Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.
- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...
Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.
- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...
Got a better definition? Add it!
Σήκω (ή ξύπνα) λεβέντη μου τσολιά: στιχάκι από το εγερτήριο σάλπισμα του Ελληνικoύ Στρατού.
Το άκουσμα αυτό κάποτε εμψύχωνε και ελληνοκαύλωνε τον μέσο Έλληνα, τώρα όμως πιάνει μόνο σε περιορισμένους κύκλους. Αλλαξε φεῦ ο καιρός, να βροχές, να κεραυνοί, πάν’ και τα κοτσυφόπουλα. Οι λεβέντες έγιναν λεβέντες, οι λεβέντες-τσολιάδες λεβεντοτσολιάδες, ακόμα και το μουνί έγινε μουνί. Το στιχάκι πλέον δίνει έναυσμα κυρίως για εθνοφαυλιστικές ατάκες και λολοπαίγνια:
Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε την πούτσα απ' τα μαλλιά! Παρατηρώντας τη γενναία στάση των ευζώνων μας –που δεν εγκατέλειψαν το μνημείο όταν έσκασε η βόμβα- σκέφτηκα πως μπορεί η γενναιότητα των ευζώνων να οφείλεται στο συμβολισμό που έχει η στολή του τσολιά (εδώ)
Ξυπνα λεβεντη μου τσολια, ελα και πιαστο μας γερά (εκεί)
Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά και πιάσε τον δάσκαλο από τα μαλλιά! (παραδίπλα)
Χημικές ουρές? Δεν υπάρχουν ? Είναι μουφα? Είναι απλά τα καυσαέρια? Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά!! (παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).
Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;
Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.
Πάσα: ΜΧΣ.
- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)
- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την προσαρμογή του γνωστού ρητού «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια» στα μέτρα και τα σταθμά του Ε.Σ. Ο «μικρός» του ρητού αντικαθίσταται εδώ από τον «λελέ» (=παλιός) του στρατού, ενώ η λέξη «τρελελέ» διατηρεί εδώ την έννοια του τρελού.
Η φράση υποδηλώνει ότι μόνο από κάποιον που είναι παλιός ή τρελός (αν ήταν τρελός προτού μπει στο στρατό ή έγινε αφ' ότου μπήκε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία), μπορείς να μάθεις τι πραγματικά συμβαίνει στον Ε.Σ.
Το ρητό αυτό, όμως, επιβεβαιώνεται ως επί το πλείστον κατά το ήμισυ: ο τρελός μπορεί να σου πει την αλήθεια, ο παλιός θα σου πει πάντα την δική του αλήθεια.
- Μήτσο, τι λέει ρε μαλάκα; Μεθαύριο παρουσιάζεσαι;
- Άσε με ρε και έχω κλάσει πάνω μου... μίλαγα χθες στο τηλέφωνο με τον Κωστή που μπήκε με την προηγούμενη σειρά και μου 'λεγε κάτι σκηνικά...
- Ώπα! Μαγκεψάμεν ο Κωστάκης και δίνει συμβουλές; Το νεούδι; Αγόρι μου... Μην φοβάσαι και εγώ είμαι εδώ. Από λελέ και τρελελέ μαθαίνεις την αλήθεια... Εγώ θα στα εξηγήσω όλα... 27 και σήμερα ρε ο δικός σου... Όταν παρουσιάστηκα εγώ αντί για όπλα μας δίναν πέτρες και ρόπαλα...
- Ρόπαλα; Αλήθεια;
- Χμμμ... κάτσε να τα πάρουμε από την αρχή...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στον ένδοξο Ε.Σ. όπου όλοι είμαστε μια παρέα, πολλές φορές οι έννοιες πειθαρχία, οργάνωση, σύστημα, εργατικότητα κλπ αποκτούν ένα υπερρεαλιστικό υπόβαθρο. Για να το συλλάβει κανείς θα πρέπει να έχει την τύχη να παρακολουθήσει μια μονάδα του Ε.Σ. σε τακτικούς ή άλλους ελιγμούς, οπότε και γίνεται προφανής η χρήση του όρου «ρεμπέτ ασκέρ» για την περιγραφή της μονάδας, συνήθως πεζικού, η οποία μαγεύει με τον συντονισμό των κινήσεων των μελών της.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι διαθέτουμε ως χώρα τον καλύτερο στρατό, όχι στο ΝΑΤΟ, αλλά στο Κιάτο.
