Ο πόζερος. Αυτός που δεν ξέρει από μουσική και θεωρεί μαγκιά και ψαγμένη την κολλεγειακή πανκ (και καλά) της Αμερικής. Χαρακτηρίζεται από το επιτηδευμένο χύμα στυλ ρούχων. Οι πιο κουλ τύποι έχουν την πιο περίτεχνη φράντζα και τρύπα στο μάγουλο. Συχνάζει κυρίως στα ΒΠ Αθηνών.

- Ποιοι δεν κουνιούνται καθόλου σε μια συναυλία που τα σπάει;
- Οι ημοκουράδες!!

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διασταύρωση της λέξης ίμο (αγγ. emo = emotional) και της λέξης σαλούφα. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά για να χαρακτηρίσει άτομα που βρίσκονται στην κατηγορία ίμο (emo).

-Κοίτα το ρε το ιμοσάλουφο.
-Ναι! Η φράντζα κοντεύει να του φτάσει στα βυζιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας.

Προφανώς, το μικρό σχήμα του άκακου και συμπαθέστατου οργάνου έγινε η αιτία να περιπέσει σε τέτοια εννοιολογική δυσμένεια.

-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα χαμηλού επιπέδου. Η χαζοβιόλα.

- Άντε προχώρα μωρή τρομπέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακοφωνίξ σαξοφωνίστας, αυτός που εκτελεί στην κυριολεξία το κομμάτι του. Από το σαξόφωνο + φονιάς, αν έχετε απορία.

Ο σολίστ αρρώστησε και τον αντικατέστησε ένας άλλος. Εμείς όμως ξέραμε ότι πρόκειται περί σαξοφονιά κι έτσι δεν πήγαμε στη συναυλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Βλέποντας ένα σχόλιο που είχε γίνει πιο πριν πήρα το θάρρος να γράψω γι' αυτό το μελανό σημείο στην ιστορία του μέταλ.

Χωρίς πολλά πολλά θα πρέπει να πούμε ότι ο Dave Mustaine ήταν παμπάλαιο μέλος του συγκροτήματος Metallica. Τώρα είναι στους Megadeth.

Χρησιμοποιείται κυρίως ως βρισιά και αναφέρεται σε κάποιον που είναι ζηλιάρης και προκομπλεξικός. Νομίζει ότι είναι τα πάντα και ότι μετά από αυτόοον το χάααος, το τίποτα... Σε φάσεις π.χ. όπως μια ομαδική εργασία, ο Ντέιβ Μαστέιν της παρέας γυρνάει παντού και λέει «Εγώ την έκανα μόνος μου» και «εγώ ήμουν ο βασικός πυρήνας της εργασίας» και ΤΚ9... Στην ουσία παίζει να ήταν και το παιδί για τα νερά...

Αγαπημένες φράσεις: ΕΓΩ, εμένα, μου, με αδίκησαν, είμαι, έκανα, είπα...

- Εγώ έκανα τα πάντα στο γκρουπάκι αυτό. Εγώ, εγώ, εγώ... πριν μου δώσουν το εισιτήριο στο χέρι, είχα πηδήξει τη γκόμενα του αντικαταστάτη μου χαχαχαχαχαχαχα...
- Άσε ρε Μαστέιν τις μπούρδες, αφού δεν ήξερες καν ποιος θα σε αντικαθιστούσε...

(από poniroskylo, 22/05/09):) (από mariahomorfi, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαγλαμάς = Όργανο...!

Λαϊκιστί και καραγκιόζης..!!!

Α ρε μπαγλαμά...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του μαλάκας.

Εκ της γνωστής ατάκας του Χ. Κλυνν «δεν μας χέζεις ρε Νταλάρα!»

Τί είπε πάλι ο νταλάρας!

(από Khan, 19/03/15)

Δες και νταλαροειδές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εξελληνισμένη λέξη που προέρχεται από την αντίστοιχη αγγλική «punk» η οποία συνοψίζει σημασιολογικά το look με σκισμένα ρούχα, αλυσίδες σε πρόσωπο και σώμα, μαλλί άλουστο και κατά προτίμηση βαμμένο ροζ ή πράσινο (χωρίς να είναι απόλυτη η επιλογή χρώματος), μουσική είτε μέταλ είτε ντίσκο των '80s κ.τ.λ. Βασικά χρησιμοποιείται υποτιμητικά από μη θιασώτες του συγκεκριμένου στυλ.

Σχετικό λήμμα: κατσαπάνκης

Αυτό το πανκιό την Αννούλα που ακούει Metallica μπροστά σε κόσμο και Πλούταρχο όταν είναι μόνη της, ποιος την κάλεσε πάλι;;;

Σχετικό: χαοτικός πάνκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified