Further tags

Η μεγαλοφυής απάντηση του Λαζόπουλου στον Καρβέλα (18/12/07, Αλ Τσαντίρι Νιουζ):

Πάει ο Νίκος στο δάσος. Άντρακλας ο Νίκος, βλέπει ένα μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται ένας μεγάλος μακάκας από πίσω, και του λέει, ή σε σκοτώνω, ή κάνουμε σεξ. Άντρακλας ο Νίκος, αλλά τι να κάνει, στήνει κώλο, τον γαμάει ο μακάκας από πίσω. Γυρνάει ο Νίκος στο σπίτι, δεν του σηκώνεται τρεις βδομάδες.

Πάει στο δάσος, βλέπει το μεγάλο το μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται ένας πιο μεγάλος μακάκας από πίσω, και του λέει ή σε σκοτώνω ή κάνουμε σεξ. Τι να κάνει ο Νίκος, στήνεται στα τέσσερα. Από πίσω ο μακάκας του κάνει τα δικά του. Γυρνάει ο Νίκος στο σπίτι, πέντε βδομάδες δεν του σηκώνεται.

Πάει ξανά στο δάσος, βρίσκει τον πιο μεγάλο μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται από πίσω ένας μακάκαρος μεγάλος μεγάλος και του λέει:

-Ρε Νίκο, παραδέξου ότι δεν έρχεσαι στο δάσος για το κυνήγι!

Ξέσκισέ τους όλους Λάκη, μην κωλώνεις!

Και η τρασιάρικη παρέμβαση του Στράτου Λασκαρίδη στην έριδα. (από Khan, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιεκτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα ανόητη και σπαστικιά. Έχει γνώμη για όλα και γνώση για ελάχιστα και συνδυάζει την πολυλογία με την ενοχλητική φωνή. Συνήθως άνω των 40.

Είναι σύνθετη λέξη από το κόρακας (με μετατροπή του -ο σε ) + αηδόνι. Η καρακαηδόνα νομίζει ότι είναι αηδόνι και επιβάλλεται να κελαηδήσει, όλοι οι άλλοι την βλέπουν ως κοράκι και παρακαλούν από μέσα τους να βγάλει τον σκασμό.

  1. - Το ίντερνετ διαφθείρει τη νεολαία ... Αν διαβάσετε αυτά τα βλογκς, θα φρίξετε...
    - Ε, εντάξει... δεν είναι και τόσο δραματικά τα πράγματα κυρία Χατζηκωλάρα μου... Μην ανησυχείτε και τόσο πολύ... (ουστ, μωρή καρακαηδόνα πού 'μαθες και τα μπλογκς κι έχεις κι άποψη ...)

  2. Η καλύτερη δυνατή επιλογή γι' αυτό το show. Eίναι χαριτωμένη, είναι γλυκιά, είναι κεφάτη κι όχι καμιά σιτεμένη καρακαηδόνα κι ας την αφήσουμε κι εμείς να κάνει το κέφι της όσο καλύτερα μπορεί. (Από σχόλιο σε forum μετά την επιλογή της Καλομοίρας για τη Γιουροβίζιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και χοντρός και αμπλαούμπλας και στόκος. Οπωσδήποτε βλέμμα μοσχαρίσιο απλανές.

Αν και η λέξη είναι αρσενικού γένους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες εφόσον πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

Ιδιαίτερα απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Τον κάνει ιδιαίτερα βαρύ η παρουσία του συμφωνικού συμπλέγματος -γλ- το οποίο είναι ιατρικώς τεκμηριωμένο ότι μπορεί να προκαλέσει ανεξέλεγκτα αισθήματα βαθύτατης αηδίας π.χ. γλίτσα και γλιάμπουρας

Σχετικά λήμματα: τα ζώα μου αργά, χαϊβάνι

- Άσ' τονε τον βόιδαγλα ... χάνεις τα λόγια σου ... ένα όρθιο, τελειωμένο ζώο είναι.

(από poniroskylo, 08/05/08)(από poniroskylo, 08/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είδος χιμπατζή που αυνανίζεται πού και πού...
  2. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε κάποιον πιο ευγενικά μαλάκα.
    (Έγινε πιο γνωστός από τότε που τον ανέφερε ο Λαζόπουλος!)
  1. - Κοίτα έναν μακάκα στο δέντρο!

  2. - Είσαι πολύ μακάκας όμως!

(από Khan, 17/05/12)

Ο χιμπατζής λέγεται μακάκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανόητο και αφελές παιδί...

Βρε κουτάβι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετσι λέμε χαϊδευτικά τη γάτα, φόρος τιμής στη διάσημη Ψιψινέλ από τα κινούμενα σχέδια Στρουμφάκια.
Επίσης το χρησιμοποιούμε και για τη ναζιάρα γυναίκα.

Τι ωραία ψιψινέλ είναι αυτή! Μπορώ να τη χαϊδέψω ή γρατζουνάει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γατάκι στην ποικιλία της Κρήτης, καθώς και σε άλλες ποικιλίες, όπως της Σαλαμίνας. Χρησιμοποιείται και για άνθρωπο αδύναμο και τρυφερό.

Άντρες θαμαστούς εφτά ήπνιξα ωσάν κατσούλια (Μάρκος-Αντώνιος Φώσκολος, Φορτουνάτος, π. 1655, Δ´ 292· Δ´ 204).

Got a better definition? Add it!

Published