Χαρακτηρισμός για προπονητή δεύτερης διαλογής που αναλαμβάνει ομάδα πρωταθλητισμού.
Χαρακτηρισμός για προπονητή δεύτερης διαλογής που αναλαμβάνει ομάδα πρωταθλητισμού.
Αλεφάντεια: αλεφάντεια κόμμωση, αλέφαντος, ζωγραφίζω κάποιον, καλώς τα παιδιά, 3-0!, κίνηση μεγάλου παίχτου, κονιόρδος, μάθε μπαλίτσα, μάνα καημένη, μαντουμαδόρος, μυρωδιάς, ντύνομαι Αλέφαντος, ξέρω εκατό κιλά, πες το κι έτσι (μορφωμένε), πριμαντόνα, σ' τα εξηγώ ωραία;, τα πάντα όλα, τέσσερο, τιτανοτεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».
- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το "Εμμανουέλα" σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπει σε μια γυναίκα ψωλού σε βαθμό εκπόρνευσης. Όμως ο γνήσιος σλανγκιάρης* γυμνοσάλιαγκας της ασφάλτου το χρησιμοποιεί για να πειράξει ή να μειώσει αρσενικά είτε για κάποια αντιαρσενική τους ενέργεια είτε εντελώς αυθαίρετα για τον ανδρισμό τους.
Συνώνυμα/σπέκια: πουστάρα, πουσταρά, πουστράτζα, (κωλ)αδερφή, πούστη νέε, ξεκωλιάρη, γαμιόλη, ψωλορουφήχτρα, πιπαδόρε κτλπ.
Το "Εμμανουέλα" βέβαια είναι πιο ιδιαίτερο και χρησιμοποιείται κυρίως από μερακλήδες αστειάτορες μέσης ηλικίας με φωνή για ντάτσουν. Απαντάται συνήθως σε εξέδρες ποδοσφαιρικών ή μπασκετικών αγώνων, κυρίως από Β' εθνική και κάτω. Είναι εξάλλου μια λέξη που απαιτεί κοινό και ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για να αξιοποιηθούν πλήρως οι δυνατότητες της.
Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τη σειρά ταινιών σοφτ πορνό "Emmanuelle" με την αψεγάδιαστη Ολλανδή και-παρθένα-και-πουτάνα Σίβλια Κριστέλ (28 Σεπτ. 1952 – 17 Oκτ. 2012)
*Το σλανγκιστής είναι πολύ ιντελεκτουέλ για τα συμφραζομενα
Σε αγώνα μπάσκετ β΄εθνικής από την εξέδρα:
-Ρε μαλάκα Σορώκο! Βγάλε τον έξω τον Υφαντή να πουμε! Τι κοιτάς μωρή Εμμανουέλα! Άντε και γαμήσου μωρή σημαδούρα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που περπατάει σαν να έχει φάει άνθρωπο, φουσκωμένος και τεντωμένος... με τα χέρια να μην κλείνουν και το στήθος φουσκωμενο.
Το έλεγε ο Αλέφαντος (Μιτσικωστας) για τον Τζιόλη: όσοι τον έχουν δει να παίζει μπάλα καταλαβαίνουν πώς κολλάει.
Κοίτα τον τύπο πως περπατάει... σαν κονιόρδος!
Got a better definition? Add it!
Διαιτητής ποδοσφαίρου. Απ' όσο μου κόβει, η ονομασία οφείλεται στην κατάμαυρη στολή των διαιτητών που θυμάμαι από τα παιδικάτα μου. Τώρα πιά δε γκζέρω τι φοράνε, νομίζω πως το έχουνε παρδαλέψει λίγο το πράμα. Ας μιλήσουν οι καθ' ύλην αρμόδιοι.
Καθαρό γκολ του Νικολαίδη ακύρωσε ο κόρακας και αμα κερδάγανε 2-0 θα έχανες το πρωτάθλημα.
Τα ασπρόμαυρα κάδρα που περιβάλλουν το πάμφτωχο ντέρμπι των Σαρδηνών, εκτός από υπέροχη αισθητική, κρύβουν και ένα ιδιότυπο σπαρταριστό χιούμορ, τύπου κόμικ, με χορογραφίες που συμμετέχουν άπαντες, αθλητές (κάθε ηλικίας), οπαδοί (μάλλον ερασιτέχνες ηθοποιοί) και φυσικά ο μαυροντυμένος κόρακας.
Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει αυτό που έχει πει ο Μέγας Ναπολέων στην Ιωσηφίνα: «Ο φόβος φυλάει τα έρημα». Κι αυτό ισχύει για απαξάπαντες τους κόρακες. Οποιους κι αν ορίσουνε να σφυρίξουνε, σ' όποιο ματς κι αν τους βάλουνε, η δουλειά θα πάει στο σπαθί. Για πρώτη φορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο, τα όποια λάθη θα είναι ανθρώπινα. Οταν ο διαιτητής ξέρει ότι τον περιμένουνε σε είκοσι μέρες με το γιαταγάνι για να του πάρουνε το κεφάλι όπως οι τζιχαντιστές, θα είναι τύπος και υπογραμμός.
Μας παρουσιαστηκαν ευκαιριες για γκολ πριν το 1-0 οπου χεστηκαν πανω τους. Παλικαρισιες μαχες Κοροβεση (που ο κορακας να του γαμηθει η γυναικα με ουρακονταγκο, του στερησε πολλα φαουλ) Ιλιτς επισης, και Γεωργιου.
(Όλα από το νέτι).
Got a better definition? Add it!
Published
Η ομάδα του ΜΠΑΟΚ, όπως και το αεκάκι, καθώς και ο οπαδός τους, επειδή αμφότερες και οι δύο έχουν ως σύμβολο τον δικέφαλο αετό. Ο Ρωμαίικος δικέφαλος αετός λαμβάνεται μειωτικά έως βλάσφημα ως κοτόπουλο (έχει και κορδωμένο στήθος), προκειμένου οι οπαδοί αντίπαλων ομάδων να την πούνε στους λαχαναγορίτες και ΑΕΚάρες ότι και καλά είναι κότες ή ότι πρόκειται να τους ξεπουπουλιάσουν. Απαντάται συνήθως ως το δικέφαλο κοτόπουλο, αλλά και γκρηκλιστί ως the two-headed chicken. Το δε αρκτικόλεξο ΑΕΚ αναλύεται ως Άντε Επιτέλους Κοτόπουλα.
Ασίστ: Ραν-Ταν-Πλάν.
Ο Άρης είναι το αφεντικό και χει για χρόνια τώρα γκόμενα του....ένα δικέφαλο κοτόπουλο«ΛΑΛΑ ΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ .... μας για πάντα καταραμένα χτικιά. (Δώθε)
ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ Η ΑΛΛΙΩΣ ΤΟ ΑΕΚακι !! ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ !!! ΑΕΚ «Αθλητική – Ένωση - Κωνσταντινουπόλεως»Η « Άντε – επιτελούς – κοτόπουλα» για κάποιους, »Ένωση« για κάποιους άλλους,ΑΕΚάκι για τους περισσότερους. η πιο γλοιώδης , ύπουλη , υποχθόνια και άξια της μοίρας της, ομάδα της Ελλάδας μας Αιώνια τρίτη στη βαθμολογία του πρωταθλήματος , και όχι μόνο , φέτος να δούμε γλέντια και μοιρολόγια που θα έχουμε , «κανάρες μου»,μια ζωή στην μιζέρια , στην κλάψα , στο παράπονο και «κλάμα η κυρία ρε παιδάκι μου» !! Κλαψιάρηδες , μίζεροι , και από κόμπλεξ άλλο τίποτα !! Μια ζωή παράπονο και αδικία ΜΑΡΘΑ ΒΟΥΡΤΣΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ !! (Κείθε).
ΔΙΚΕΦΑΛΟ ΚΟΤΟΠΟΥΛΟ BARBEQUE (Παραπέρα).
Σήμερα τσικνήσαμε δικέφαλο κοτόπουλο! (Παρακείθε).
Got a better definition? Add it!
Αργκό της κερκίδας. Κριάρι είναι ο δυνατός και άτεχνος παίκτης. Γεροδεμένος και καλός στις κουτουλιές - συγνώμη, κεφαλιές - αλλά δυσκίνητος και απελπισία όταν η μπάλα είναι κάτω. Μηδέν τρίπλα, μηδεν πάσα, μηδέν αντίληψη - αλλά παληκάρι και συχνά σκληρός. Συνήθως σέντερ μπακ. Μια-δυο φορές σε κάθε ματς επιχειρεί κατεβασιά με τη μπάλα στα πόδια - πολύ γέλιο. Μπορεί να είναι και σέντερ φορ με ανάλογα χαρακτηριστικά - το λεγόμενο «φουνταριστό» σέντερ φορ που ρίχνει άγκυρα στη μικρή περιοχή των αντιπάλων και προσπαθεί να πάρει τις κεφαλιές.
Κριάρια, από το Rams, είναι και το παρατσούκλι της Αγγλικής Derby County. Δεν υπάρχει - απαραίτητα - σχέση.
ُΣχετικά λήμματα: άμπαλος, Ampalinho (Αμπαλίνιο), δεν τη βρίσκει με τίποτα, δεντηβρίσκοβιτς, δεν κόβει ούτε με βαλέ, δρεπανηφόρο άρμα
O Aβραάμ μέχρι πρότινως ήταν ένα κριάρι. Ένα άμπαλο κριάρι, του οποίου το καλό όνομα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης (σχόλιο για τον κεντρικό αμυντικό του Ολυμπιακου Αβράαμ Παπαδόπουλο στο φόρουμ ΑΕΚΑΡΑ, www.rocking.gr)
Οτι είναι άτεχνος και ατσούμπαλος συμφωνώ,αλλά δεν αμφισβητώ πως είναι δυνατός και γρήγορος..Εξάλλου ο ¨Αντζας ξέρει πολλή μπάλα για σέντερ μπακ,αλληλοσυμπληρώνονται..Όλες οι ομάδες έχουν έναν κουμανταδόρο και ένα κριάρι στην άμυνα για να κάνει τη βρώμικη δουλειά... (από το www.fmgreece.gr, πάλι για τον Αβράαμ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.
Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.
Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.
Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.
Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)
Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)
Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).
Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).
Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)
Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ
Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)
Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).
Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)
Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).
Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο οπαδός ή μέλος του Ολυμπιακού, της ομάδας του λιμανιού του Πειραιά. Κάπως πιο εύσχημο και δημοσιοκαφρικό ή δημοσιογαυρικό από το μαουνιέρης, χρησιμοποιείται πάντως κυρίως από τους αιώνιους αντίπαλους, τους βάζελους.
ΧΑΡΕΙΤΕ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙΣΙΟΙ... ΜΟΝΟ ΩΣ ΤΑ PLAY OFF! Δεν αξήγητε αλλιώς αυτό που έγινε στο ΣΕΦ...ήθελαν να χάσουν από μόνοι τους οι παίχτες του Ζοτς, ας χαρούν αυτή τι νίκη οι Λιμανίσιοι...τα Play Off όμως ακολουθούν... (Εδώ).
Αυτοί είστε λιμανίσιοι! Παράγκες, παραρτήματα, σκάνδαλα και τώρα στημένα επεισόδια για να πάρουν τον Τζιμπούρ! Τους ξεφτίλισε ο ατζέντης του Αλγερινού! (Εδώ).
Λιμανίσιοι και σκάνδαλα πάνε πάντα παρέα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!