Δίκας: - Λγε Πουλόπουλε, πώς πήγε το ρεμπέτ ασκέρι μου στην άσκηση «Μαδημένο Κοτόπουλο»; Γύρισαν όλα τα παρτάλια από το βουνό;
Λγός: - Μάλιστα κ. Διοικητά. Μόνο που μας έμειναν 2 Λεωνίδας και το Ρεγκόβερ που πήγε να τα μαζέψει χάλασε κι αυτό στο δρόμο. Χάσαμε και μια υδροφόρα και έχω στείλει τον Λ.Δ. και ψάχνει στα χωράφια μπας και τη βρούμε. Νεκρούς πάντως δεν είχαμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Παρωδία» γνωστών στρατιωτικών παραγγελμάτων. Δηλώνει την αρνητική (και τελεσίδικη) έκβαση μιας κατάστασης ή και την άμεση προσταγή για απομάκρυνση (παρ' τον πούλο - ξεκουμπίσου).
- Τον πούλο αρμ! πάμε σπίτια μας...
- Πω, ρε μαλάκα, από δω και πέρα θα 'χουμε κάθε μέρα υπηρεσία, τον πούλο αρμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοροϊδευτικά για την πολεμική αεροπορία, η Μοίρα Προστασίας Αεροδρομίου.
Παραφράζεται ως Μοίρα Πλήρους Αναπάυσεως.
Υπηρέτησα σε Μοίρα Προστασίας Αεροδρομίου! Τι λες ρε μάχιμε! Ησουν σε Μοίρα Πλήρους Αναπάυσεως;
Got a better definition? Add it!
Published
Το σκούπισμα, ως παράφραση της υποβρύχιας κολύμβησης, του scuba diving. Έτσι δίδεται στη συγκεκριμένη ενασχόληση μία πιο αθλητική και trendy χροιά.
- Εγώ, κυρία Σούλα, ασχολούμαι συστηματικά με το bird watching, το horse riding και το scuba diving.
- Και εγώ, αλλά μόνο με αυτό το τελευταίο που είπες, το σκούπα diving. Έχω σκουπίσει αυλές εγώω (χαρακτηριστική κυκλική κίνηση του χεριού).
Got a better definition? Add it!
Στην πολεμική αεροπορία σημαίνει Σμήνος Επιχειρησιακής Υποστήριξης.
Για τους υπόλοιπους στρατιώτες: Σμήνος Ευαίσθητων Υπάρξεων.
- Κοίτα το βύσμα, υπηρέτησε σε Σμήνος Επιχειρησιακής Υποστήριξης και νομίζει ότι έκανε στρατό! - Να λες καλύτερα ότι ήταν σε Σμήνος Ευαίσθητων Υπάρξεων ο ρεζίλης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φανταρικό απόφθεγμα.
Σε ελεύθερη μετάφραση, ταλαιπωρούμαι αλλά οι γαμημένες μέρες για την απόλυση δεν μαζεύονται.
Βέβαια, το λιώσιμο μπορεί να νοηθεί διττώς:
β) απλά ως απελπιστική απραγία, να κάθεσαι να ψωλαρμενίζεις ώρες ατέλειωτες, άχρηστος μεταξύ αχρήστων, βάρος της γης, απλά να υφίστασαι στο σύμπαν χωρίς να το επηρεάζεις στο ελάχιστο.
Καταχρηστικά το ρητό χρησιμοποιείται σε εκτός στρατού φάσεις, π.χ. όταν πέφτει γενικώς τρελή δουλειά ή τρελό διάβασμα για εξεταστική κλπ.
(τηλεφώνημα)
- Έλα Μήτσο, να περάσω για κανα ταβλάκι;
- Καλά θα 'ταν ρε Τζον μα έχω πήξει στο διάβασμα.
- Λιώσιμο κανονικό ε;
- Λιώνω και δεν παλιώνω που λέγαμε και στο στρατό φίλε.
Got a better definition? Add it!