Further tags

Υβριστικά ο Ελλαδίτης, αποκαλούμενος έτσι από Ελληνοκύπριο.

- Καλά με πουστοκαλαμαράδες κάνεις παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάληξη που σημαίνει -ούδια, -άκι. Έγινε γνωστό στην Ελλάδα απο τα φιλούθκια της Φραντσέσκας Μελά (Big Brother 2).

Ο ενικός είναι -ούι (πχ. φιλούι = φιλάκι).

Φιλούθκιααααα!

(από Khan, 19/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συνείδηση του Ελλαδίτη, οι Κύπριοι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Όνομα και επίθετο είναι ίδια (πχ. Νίκος Νίκου)
2. Βάζουν παντού ν (πχ. εις την Τζύμπρον)
3. Κοτσάρουν αγγλικές λέξεις (anyway, τι άλλα;)

-Πως σε λένε φίλε;
-Γεράσιμο Γερασίμου.
-Κύπριος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γάιδαρος, ο. Τοπικός χαρακτηρισμός από την Κάσο.

Όπως λέει και ένα κασιώτικο παραδοσιακό τραγούδι, «ρίχνω του γάρου άχυρα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν κουμπάρος είναι ο συνέταιρος στο έγκλημα που λέγεται γάμος, κατέχων μάλιστα την τιμητική και εξόχως σημαντική θέση του εκτελεστή.

Βέβαια η καλοκάγαθη φύση του Έλληνος θεωρεί τον κουμπάρο φιλικό και άκακο ον, με αποτέλεσμα η προσφώνηση «κουμπάρε» να είναι συνώνυμη με άλλες τιμητικές / θετικού χαρακτήρα προσφωνήσεις όπως πρόεδρε, αρχηγέ, ψηλέ, μάστορα, γιατρέ μου, δικέ μου, πατριώτη, φίλε, φιλάρα, παληκάρι, αδερφέ και διάφορα άλλα που μου διαφεύγουν (όχι για πολύ).

Οι πρώτοι διδάξαντες στη συγκεκριμένη προσφώνηση είναι οι Κύπριοι αδελφοί μας που τη χρησιμοποιούν με την ίδια συχνότητα που εμείς οι καλαμαράδες χρησιμοποιούμε το «μαλάκα».

1
- Γεια σου ρε Νώντα τσίφτη, τι χαμπάρια;
- Έλα ρε κουμπάρε, χαθήκαμε. Πάμε για κανα ουζάκι να τα πούμε με την ησυχία μας.

2
- Πόσο έχει αυτό εδώ το μπλε;
- 59 ευρώ.
- Ε, ρε κουμπάρε, όχι και 59. Να σου δώσω 50 και να το πάρω να είμαστε εντάξει;
- Να μου δώσεις 50 και να μου δώσεις κι άλλα 9 και να το πάρεις όπου θες αδερφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν αρκετοί Κύπριοι ειρωνικά τους Έλληνες. Αυτοί πιστεύουν πως οι Έλληνες είναι παραμυθιασμένοι με το λόγιο στυλ τους, τη χώρα τους, τον πολιτισμό τους.

Κύπριος: Ο Καλαμαράς ξέρει τα πάντα, για τα πάντα και πάντα έχει δίκιο. Θεωρεί πως τα νησιά του Πάσχα είναι Ελληνικά, πως η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Οδυσσέα, πως οι Έλληνες έχουν διαφορετικό DNA κλπ.

Οι Έλληνες θεωρούν πως όλοι οι άλλοι λαοί θέλουν να είναι Καλαμαράδες, αλλά δεν μπορούν. Γι' αυτό αδικούν την Ελλάδα στις διεθνείς οργανώσεις, επειδή ζηλεύουν. Θεωρούν πως η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο.

Λένε πάλι πως η φέτα είναι το καλύτερο τυρί. Τα υπόλοιπα είναι άσπρα και κίτρινα σκατά.

Kyrios Kalamaris (από Vrastaman, 19/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζω μούτσο σημαίνει τραβάω μαλακία στην κυπριακή διάλεκτο.

Μουτσοπαίχτης αποκαλείται ο μαλάκας.

Η λέξη μούτσος πιθανώς να σχετίζεται με την λέξη πούτσος.

- Ο Πανίκος παίζειν με τον μούτσον του πάλιν!
- Μα ίντα που λαλείς, λαλώ-σε;

Μούτσος του Τσαρούχη (από Vrastaman, 26/08/08)Γιώργος Μαλάκας (βλ. σχόλιο νανάς) (από GATZMAN, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.

- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified