Γραμμή είναι εν προκειμένω η ιδεολογική γραμμή ως ένα καλούπι μέσα στο οποίο βάζουμε την εμπειρική πραγματικότητα για να την διαστρεβλώσουμε εξυπηρετώντας ένοχους προκρούστειους απριορισμούς μας.

Ο γραμμιτζής είναι αυτός που έχει κάνει την ιδεολογική γραμμή εργόχειρο, που την έχει πάρει εργολαβία. Περαιτέρω, υπάρχουν δύο είδη γραμμιτζή, ο μεν στα πολιτικά κόμματα, ο δεν στα μίντια, που τελικά όμως το ίδιο κάνουν.

  1. Γραμμιτζής στα κόμματα είναι όποιος προβάλλει, επιβάλλει ή ακολουθεί μία κομματική γραμμή, κυρίως ως προς το πώς πρέπει να αντιδράσει ένα κόμμα σε μια δεδομένη ιστορικοπολιτική συγκυρία. Υπάρχουν γραμμιτζήδες εκ του Περισσού, οι οποίοι το μυρίζονται το διαλεκτικό προτσές, και ως κομματικό ιερατείο το διερμηνεύουν και στους καθοδηγούμενους. Πλην γραμμιτζήδες δεν υπάρχουν μόνο στο Κόμμα (την μάνα όλων των γραμμιτζήδων), αλλά και σε κάθε κώμα. Εντέλει, ως γραμμιτζής χαρακτηρίζεται το κάθε κομματόσκυλο, είτε είναι λαϊφσταλινάτο αριστερόσκυλο, είτε λαϊφστιλάτο δαπόσκυλο, που έχει ως τελική καταξίωση το μάντρωμά του στο κυνοβούλιο.

  2. Ο γραμμιτζής μπορεί να είναι και ένας μεγαλόσχημος δημοσιοκάφρος, ο οποίος ορίζει την γενική γραμμή μιας εφημερίδας ή άλλου μηδίου και μετά οι μικρότεροι δημοσιοκάφροι το αναπτύσσουν με δική τους σάλτσα και τζιβιτζιλίκια. Λ.χ. πετάει την γραμμή «αγαπάμε Παπαδήμο» ή «πα μαλ ο Πικραμμένος» ή «φταίει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» και δώστου από κάτω τα τσιμπούκ-ογλάν παπαγαλάκια να δίνουνε ρέστα. Σε άρθρο στο protagon.gr (βλ. τρίτο παράδειγμα) δίνεται ως ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου spin doctor, δηλαδή του καλοθελητή που δίνει μια ελαφρά τροπή στην πραγματικότητα προς μια «δημιουργική» κατανόησή της, έτσι ώστε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο, ακόμη κι όταν είναι τελείως άδειο, ή μισοάδειο ακόμη κι όταν είναι τελείως γεμάτο. Ωστόσο, δεν έχω διασταυρώσει αυτήν την δεύτερη σημασία και η μόνη αδιαφιλονίκητη παραμένει η πρώτη.

  1. «i neolaia sto synedrio » ;;; den pistevw na les neolaia kati ideologika nekrous ksepesmenous gramitzides pou apoteri elpida tous einai mia thesi sto dimosio i ston kratiko mixanismo genikotera «otan tha rthoume sta pragmata» ; e; (Εδώ).

  2. Ena kratos me sapies tin ygeia tin paideia kai tin dikaiosini opou to rousfeti orgiazei gia na zoun kala oi dia viou politicantides kai kathe logis kareclokentauroi kai komatikoi gramitzides den mporei na epiviosei. (Εδώ).

  3. Οι Άγγλοι τους αποκαλούν spin-doctors και όταν ρώτησα κάποιον καλά μπασμένο στα δημοσιογραφικά μαγειρεία μου είπε ότι στα ελληνικά τους λένε «γραμμιτζήδες». Μπορεί να είναι σε κάποιο κόμμα ή σε έντυπο και κάθε τόσο λένε: Φουλ υπέρ του Αρχιεπισκόπου ή χώστε τα στον τάδε Υπουργό. Οι αποκάτω παίρνουν τη γραμμή και την μετουσιώνουν σε άρθρο με επιχειρήματα, πληροφορίες, έτοιμο γλειφιτζούρι για τον αναγνώστη. Έτσι λοιπόν την περασμένη εβδομάδα μια από τις γραμμές που εμφανίστηκαν ήταν και το «Παπαδήμος και για μετά». Ας μην είναι πρωθυπουργός αλλά έστω ας γίνει Αντιπρόεδρος. [...]
    Και δωσ’ του οι γραμμιτζήδες να προωθούνε τη γραμμή. Φυσικά θα μπορούσε να είχε βγει από χθες και να είχε πει καθαρά και τίμια: Έχω κι άλλα να κάνω, ευχαριστώ δεν θα συνεχίσω. Και εγώ θα είχα να του γράψω πολύ λιγότερα. (Από άρθρο στο Protagon.gr εδώ).

Spin doctor εν δράσει. (από Khan, 14/08/12)Βλ. σχόλιο Βράστα. Αλήθεια, τι εποχές κι εκείνες! (από Khan, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαράω κάρτα:

  • Συχνάζω τακτικά, με απαρέγκλιτο πρόγραμμα και πολύωρο ωράριο παραμονής σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή μέρος, το οποίο μπορεί να έχει υλική ή ακόμη και ηλεκτρονική (διαδικτυακή) υπόσταση. Π.χ. βαράω κάρτα στο Dr. Feelgood (ή οποιοδήποτε άλλο μπαράκι): Πάω με το που θα ανοίξει και ξημεροβραδιάζομαι εκεί, ή βαράω κάρτα στο slang.gr (ή σε οποιαδήποτε άλλη ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.α.): Είμαι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) όλη μέρα στημένος μπροστά από την οθόνη και διαβάζω ή γράφω ορισμούς και σχόλια. Η έκφραση μπορεί και στις δύο περιπτώσεις να μεταφράζεται σε εθισμό, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο.
  • Αναλώνω αρκετό ή όλο τον χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι (είτε πρόκειται για δραστηριότητα, είτε για κάτι άλλο), ή αφοσιώνομαι σε κάτι με σκοπό να εξειδικευτώ πλήρως σε αυτό. Η κάρτα στην προκειμένη υποδηλώνει ότι η ενασχόληση αυτή δεν αφήνει χρόνο ή μυαλό για οτιδήποτε άλλο, ή ότι πολύ απλά είμαι τελείως δοσμένος σε κάτι με δική μου επιλογή. Η ενασχόληση αυτή μπορεί να είναι αναγκαστική ένεκα των περιστάσεων (π.χ. έχω λάιβ μεθαύριο κι έχω βαρέσει κάρτα να ξαναπαίζω τα κομμάτια τριών δίσκων), απανθρακωτική (π.χ. βαράω κάρτα στο Playstation να παίζω Battlefield 3 κι έχω κλάσει) ή εθελούσια και ουσιαστική (π.χ. μια βδομάδα τώρα βαράω κάρτα στο λάπτοπ να γράφω σενάρια για το νέο φανζινάκι).

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση προέρχεται από την εργασιακή πρακτική του να χτυπάει ο μισθωτός εργαζόμενος την ειδική κάρτα κατά την άφιξη και αποχώρηση του από τον χώρο εργασίας, δηλώνοντας έτσι την συνεχή παρουσία του σε αυτόν καθ' όλο το ωράριο λειτουργίας μίας επιχείρησης. Η έκφραση συναντάται επίσης και στην πιο λάιτ (υφολογικά) βερσιόν χτυπάω κάρτα.

  1. Κάααααποτε υπήρχε πίσω από το Δημαρχείο ένα μικρό μπαράκι που το είχα κάνει στέκι για καιρό, η Κριστίν, υπάρχει ακόμα;
    Τι μου θύμησες τώρα ρε man!! Βαράγαμε κάρτα εκεί. Δυστυχώς όπως προανέφερε και ο φίλος Δημήτρης έχει κλείσει καιρό τώρα. :( (Από εδώ)

  2. Νομίζεις ότι όλοι έχουν παρέες που έχουν ως κοινό ενδιαφέρον τις μοτοσυκλέτες, ή ότι όλοι βαράνε κάρτα σε forum;Άνοιξε ένα απ΄τα τελευταία τεύχη μοτοσυκλέτας που κυκλοφορούν και δες πόσες σελίδες διαφημιστική καταχώρηση έχει. (Από εδώ)

  3. χα, ετσι παει μαλακα
    για μας δεν ειναι hobby εμεις με το που ξυπναμε βαραμε καρτα
    κι εχω, δεν εχω την αναγκη να πω οτι το κανω καλυτερα απλα
    καμια φορα δεν κρατιεμαι και πρεπει να στα πω (χιπ-χοπ άσμα από εδώ)

  4. Εχουμε να αναμετρηθούμε με τη δύναμη της συνήθειας σε έναν τρόπο δουλιάς πολύ μακρινό από τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Κι ως εργάτες χρειάζεται καθημερινά να «βαράμε κάρτα» στο ΔΙΑΒΑΣΜΑ και την ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ. Καλή δύναμη σε όλους. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία αποτελείται από δύο συνθετικά: παπαριά + βιολί.

Οι μεν παπαριές σημαίνουν τις μαλακίες που μπορεί κάποιος να λέει, και το βιολί προκύπτει από την φράση: Και αυτός το βιολί του.

Και τα δύο μαζί, συνθέτοντας την λέξη παπαροβιολιές, υποδηλώνουν ότι κάποιος, εκτός από τις μαλακίες που λέει, έχει και εμμονή με τις συγκεκριμένες έτσι ώστε να τις επαναλαμβάνει συνεχώς.

- Συνάντησα τον Σωτήρη προχθές τυχαία μετά από πολύ καιρό.
- Τι κάνει;
- Τα γνωστά. Τις ίδιες παπαροβιολίες λέει ως συνήθως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λες όταν κάποιος κάνει (ή λέει) ξανά ένα πράγμα, ενώ έχεις την εντύπωση πως δεν θα το ξανάκανε.

Επίσης όταν κάποιος επιμένει σε κάτι και προσπαθεί για δεύτερη (ή και για πολλοστή) φορά.

  1. Της είπα χίλιες φορές να κλείνει την πόρτα γιατί βγαίνει το σκυλί έξω. Ατού ο Γαβρίλης! Αυτή εκεί! Δεν καταλαβαίνει! Να πάει να το βρει μόνη της τώρα.

  2. Ό,τι και να κάνει δεν θα ρίξει την Ελένη. Αφού την ξέρω. Αυτή είναι ψωνάρα. Τον έχει φτύσει τρεις φορές μπροστά σε κόσμο, κι αυτός ακόμα προσπαθεί. Ατού ο Γαβρίλης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified