Further tags

Διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους δημόσιας χρήσης που κανείς δε φροντίζει και γι' αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια.

Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα.

Σημείωση: η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πλαστικό φυτό που βρίσκεται σε κάποια γωνία δημόσιας υπηρεσίας και υποτίθεται πως κάνει πιο ευχάριστο τον χώρο. Τις περισσότερες φορές συνυπάρχει με μια μεγάλη αφίσα από το ναυάγιο' στη Ζάκυνθο ή κάποια παραλία της Λευκάδας.

- Βρήκα ένα αθλιόφυτο καταπληκτικό χτες, καιρός να πετάξουμε αυτό και να πάρουμε ένα καινούργιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταινία που συνήθως κάνει μπαμ ότι είναι αμερικάνικη, είτε για το κλασσικό happy end της είτε γιατί είναι υπερπαραγωγή, είτε γιατί είναι πολύ προβλέψιμη. Πολύ πιθανόν να είναι και μια βλακεία.

- Τι ταινία πήρες για το βράδυ;
- Δεν θυμάμαι τον τίτλο.
- Κατάλαβα... Πάλι καμιά αμερικλανιά θα πήρες.

Λογοπαίγνιο πάνω στο αμερικανιά.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα ποτήρια».

- Πήρα από το ψυγείο την κανάτα με μπουζάτο νερό και γέμισα το απλυτήρι μέχρι πάνω.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαντικό τμήμα της εκκλησίας, το οποίο ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το τι κάνει ο κόσμος με το πουλί του (και με τα πουλιά των άλλων) και με την υπό όρους παροχή βοήθειας και τη μανιακή πεποίθηση ότι μόνο οι βοθρόδοξοι κατέχουν τα κλειδιά για την πόρτα ασφαλείας του παραδείσου, αφού ο Θεός τούς έχει δώσει αποκλειστικό πληρεξούσιο. Κατά κύριο λόγο απειλούν τους μη πιστούς, δηλαδή τους μη αρκούντως διαπιστευμένους φανατικούς βοθροδόξους, ότι θα πάνε στην κόλαση, ενίοτε δε δίνοντάς τους και μια γεύση του Σατανά με τη δική τους συμπεριφορά. Δυστυχώς, αγνοούν ότι η απειλή της κόλασης είναι άνευ νοήματος για όσους έχουν ζήσει μποτιλιάρισμα στη Σόλωνος όταν κλείνει το Σύνταγμα.

Δεν χρειάζεται παράδειγμα καθότι ήτο σαφές, νομίζω.

Lost Bodies - Παιδικός οδηγός εξομολογήσεως, η βοθροδοξία σε όλο της το μεγαλείο... (από Cunning Linguist, 20/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα που έχει πάψει να είναι χρώμα και είναι απλώς βρώμικο, το χρώμα της βρωμιάς.

Δεν αγόρασε τα μπεζ σουέντ παπούτσια γιατί σε λίγους μήνες θα γινόντουσαν βρωμυλί.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις, καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο.

- Και μου λέει «αχ, σου κρέμεται μια κλωστούλα»... Την τραβάει που λες και έφυγε όλη η τσέπη...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά. Η λούγκρα εμιγκρές, που φεύγει από χώρα με καθεστωτική ομοφοβία (σ.ς.: λ.χ. από την Ελλάδα για να φέρω ένα τυχαίο παράδειγμα), και σεξομεταναστεύει σε μεγαλούπολη της Δύσης, που διακρίνεται για την ομοφυλοφιλόφιλη αύρα της. Τόποι υποδοχής- παράδεισοι εμιλουγκρέδων είναι η Μπαρτσελόνα, το Σαν Φρανσίσκο (Castro), το Marais στο Παρίσι, ΟΛΗ η Αγγλία, διάφορες συνοικίες της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου (ασφαλώς και άλλα μέρη που μου διαφεύγουν). Από εκεί τείνει ευήκοον ους προς τις καταπιέσεις ομο-ομοφυλοφίλων του και άλλα κρούσματα σεξουαλικής μισαλλοδοξίας στην χώρα προέλευσης και γρηγορεί για να τα καυτηριάσει, πάντα όμως εκ του ασφαλούς από τον λουγκροπαράδεισο, όπου λιάζεται τε και ξεκωλιάζεται. Η αναλογία είναι προφ προς τους πολιτικούς εμιγκρέδες από αυταρχικά καθεστώτα, όπως οι Ρώσοι εμιγκρέδες στο Παρίσι, ή οι Ιρανοί εμιγκρέδες τώρα στην Αμερική ένα πράμα.

- Πώς πήγε ρε Περιεργόπουλε το ταξίδι σου στο Σαν Φρανσίσκο;
- Καλά ήτανε, αλλά συνάντησα τον παιδικό μας φίλο, ξέρεις τον Τέλη τον Λομπαρδιάρη και πολύ με προβλημάτισε... Μού 'λεγε πώς αντέχω και κάθομαι στην Ελλάδα, όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά υπάρχει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα στον αέρα...
- Νταξ μωρέ, τον εμιλουγκρέ κάθεσαι και ακούς;...

Jean Marais. Έχει και το όνομα και την χάρη. (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified