!...
– Μα γιατί βρε γλυκιά μου;
– Γιατι δέν τον ικ- ικανοποιώωωω... μπού χού χού...
– Μα τί 'ν' αυτά που λές βρε χαζό;
– Ναί Φώφη μου, ναί... Μου λέει χθές, οτι δέν του κ- κάνω λέει πιά, γι'- γι' ασκήσεις εδάφ- φους... Δέν είμαι λ- λέει, αρκετά ευ- βλύγιστη... μπού χούου... Έχει άλληηηηη!... Μπού χού χούουουουου... Είμαι σ- σίγουρη, έχ- χει άλληηηη!...
– Έλα βρε κουτό, που έχει άλλη! Μή λές κουταμάρες. Αυτό ειναι όλο, η ευλυγισία; Άκου να δείς. Έχω μιά φίλη μου —την Κίτσα, τη θυμάσαι;— παλιά χορεύτρια, πήγε στην αγγλία τρία χρόνια, έκανε μεταπτυχιακά στη γυμναστική, έγινε σπουδαία!... Τώρα που λές, αυτή άνοιξε γυμναστήριο στο κέντρο και κάνει πιλάτες!... Εκεί πάω κι' εγώ, έλα να πηγαίνουμε παρέα.
– Κ- και τί να μου κάνουν εμένα οι π- πιλάτες;...
– Τί να σου κάνουν;... Ευλυγισία δε θές; Δύο μήνες Φιφή μου, δυό μήνες! Πιλατέψου για δυό μήνες, και θα δεί μετά ο κύριος Φίφης. Που τέτοιο λάστιχο θα γίνεις, που θα σ' έχει πισωκωλομπρούμυτα και θα του χαϊδεύεις τα αφτιά με τις πατούσες... Ξέρεις, εκεί που του σηκώνεται...
– ...
– ...
– Πού ξέρεις εσύ βρε Φώφη πώς του σηκώνεται του Φίφη μου;...

Δες και σπάζομαι. Επίσης χριστιανοσλάνγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος πέρα από την πρωταρχική σημασία του που αναφέρεται στο φατσοβιβλίο, μπορεί εύλογα να σλανγκιστεί και ως επιτατικό συνώνυμο του μπουκάκι.

Στα αμερικλάνικα Facebukkake σημαίνει τον καταιγισμό ντιριντάχτα ιδεών, ή υπερβολικά ναρκισσιστικών φωτογραφιών, δίκην μαζικής εκσπερμάτισης/ μαλακίας μέσω του Facebook. Μία από τις επιμέρους μορφές Facebukkake είναι όταν, αφού χωρίσεις, «λούζεις» τον μακαρίτη/ μακαρίτισσα με υπερβολικό αριθμό φωτογραφιών του πόσο σούπερ τέλεια περνάς με το νέο σου γκόμενο/ γκόμενα. Γενικότερα, όταν επιμένεις να ποστάρεις αυτοαναφορικές μαλακίες, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλο παρά μόνο την αυτοαπορρόφησή σου. Craborg

Ανυποψίαστος Σλάνγκος: Μάγκες, έχω κλείσει ραντεβού σήμερα με ένα τρελό πιπίνι φεϊσμπουκάκι, την γνώρισα στο φατσοβιβλίο, (πολύ καυτές φωτογραφίες), και τώρα είπαμε να συναντηθούμε, αλλά θα φέρει και κάποιους φίλους της.
Μυημένοι Σλάνγκοι: Χα χα χα! Μ.Α.Ο.!
Α.Σ.: Γιατί γελάτε ρε παιδιά, είπα κάτι αστείο;

(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified