Selected tags

Further tags

Δοκιμαστική ηχογράφηση που προορίζεται για ιδία χρήση ή για προώθηση.

Τα «Μωρά» είχαν ηχογραφήσει σ' ένα ντέμο πριν διαλυθούν ένα τραγούδι με τίτλο «Αδρεναλίνη». Όταν διαλύθηκαν, ο Παυλίδης το πήρε, άλλαξε τους στίχους (κράτησε μόνο το γενικό νόημα), κράτησε ένα-δυο ριφάκια από το αρχικό και έκανε την «Αδρεναλίνη» που γνωρίζουμε σήμερα. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιφτετελέ dance κομμάτι.

Θα πάμε σε ελληνάδικο να ακούσουμε χουρεφτικά τραγούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γραφή λιοτριβιό σημαίνει λιοτρίβι, ελαιοτριβείο και είναι ιδιωματισμός (σε ακραίες καταστάσεις απαντά και ως λιτρουβιό). Στη γραφή λιοτριβyo και την αντίστοιχη προφορά περιγελά την απαραίτητη σε κάθε σύγχρονο μουσικό κομμάτι (από αρενμπί μέχρι Πέγκυ Ζήνα) παρέμβαση ενός μπλακ μπράδερ που ραπάρει λίγο, έτσι, για να σπάσει η μονοτονία, ή και την σχετική προσωρινή στροφή πολλών καλλιτεχνών. Η εκφορά της λέξης συνοδεύεται συνήθως από τις αντίστοιχες (λιοτριβ)yό χειρονομίες, με τις οποίες μπορεί κανείς να πάρει και απαλλαγή από το στρατό, τη γυμναστική, τα θρησκευτικά και άλλα. Κατ' επέκτασιν, χαρακτηρίζει και όσους συμπεριφέρονται ανάλογα με αυτό το είδος μουσικής, και συνεπώς δεν πηγαίνουν στρατό, δεν κάνουν γυμναστική και δεν παρακολουθούν θρησκευτικά.

- Την είδε ξαφνικά και ο Μαζώ λιοτριβyό, γέννημα θρέμμα Δυτικής Αττικής κ μια μάντρα αρχίδια να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επική διάθεση που σε κάνει να θέλεις να φορέσεις την πανοπλία σου, να πάρεις το σπαθί σου, να καβαλήσεις το άλογό σου και να αρχίσεις να θερίζεις εχθρούς (ή κάτι ανάλογο).

Η επικίλα προκαλείται από διάφορα ερεθίσματα: από επική μουσική (π.χ. κλασσική ή epic metal), από επικά έργα, από επικές ομιλίες (π.χ. την ηρωική ομιλία του Churchill το 1942, στον Β' Παγκόσμιο) κτλ. Μια μεγάλη επική στιγμή της σύγχρονης Ελλάδας είναι η τελευταία εκπομπή του Καναλιού 67 (15-9-1993), με τον Βασίλη Λεβέντη να τα δίνει όλα.

  1. - Τι ψωνάρες που είναι αυτοί οι Manowar...
    - Ψωνάρες ξεψωνάρες, τα πρώτα τους άλμπουμ βγάζουν τέτοια επικίλα που θες να πάρεις το σπαθί σου και ν' αρχίσεις να θερίζεις κεφάλια!

  2. - Πώς ήταν η ταινία;
    - Καλά, έβγαζε πολύ επικίλα μιλάμε!

  3. - Ρε τον αλήτη, είδες πώς μας παράτησε για να πάει σε άλλο συγκρότημα;
    - Άσε, έχω τρελά νεύρα... Βάλε Λεβέντη να ακούσω επικίλα μπας και ξεδώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό pose (= κάνω επίδειξη):

(1) Η πράξη που γίνεται με επιδεικτική υπερβολή και αποσκοπεί στο να τραβήξει την προσοχή των άλλων. Όταν π.χ. κάποιος σφίγγει το ποντίκι για να κοιτάξει το ρολόι του, έχουμε μια ποζεριά καραμπινάτη...

(2) Ποζεράδικο τραγούδι, δηλαδή τραγούδι poser συγκροτημάτων που έχουν σαν χαρακτηριστικό τη σαχλή μουσική και στίχους (κάτι σαν ελαφρολαϊκό σε 80s μέταλ), το ανδρικό μακιγιάζ και την κατάχρηση της λακ... Παραδείγματα: Cinderella, Jon Bon Jovi, Motley Crue, Ratt, Poison κτλ (βλέπε φωτογραφίες, αλλά και το λήμμα ποζεράς).

  1. - Ρε τον σκατόφλωρο, έβαλε τη δικιά μου στο κάμπριο δήθεν για να την πετάξει σπίτι και άρχισε τις κωλιές και τα μπαντιλίκια...
    - Λες να ψάρωσε με τις ποζεριές του;
    - Δεν ξέρω ρε φίλε, αλλά μου τη σπάει πολύ και τον βλέπω να τρώει κάνα ταβερνόξυλο ο χλεχλές...

  2. - Λοιπόν εγώ στο Wizard δεν ξαναπατάω... Σιχάθηκα τη ζωή μου με τις ποζεριές που έπαιζε εκεί μέσα!

Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το death metal τραγούδι. Χαρακτηριστικό του είναι οι βαριές, χαμηλά κουρδισμένες κιθάρες, τα βοθραλέα φωνητικά και οι splatter/κλινικοί/αηδιαστικοί (συνήθως) στίχοι (παραδείγματα τίτλων: "Fucked with a knife", "Necrocannibalistic vomitorium", "Lavaging expectorate of lysergide composition", "Regurgitated guts" κτλ). Πέρα από το death metal πάντως, καφρίλα λέμε και τραγούδια άλλων ειδών του metal που όμως μοιάζουν αρκετά (π.χ. grind).

Η λέξη καφρίλα δεν έχει απαραιτήτως κακή σημασία: αν και οι πολέμιοι του τον χαρακτηρίζουνε κάφρο, ο οπαδός του death metal το έχει τιμή του και καμάρι του!

- Πάμε στο Texas; Την τελευταία φορά έβαλε Death και στο καπάκι Pestilence...
- Έτσι, έτσι ρε φίλε, καφρίλες!! Πάμε!

Cannibal Corpse - Sentenced To Burn!!!!! (από Cunning Linguist, 30/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει να προέρχεται από τα βάθη του βόθρου. Συνήθως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει φωνητικά όπως αυτά που συνηθίζονται στο death metal (βλέπε καφρίλα και άκου το ηχητικό δείγμα).

- Πώω ρε φίλε, άκου βοθραλέα φωνή ο Corpsegrinder...!
- Σπέρνουν οι Cannibal Corpse!

Six Feet Under - War Is Coming (από Cunning Linguist, 30/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεταλλάς που ακούει ή παίζει καφρίλες, δηλαδή death metal (αλλά και γενικά όποιο παρακλάδι του μέταλ περιέχει πολλή βαβούρα και βοθραλέα φωνητικά). Στα ντουζένια του ο καφρομεταλλάς δεν θέλει να έχει καμιά απολύτως σχέση με ποζεριές, η τραγική του κατάληξή είναι όμως συχνά ακριβώς αυτή: κουρασμένος από τις πολλές καφρίλες, το γυρίζει τελικά στα αγαπησιάρικα, και όποιος δεν με πιστεύει, ας ρωτήσει τον Σπύρο των Deviser...

- Να πάρουμε για κιθαρίστα τον Τάσο;
- Τι λες ρε μαλάκα, αυτός είναι καφρομεταλλάς, δεν κολλάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified