Further tags

Ο όρος προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων οδύσσεια και πορδή.

Όπως η ομηρική οδύσσεια περιγράφει τον αγώνα ενός ανθρώπου (Οδυσσέα) για να αντεπεξέλθει από ένα σωρό δυσκολίες, έτσι και η πορδύσσεια περιγράφει τον αγώνα ενός ανθρώπου για να γλυτώσει από κλανιοβομβαρδιστικές επιθέσεις κάποιων (δες & δες) που είναι καλοί στα πνευστά του κώλου. Αυτός λοιπόν αν δεν μπορεί να αποχωρήσει από το πεδίο της μάχης, ή θα πρέπει να ανεχτεί το κλάσιμο μαθαίνοντας παράλληλα την αρετή της υπομονής, ή θα πρέπει να γίνει σαν τους άλλους (βλ. παραδείγματα 1,3).

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να προσπαθεί κάποιος να φιμώσει ετσιθελικά τη φωνή διαμαρτυρίας του πρωκτού του, π.χ. σε ένα κρίσιμο ραντεβού. Προσπαθώντας να σταματήσει την κακοδαιμονία, αναπτύσσει τη σκέψη του (π.χ. εύρεση καταλλήλων δικαιολογιών, παράκληση για να πάει τουαλέτα, ενίσχυση αμυντικής γραμμής με παράλληλη προσοχή στο θέμα που συζητάται επιστρατεύοντας δυνάμεις ένεκα ανάγκης, βλ. παράδειγμα 2).

Όπως ο πολυμήχανος έπρεπε να σπάσει τη γκλάβα του ως Κύρος Γρανάζης για να βρει τρόπους για να υπερνικήσει τις δυσκολίες, έτσι κι ο ήρωας μας. Στην προσπάθεια του αυτή δεν παίζει το συν Αθηνά και χείρα κίνει γιατί η Θεά μας έχει αφήσει χρόνους. Άρα πρέπει να σπάσει το μυαλό του για να βρίσκει τη μυστική κερκόπορτα σωτηρίας. Συγκυρίας δοθείσης, μαθαίνει τα όρια του, πολεμάει τις φοβίες του και τις ανασφάλειες του ως άλλος Οδυσσέας. Του δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να αναπτυχθεί νοητικά. Η πορδύσσεια έτσι ιδωμένη μοιάζει με εκπαιδευτική άσκηση.

Αυτό που μετράει δεν είναι το να έρθεις στην προτέρα κατάσταση (Ιθάκη-άκλαστος τόπος), αλλά το ταξίδι, όπου μέσα από τα διάφορα εμπόδια που θα συναντήσεις, θα χρειαστείς να νικήσεις τις φοβίες σου και να αναπτυχθείς νοητικά στην προσπάθεια σου για να επιβιώσεις. Τα εμπόδια τελικά τα βάζει για εκπαιδευτικούς λόγους κάποια ειδική ομάδα νεφελίμ που λέγεται πορδελίμ (βλ. σχετικό βιβλίο Λιακό, λίγα χρόνια μετά, τώρα έχουν προτεραιότητα άλλες ομάδες).

  1. Άσ' τα, χθες είχα μπει στο λεωφορείο για να πάω σε ένα νοσοκομείο. Ο ένας πάνω στον άλλο. Δίπλα μου ένας κλανιάρης που 'κλανε συνεχώς, και δυο κρυωμένες που λόγω κρυώματος δεν πιάναν με τίποτα τη μπόχα και δεν ήθελαν με τίποτα να ανοίξουν τα παράθυρα. Εντωμεταξύ απ' τη στιγμή που μπήκα πατήθηκα μες στο πλήθος και δεν μπορούσα να κατέβω, αλλά και να κατέβαινα, το άλλο λεωφορείο θα πέρναγε του Αγίου Πούτσου. Εντωμεταξύ να βρέχει έξω, η απόσταση μεγάλη, το μποτιλιάρισμα λόγω βροχής τρελό, οπότε μέχρι να φτάσω είπα το Δεσπότη Παναγιώτη. Αυτό που πέρασα ήταν πραγματική πορδύσσεια.

  2. Ένας κλανητάρχης (με την έννοια του αρχικλανιάρη) που μετά από κατάποση καταλλήλων πορδοκλαστικών υλών καλείται εκτάκτως σε ένα επαγγελματικό ραντεβού σε μια εταιρεία, για λίγο μετά. Έτσι του χαλάνε την ευχαρίστηση που αισθάνεται εκείνη την ώρα, τον κάνουν να προσπαθεί να φιμώσει τον ειρμό και τον αυθορμητισμό του πρωκτού του κατά το ραντεβού και φυσικά το μυαλό του μοιράζεται μεταξύ αυτών που θα πει και μεταξύ αυτών που θα κλάσει. Απ' τη μια είναι στη συζήτηση κι απ' την άλλη κρατάει άμυνα.
    Κάποιες μέρες μετά, πάει να τα πιει με ένα φίλο του και του λέει:
    - Άσ' τα Μιστόκλα, να μιλώ με το διευθυντή της εταιρείας κι απ' την άλλη να μαι έτοιμος να κλάσω. Είμαι όμως κωλόφαρδος μέσα στην πορδύσσεια που πέρασα.
    - Γιατί το λες;
    - Όταν πλέον η αμυντική γραμμή κατέρρευσε κι ήμουν στο ενενήντα να κλάσω, κάλεσαν εσπευσμένα τον διευθυντή στο λογιστήριο για κάτι επείγον. Και μόλις κλείνει την πόρτα πίσω του άρχισα να κλάνω με όλη μου τη δύναμη. Βλέπεις όση ώρα πάλευα να συγκρατήσω τα αέρια, αυτά ένεκα συμπίεσης εκτονώθηκαν μ' απίστευτη δύναμη. Ευτυχώς που το γραφείο του διευθυντή είχε μόνωση για να μην ακούγονται οι απόρρητες συνομιλίες και έτσι δεν ακούστηκαν οι βομβαρδισμοί.
    - Και δε βρόμισε ο τόπος;
    - Όχι. Ευτυχώς ήταν ξυπόλητη. Μετά όμως να σ' έχω. Ένιωσα τους... πόνους
    - Γιατί ρε;
    - Το τράνταγμα απ' την εκτόνωση των αερίων είχε προκαλέσει εξάρθρωση κάποιων οστών του κώλου. Τραβιόμουν στα νοσοκομεία. Πέρασα πορδύσεια. Όχι αστεία. Και σε ρωτώ. Είναι ή δεν είναι αυτό που έπαθα εργατικό ατύχημα;

  3. - Ο Πέτρος που λες βρισκόταν χθες σε ένα σπίτι. Γύρω του ήταν ακροβολισμένοι κάποιοι που νωρίτερα έχουν πλακώσει κλανιοβομβαρδιστικές τροφές και έκλαναν ασύστολα. Κρύος ο καιρός και τα παράθυρα ερμητικά κλειστά. Οι υπόλοιποι την έβρισκαν με τη φάση και έκλαναν συνέχεια. Ο Πέτρος δεν άντεχε την πορδοληψία, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να φύγει για να μη χαλάσει τη παρέα. Για κακή του τύχη αυτή την ώρα ο εθνικός γκαντέμης έκανε δηλώσεις στο χαζοκούτι. Προσπαθώντας ο Πέτρος να βρει την Ιθάκη του (άκλαστο τόπο), για κακή του τύχη, έπεφτε συνεχώς από κλανιάρη σε κλανιάρη. Σα να λέμε πήγαινε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη, από τους Λαιστρυγόνες στους Κύκλωπες κλπ. Η πίεσή του ανέβαινε, ο πανικός τον κυρίευε. Εντωμεταξύ οι άλλοι βλέποντας τον έτσι την έβρισκαν και έκλαναν περισσότερο. Άσ' τα. Πέρασε πορδύσσεια το άτομο. Ιστορία ζωής μου είπε.
    - Που ρε πούστη; Πού να το 'ξερα να 'μουν εκεί να το βιντεοσκοπούσα.

(από GATZMAN, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγώνας- θρίλερ του Θρύλου, όπου ο Θρύλος κατορθώνει να κερδίσει/προκριθεί στο τσακ του τσακός, λ.χ. στα πέναλτι, ή με γκολ στις καθυστερήσεις, ή με winning-shot στο μπάσκετ κ.ο.κ.

Λεξιπλασία του χρήστη Vrastaman, την οποία κάνω clopy paste.

Πω πω τι θρύλερ ήταν αυτό χτες; Με τρίποντο του Τόμιτς από τα 9 μέτρα νίκησε στον πόντο ο Θρύλος κι ο Τζούροβιτς του Πανιωνίου να φωνάζει: «Άουτ ήτανε Τόμιτσου, άουτ»!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «Εύθυμη Χήρα» είναι η χήρα που δεν βάζει μαράζι για τον θάνατο του άντρα της και νταραβερίζεται μ' όλον τον κόσμο. Η «εύθυμη χείρα» είναι το χέρι αυτού που δεν βάζει μαράζι, που έχει μείνει μπουκάλα και το ρίχνει στο χειρογλύκανο, με ευθυμία και διάθεση «έξω καρδιά».

- Τον έχει πάρει από κάτω τώρα που χώρισε με την Δανάη;
- Μπα, η εύθυμη χείρα να είναι καλά!
- Α, κατάλαβα, εννοείς την χείρα με τα πέντε ορφανά.
- Ναι, την Πουλχερία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο των αγγλοελληνικών εκφράσεων που έχει καταχωρήσει ο Vrastaman, με τη διαφορά ότι χρησιμοποιείται και αυτόνομο σαν έκφραση, και όχι στα πλαίσια χιουμοριστικής ανασκόπησης των ανωτέρω εκφράσεων.

Προέρχεται από το αγγλικό «piece of cake» και χρησιμοποιείται ανάλογα, για να καταδείξει δηλαδή το πόσο γελοία εύκολο είναι ένα εγχείρημα.

- Πώς το βλέπεις, θα τα καταφέρεις να τη ρίξεις τη Θέκλα στο κρεβάτι;
- Εεεε καλά τώρα! Κομμάτι από τούρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του υποτιθέμενου ρήματος μουσικώνομαι, ρήματος που χρειάστηκε να υπάρχει λόγω σλανγκικής αδείας, και υποτίθεται πως σημαίνει πως κάποιος φτιάχνεται με τη μουσική.

Επειδή όμως...αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες,η slang σημασία παραπέμπει στη φράση «μου σηκώνεται», που παραπέμπει με τη σειρά της σε ορθοστασία του ανδρικού μορίου, σε σηκωμάρες, σε ανατάσεις ψωλής και σε έγερση των τζέντλεμεν όταν ένας θεοκόμματος, απ' αυτούς που αξίζει κάποιος επίδοξος επιβήτορας να πει:«και η κλανιά της βάλσαμο», διεγείρει τους οπτικούς σένσορες του (τα μάτια του).

Η χιουμοριστική αυτή λέξη λέγεται με στόχο να συμμεριστούμε με άλλους το χαρμόσυνο γεγονός της έγερσης του πέοντα.

Σε μπαράκι
Αλέκος:Ωραία επιλογή ρε. Σωστό Αιδοίον πέλαγος το μέρος. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας. Κώστας (κοιτά προς τον τζέντλεμαν και με χαρωπό ύφος αναφωνεί): Άστα. Μουσικώνεται... Μουσικώνεται... Μουσικώνεται Αλέκος (με νόημα): Είδες τι κάνει η καλή μουσική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To «vivere pericolosamente», δηλαδή το «ζην επικινδύνως» στα ιταλικά, μεταφέρεται έτσι στην ελληνική σλανγκική, για να δηλώσει μια ζωή που πρυτανεύει ο κώλος ως πεδίο αναζήτησης της ηδονής, ή όπου υπάρχει έντονος κίνδυνος να ξεκωλωθούμε.

- Ο Σάκης έχει γυρίσει όλην την Ευρώπη κάνοντας οτοστόπ σε νταλίκες. Μπράβο του! Του αρέσει το vivere pericolosamente!
- To vivere periκωλοsamente θέλεις να πεις! Για τους νταλικέρηδες το κάνει το ωτοστόπ βρεεε! Ξύπνα!

Το "Vivere pericolosamente" του Τζιμάκου! (από Cunning Linguist, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ελληνικό πρωταθλητισμό και δη στις Ολυμπιάδες. Μετά τον κλαυσίγελω για την ρόδα, τσάντα και κοπάνα του Κώστα Κεντέρη- Σταμάτη Γαρδέλη και της Κατερίνας Θάνου - Σοφίας Αλιμπέρτη, το 2004 από το Ολυμπιακό χωριό και το θρίλερ με το ατύχημα και το ΚΑΤ, όπου όντως είχαμε και ρόδα και κοπάνα, και ντόπα!

Γενικά, παίζεται ένα κρυφτούλι από πολλούς Έλληνες (και όχι μόνο) αθλητές από τους ελεγκτές, απλώς με τους Έλληνες αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο είναι πιο διασκεδαστικό, γιατί εδώ οι ολυμπιακές πρωτιές λειτουργούν ως εθνοστεντόν, λ.χ. με Χαλκιά ή με το τημ του Ιακώβου. Και όλοι (σχεδόν) οι φορείς συμπεριλαμβανομένου του κράτους και των πολιτικών αρμοδίων χειρίζονται το θέμα με την ίδια ελαφρύτητα και χαβαλέ αλά Γαρδέλη και Αλιμπέρτη.

(Από βλόγιον, παραθέτω εν εκτάσει, λόγω ενδιαφέροντος):
Ρόδα, Ντόπα και Κοπάνα
Πέρα από όλα αυτά όμως ενδιαφέρον σε αυτούς τους ολυμπιακούς είχε η μερική αποκάλυψη της έκτασης του ντοπαρίσματος σε επίπεδο πρωταθλητισμού. Λέω «σε επίπεδο πρωταθλητισμού» γιατί η ντόπα είναι τόσο διαδεδομένη σε όλες τις ηλικίες αθλουμένων, που αν ψάξει κανείς σοβαρά θα την βρει ακόμα και σε επίπεδο π.χ. τοπικών πρωταθλημάτων τένις εφήβων. Η υπόθεση αυτή είναι δύσκολο να πάρει έκταση, βέβαια, χωρίς να οδηγήσει σε κατάρρευση ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνικού - και βέβαια και του παγκόσμιου - αθλητισμού.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Προσωπικά δεν με πειράζει αν ο τάδε ή ο δείνα αθλητής ντοπάρεται. Με ενοχλεί η υποκρισία του να λέει ότι είναι καθαρός/η ενώ ντοπάρεται και να ομνύει στο Ολυμπιακό πνεύμα και στα «Ελληνικά ιδεώδη» ή σε κάτι εξίσου ασυνάρτητο. Το παραμύθι και το παραμύθιασμα με ενοχλεί. Και με ενοχλεί γιατί αν γινόταν δύο παράλληλοι Ολυμπιακοί οι μεν με καθαρούς και οι άλλοι με ντοπαρισμένους, οι δεύτεροι θα συγκέντρωναν το είδος του αρρωστημένου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνει η γενειοφόρος γυναίκα και το παιδί με τα τρία χέρια, αλλά ο κόσμος θα παρακολουθούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τους πρώτους, παρότι ο Ολυμπιονίκης στα 100 θα έκανε 10.10 και όχι 9.80. Γενικώς προτιμούσα τους Ολυμπιονίκες όταν δουλεύαν σε πραγματικές δουλειές και έκαναν αθλητισμό από μεράκι (όπως, ειρήσθω εν παρόδω, οι δύο Έλληνες καταδύτες που πήραν το χρυσό).

Στην περίπτωση της Ελλάδας η κυριαρχία της ντόπας ήταν πολιτική επιλογή συσχετισμένη με την προσπάθεια ανάληψης των Ολυμπιακών (τόσο το 96 όσο και το 04), η οποία οδήγησε σε ένα πρωτότυπο μοντέλο ντοπαρίσματος που συνδύαζε δημιουργικά την Ανατολικογερμανική κρατική παρέμβαση, με την Αμερικάνικου τύπου διαφημιστικής υποστήριξη.

Ρόδα, ντόπα και κοπάνα! (από Hank, 19/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευχαριστώ κατ' αρχήν το Χαλικούτη γι' αυτό το swinging από λήμματα που κάναμε (αντιδάνειο βέβαια το δικό μου προτεινόμενο). Ευχαριστώ και τον Ιησού, ο λόγος του οποίου γίνεται πάντα προσεκτός από τους έχοντες ώτα, όπως και τα θαύματα - λήμματά του.

Λοιπόν, το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από τον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» το 1985. Ανήκε σε μια σειρά από νούμερα που σατίριζε την (κατά την γνώμη μου αξιόθαυμαστη) προσπάθεια της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη να αναβαθμίσει την πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Πλην ο Χάρρυ Κλυνν σατίρισε ένα σχετικό σύνδρομο υπερκουλτουρίασης που κατείχε τους Έλληνες. Και τις τραγελαφικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν. Λ.χ. η «κυρία»-γκόμενα (στον δίσκο) πάει τον Βασίλη (κύριο χαρρυκλυννικό ήρωα) στο Ηρώδειο, κι αυτός νομίζει πως βρίσκεται σε κέντρο με την Ρίτα (Σακελλαρίου) και τον Γιαννάκη (Πάριο). Ή ο γιος πάει την ηλικιωμένη μάνα του στο Ηρώδειο, κι αυτή κάνει πολύ αστείες ερωτήσεις.

Θα αρχίσω κατ΄ανάγκη απ' το τέλος. Το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι το άσμα που κλείνει όλο αυτό το αφιέρωμα στην Μελίνα. Προφανώς, το λογοπαίγνιο είναι ανάμεσα στο «κουλτούρα» και το «κατούρα». Αυτό φαίνεται από το σύνολο τετράστιχο, που είναι ως εξής:

«Κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
και τίναξέ την να πέσει, και η τελευταία σταγών,
κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
με Μπρεχτ και τσιφτετέλια, θα δικαιωθεί ο αγών!».

Εννοείται ο αγών της Μελίνας Μερκούρη και των Ελλήνων που συντονίστηκαν με το όραμά της. Οπότε την έκφραση την λέμε, όταν δεν έχουμε καταφέρει να αντέξουμε ένα υπερκουλτουριάρικο έργο, όσα αντισώματα υπερκουλτουρίασης κι αν διαθέτουμε. Λ.χ. βλέπεις τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι στην ορίτζιναλ βερσιόν των 4,5 ωρών. Ε, κάποτε μετά την τρίτη ώρα, δεν θα πεις το «κουλτούρα να φύγουμε» και θα σηκωθείς να φύγεις; Η παρομοίωση είναι με το ότι κατουράς πριν κάνεις κάποιο εγχείρημα, ας πούμε κατουράς πριν μπεις στο αυτοκίνητο για να πας κάπου, μια εκδρομή, κτλ.

Στο παράρτημα οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.

Με πήγε η Μαριλού να δούμε την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ε, λοιπόν, ρε πούστη μου, όση ώρα ήθελε ένας αντάρτης να κατέβει από το βουνό στην πραγματικότητα, άλλο τόσο ήθελε και στην ταινία! Τέσσερις ώρες θες να κατέβεις απ' τα Καλάβρυτα; Τόσο έκανε κι ο αντάρτης στην ταινία! Της το πα και της Μαριλούς και τι μου απαντά! «Όχι κάνεις λάθος, στην ταινία θέλει περισσότερο. Είναι η τεχνική της επιβράδυνσης. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Αγγελόπουλου που κάνει τις ταινίες του μοναδικές!». Ε, τέλος πάντων, κάπου στην τέταρτη ώρα είπα στην Μαριλού «κουλτούρα να φύγουμε» και την κάναμε για μπουζούκια!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΡΥΚΛΥΝΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Το τραγούδι έχει ως εξής:

(Πρώτη στροφή ποπ)

Στο Σχιστό, στο Κερατσίνι,
διευθύνει ο Μαντσίνι,
κι η Γλυφάδα ξεφαντώνει
με Μπεζάρ και Κηλαηδόνη.

(μετά λαϊκά)

Στα Νταμάρια, στην Πεντέλη,
Ντάριο Φο και τσιφτετέλι,
και στο Ρέμα Χαλανδρίου,
οι γυμνόστηθες του Ρίου.

Εσκιμώοι, Εσκιμώοι και Κινέζοι,
Λάπωνες, Λάπωνες και Γιαπωνέζοι.
μωρ' και στου Βά- και στου Βάρβουλα τον λάκκο,
παίζουν Μπρεχτ, παίζουν Μπρεχτ και Μπακαλάκο.

Στο πρώτο μισό δείχνει την παρεξήγηση του Βασίλη με την γκόμενά του. Αυτή του λέει «πάμε να δούμε την »Κάρμεν« (του Μπιζέ), θα είναι και η Μελίνα». Κι αυτός σκέφτεται «δεν μπορεί δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν-Μελίνα, καλό μαγαζάκι θα είναι!». Και ρωτάει «έχει η Κάρμεν κανά τραγουδάκι δικό της ή λέει της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτή;». Μόλις φτάνουν, το Ηρώδειο αρέσει στον Βασίλη και λέει «ωραίο, ρουστίκ με τα κολωνάκια του!». Κι όταν βγάζει την φωνάρα η σοπράνο, λέει ο Βασίλης «Πω πω φωνάρα, κοίτα να δεις, ταλεντάρες και να τραγουδάνε στα νταμάρια! Χαθήκανε ρε παιδί μου τα καλά τα μαγαζά;».

Μετά η σκηνή πάει σε γιο και μάνα του, με την περίφημη ατάκα του την έδοκε του Ορέστη. Και «πω πω τις κάλτσες του έπαιξε ο άνθρωπος. Όταν βγαίνει η πρωταγωνίστρια, η μάνα λέει »πάμε να φύγουμε παιδάκι μου, θα μας φάει η μαϊμού!«. Ο γιος στην αρχή διαμαρτύρεται: »Ποια μαϊμού ρε μάνα, η πρωταγωνίστρια είναι!«. Αλλά μετά συναινεί με το »'ντάξει ρε μάνα, κουλτούρα να φύγουμε, άμα λάχει ναούμ« μετά το οποίο αρχίζει το ομώνυμο άσμα, όπερ παραπάνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση συνώνυμη του πάρτε τ' αρχίδια μου που δημιουργείται με σύμπτυξη του «κούνα μου τα».

Προέρχεται από τη γνωστή τηλεφωνική φάρσα του Λέντη.

- Ρε ψηλέ πιάσε μία το τηλεκοντρόλ...
- Τον Κούνα Μούτα τον ξέρεις ρε μαλάκα...;

(από Galadriel, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified