Απαντά με δύο τελείως ετερόκλητες σημασίες.
Πρώτον, για να δηλώσει ότι ο ντιτζέι στο μαγαζί είναι τόσο γιατομπούτσο, που άμα δεν πιεις, δεν την παλεύεις μία. Και δεύτερον, αντί του «θα τον πιούμε», δηλαδή όταν βιώνεται το χρονικό ενός προαναγγελλόμενου πέοντα.

Αποτελεί εμφανή παραποίηση ονόματος γνωστού διατρίψαντος περί την καλλιτεγνείαν, του οποίου θα διατηρήσουμε την ανωνυμία.

  1. - Γιατί τραβιόμαστε σ' αυτό το σκατόκλαμπο κάθε φορά με τον ντιτζέι πιέστο, δεν μπορώ να το καταλάβω. Πιάσε μια γύρα σφηνάκια, κολλητέ.

  2. - Αύριο παίζουμε με το Ξανθό Γένος.
    - Καλά, ντιτζέι πιέστο. Κερνάει καπότες ο Πούτιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο απο το δίδυμο Τσακνής και Μαχαιρίτσας, υποδηλώνει μια ειρωνική διάθεση για το ελληνικό ροκ που παίζουν μουσικοί μεγάλοι σε ηλικία που άκμασαν πολλά χρόνια πριν.

- Τι έγινε με την φοιτήτρια που γνώρισες στην πορεία για την διάσωση του ροζ μπαμπουίνου του Θιβέτ ;
- Άσ' τα, έχουμε γυρίσει όλες τις εντεχνοπουρόκ συναυλίες, έχω πήξει στους Γιαχνή και Μαγειρίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ή γέρος, fun της Goth μουσικής και lifestyle, που χλαπακιάζει ασυστόλως burgers, πατατάκια, πίτσες και παιδάκια με το αίμα τους, με αποτέλεσμα να γίνεται παχύσαρκος και να μεγαλώνουν τα βυζιά του. Επιμένει να φορά όμως κολλητά μαύρα και δερμάτινα και μπιχλιμπίδια και να γίνεται ρόμπα στους Goth κύκλους. Από Βισιγότθος.

- Ακούνε οι ελέφαντες Goth; - Ο Λάκης είναι, ο Βυζιγότθος.

(από xalikoutis, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ειρωνικό παρατσούκλι του τραγουδιάρη Κώστα Χαριτοδιπλωμένου, που προκύπτει αν εξαγάγεις τα δύο αντίθετα από τα δύο συνθετικά του πραγματικού του ονόματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιάρηδων μιας εποχής, όπως καλή ώρα ο Δάκης, η Πωλίνα, η Αλέξια, η Μαντώ κ.ο.κ. Μπορεί να λεχθεί για πλάκα και με την κυριολεκτική του σημασία για κάποιον που δεν προσέχει την εμφάνισή του.

- Και ποιος θα τραγουδάει εκεί που μας πας; Ο Αχαροτσαλακωμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική φράση που απευθύνεται με έντονο απαξιωτικό μορφασμό, για κάποιον τραγουδιστή, ή για κάποια τραγουδίστρια τελευταίας κλάσης (βασικά για κλάσιμο είναι). Για κάποιο άτομο που θεωρεί πως είναι το... μουσικό ταλέντο.

Μιλάμε για κάποιο ψώνιο, για κάποιο άτομο συμβατών προδιαγραφών με το Ανίτα show (δες και γαργάρα με ξυλόπροκες), για κάποιον Κακοφωνίξ, για κάποιο εντελώς ατάλαντο μουσικά άτομο, που ωστόσο όμως μπορεί να διακρίνεται για άλλα ταλέντα (π.χ: μπορεί να μιλάμε για κάποια με φωνητικές δυνατότητες α λα Μαρία Κάβλας, για κάποια φραπεδιάρα, για κάποια χορεύτρια, κλπ).

Πολλά απ' αυτά τα άτομα τραγουδούν σε κέντρα ftpπροδιαγραφών. Πάντως όποιος πάει για να ακούσει ποιοτικό άσμα εκεί, τα 'πιασε τα λεφτά του. Όπως λέει κι η Σαπφώ: Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες. Και στη φάση αυτή, μιλάμε για κακαρίσματα.

Το υποτιμητικό της φάσης βγαίνει από το γεγονός, πως ενώ η φράση θυμίζει σκάλα του Μιλάνου (που παραπέμπει σε όπερα και σε μουσική υψηλού επιπέδου), γίνεται η ανατροπή μιλώντας για Σκάλα του Ωρωπού (δεν μιλάμε δηλαδή για σκάλα με όπερα, αλλά για λιμάνι).

Μιλάμε δηλαδή για κάτι άσχετο. Και επομένως παραπέμπουμε έτσι σε κάποιον ατάλαντο στο τραγούδι.

Όσο πιο χάλια αντίληψη έχουμε για την περιοχή του αναφερόμενου λιμανιού, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η απαξίωση.

Σημείωση:

1) Μπορούμε να κάνουμε παύση μεταξύ της λέξης σκάλας και της λέξης Ωρωπού, για να δημιουργηθεί εντονότερη η εντύπωση περί σκάλας του Μιλάνου στο μυαλό του συνομιλητή μας, πριν την ανατροπή που θα ακολουθήσει.

2) Αντί για σκάλα Ωρωπού θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σκάλα Πολυχνίτου, Καλλονής και γενικότερα για οποιαδήποτε σκάλα λιμανιού.

- Αυτή την τραγουδίστρια που μου σύστησες χθες στο σπίτι σου, δεν την έχω ξανακούσει. Καλή είναι; Πού τραγουδάει;
- Καλή;... Μόνο καλή; Να φανταστείς... τραγουδάει στη σκάλα... - Σκάλα;... Σκάλα του Μιλάνου;
- Περίπου. Σε σκάλα τραγουδάει κι αυτή, αλλά όχι στη σκάλα του Μιλάνου. Στη σκάλα... του Ωρωπού τραγουδάει βρε! Πού να τραγουδάει μωρέ; Στο κέντρο «Τα κακαρίσματα», στην εθνική οδό. Αλλά, δεν μπορείς να πεις; Από μουνί... φωνάρα η τύπισσα. Μιλάμε για... βιρτουόζο στον χειρισμό πουλόφωνου. Όχι αστεία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα χρησιμοποιείται ως σκόπιμη παραλλαγή της λέξης «βάρδος», προσδίδοντας στα λεγόμενα μας μια σκωπτική διάθεση όταν αναφερόμαστε σε κάποιον γνήσιο λαϊκό τραγουδιστή. Βέβαια, καλό είναι να μη μας ακούσει ο ίδιος, γιατί συνήθως πρόκειται για ασίκη τύπο που ξηγιέται μόρτικα και δεν είμαστε για τέτοια.

Σημειωτέον, για να χαρακτηριστεί ένας αοιδός ως «λαϊκός φάρδος», πρέπει να συγκεντρώνει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

  • ηλικία άνω των 60 και παραπανίσια κιλά
  • χρυσά δόντια, πούρο, γκρίζα περούκα και μαύρο γυαλί ηλίου
  • να έχει κάνει πάνω από 5 come back στην πολυκύμαντη καριέρα του
  • να τραγουδάει άσματα με παρατεταμένες χασμωδίες όπως -εεεεε, -ουουουου, -αααααα, -οοοοοο κ.λπ. και
  • τα άσματά του να περιέχουν τετριμμένες, «φθηνές» ομοιοκαταληξίες του τύπου «χέρια-μαχαίρια», «μάτια-κομμάτια», «μόνος μου-πόνος μου»

- Κοντά μας έχουμε έναν γνήσιο λαϊκό φάρδο, τον Μπάμπη Μπουλκουμέ, που θα μας μεταφέρει με τα χασικλίδικά του στην Τρούμπα του Μεσοπολέμου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που το παίζει σε στυλάκι Μπομπ Ντύλαν και είναι μονίμως ντίρλα.

How many beers has a man to drink, before they call him Bob Dyrlan; The answer my friend is blowing in the wind, the answer is blowing in the wind...

DYRLAN (από sexpeer, 29/04/09)Bob Dyrlan και John Lennon (από Vrastaman, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Κούλης (Κυριάκος) που ακούει cure.

  2. Ο Κούλης (Κυριάκος) που θεραπεύει ή που χρήζει θεραπείας.

  3. Όρος παραπλανητικός που απευθύνεται, εξ απαλών ονύχων, σε χαζοχαρούμενα τσιφτετελοκοριτσάκια, βαριά μέχρι 18, προκειμένου να πειστούν να ακολουθήσουν τους γκοθάδες συμμαθητές τους στο σκοτεινό μπουντρούμι, έχοντας πιστέψει ότι θα ακούσουν ελληνάδικα, και να χάσουν το αίμα τους από δαύτους.

  4. Συνειρμός που γεννάται σε περιδιαβαίνοντες έξω από τα καφέ στην πλατεία Εξαρχείων, την πάλαι ποτέ εναλλακτικογέννα, την οποία πλέον έχουν αλώσει αλλότριοι πληθυσμοί του κολωνακιώτικου τρεντ, καθώς «εκεί που άκουγες τους Cure τώρα ακούς Κουρκούλη».

  5. Συνειρμός που γεννάται όταν βλέπεις τα παιδάκια emo να ψωνίζουν στο Κολωνάκι ή σε κλαμπ στην παραλιακή.

  6. Κοργιαλάς.

- Κορίτσα, πάμε «κρύπτη» το Σάββατο.
- Μα, Δαμιανέ, πού να πάμε, να ακούσουμε τα άγρια και τα καταθλιπτικά που ακούς εσύ;
- Ελάτε, ελάτε, θα σας αρέσει. Θα παίζει και κιουρκούλη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified