Further tags

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά μας Λαδάδικα της Θεσ/νίκης, στο πιο τρέντι / κουλέζικο / χαριτωμενίστικο. Δηλαδή, το πρώην εβραιοκρατούμενο παζάρι της Θεσσαλονίκης, πλησίον της πλατείας Ελευθερίας (νυν πάρκινγκ - απετέλεσε την κοιτίδα του Νεοτουρκισμού), και όπου τώρα αφθονούν μπαράκια, μεζεδοπωλεία, κλαμπ κ.τ.ό.

Πάλι Λαλάδικα θα τη βγάλουμε, ρε φίλος;

Λαδάρια Σκιάθου (από GATZMAN, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικη έκφραση που σημαίνει «είσαι ωραίος» ή σωραίος. Λέγεται επιβραβευτικά όταν κάποιος έχει κάνει ή πει ή εξιστορήσει κάτι ωραίο. Δηλαδή από τον χαρακτηρισμό ναζωραίος για τον Χριστό κρατάμε μόνο το τέλος «ωραίος». Πιθανότατα επέδρασε και αυτό το ανέκδοτο για την έκφραση, η οποία πάντως είναι, νομίζω, λιγότερο συχνή από τα ζαγωραίος και Ζαγοράκης.

  1. - Παιδιά αφήστε θα κεράσω εγώ, αύριο είναι τα γενέθλιά μου!
    - Ναζωραίος!

  2. Ο παλιός είναι ωραίος, κι ο νέος είναι Ναζωραίος (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.

- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραφθορά της Ιταλικής μάρκας μοτοσυκλετών Moto Guzzi που δηλώνει την παραδοσιακά κακή ποιότητα των κινητήρων και των ανταλλακτικών τους, καθώς και το θόρυβο που οι πρώτοι παρήγαγαν λόγω του μεγάλου τους κυβισμού. Ο όρος είναι σχεδόν ανύπαρκτος σήμερα, πιθανότατα λόγω της βελτίωσης της ποιότητας των εν λόγω μοτοσυκλετών.

- Θα πάμε με το Μήτσο στον Τσιβλό με τις μηχανές. Έρχεσαι;
- Αν είναι να φέρει τη Μότο Σκούζει μαζί του καλύτερα όχι. Θα κάνουμε δέκα μέρες να φτάσουμε!

(από Nakas, 29/01/12)Στέρεο Νόβα, Μοτοκούζι. (από patsis, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός τηε λέξης ψωλή και σολάριουμ. Αργκό που χρησιμοποιείται για τις ωραίες γκόμενες που εμφανίζονται κατάμαυρες στις παραλίες από το πρώτο μπάνιο γιατί: «τα σοκαλατένια δέρματα τραβάνε τα βλέματα». Πρόκειται για ψωνάρες που παραμένουν όμως πολύ ορεκτικές για τον αντρικό πληθυσμό. Συχνά το παρακάνουν και μοιάζουν με καμμένο κρέας. Το όλο concept του ψωλάριουμ είναι η εν λόγω γκόμενα να κάνει έντονο contrast με όλους τους υπόλοιπους που διατηρούν τα πάχη και το ασπρουλιάρικο χρώμα του χειμώνα.

(σε παραλία)
- Η Μαίρη έχει αναδειχθεί από πέρσυ..
- Κωλάρα έκανε και ωραίο χρώμα... Επίσημα ψωλάριουμ!

(από dimitrakis199, 30/01/12)Σαν Σοκολατένια κουράδα (από alamo, 30/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αρκτικόλεξου Δ.Ο.Λ. (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη και του επιθέτου δόλιος. Πρόκειται για μπανεύκολο λογοπαίγνιο επικριτών του εν λόγω οργανισμού για τους κατά την γνώμη τους δόλιους τρόπους με τους οποίους έχει επηρεάσει την πολιτική ζωή στην Ελλάδα, ήτοι Λαμπρακιστάν. Επίσης, μπορεί να ειπωθεί για την ίδια την χώρα ή το κράτος που είναι ΔΟΛια (με συνίζηση του ιώτα), δηλαδή κατακαημένη, όταν αποτελεί έρμαιο μεγαλοεκδοτών. Αρκετά συχνή η χρήση της έκφρασης στα μπλογκς, ιδίως τα δεξιά. Τελευταίως, χρησιμοποιήθηκε και η έκφραση ΔΟΛιοφθορές για τις δολιοφθορές στο συγκρότημα κατά τα πρόσφατα επεισόδια. Χούμορ!

  1. Ο ρόλος του ΔΟΛίου (όπως εύστοχα το αποκαλούν) συγκροτήματος (αλλά και του μεγαλοεργολάβου Μπόμπολα με το ΕΘΝΟΣ, του Τεγόπουλου με την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ κλπ) και οι επεμβάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου είναι γνωστές εδώ και δεκαετίες, όπως και ο κυρίαρχος ρόλος του στον χώρο της κεντροαριστεράς, όπου δεν γινόταν κάποιος υπουργός αν δεν είχε την σύμφωνη γνώμη του. (hellenicinterest.blogspot.com).

  2. ΔΟΛιος ο ρόλος του ΔΟΛ στην Κύπρο. (Εδώ).

  3. Και είμαι σίγουρος, επίσης, ότι, πριν ρωτήσουν, ήξερες ότι με καθαρά τραπεζικά κριτήρια ουδέποτε θα έπαιρνε δάνειο ο ΔΟΛιος και διάλεξες ως καλός Παπανδρέου που είσαι να εκβιάσεις όπως ήξερες. (Εδώ).

  4. - ΔΟΛια Ελλάδα τι σου έμελλε να πάθεις...

(από Khan, 15/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξερόλας, από το «I-know-it-all» + κατάληξη -ας.

Φυσικά το μεταχειριζόμαστε με περιπαικτική διάθεση έναντι κάποιου σπασοκλαμπάνια που το παίζει παντογνώστης. Άλλωστε το λήμμα έχει ενσωματωμένη και την έννοια του «ανοήτου» ανθρώπου: ανοϊτό-λας.

- ...και γυρίζοντας στη δραχμή, θα διαγράψουμε μονομερώς το εξωτερικό χρέος, οπότε θα αυξηθεί το ποσοστό του ΑΕΠ που θα διατίθεται για προνοιακή πολιτική.
- Πήξαμε στους ανοϊτόλες εσχάτως, ρπμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από το πείραμα ATLAS στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων (Large Hadron Collider, LHC) του CERN και τη λέξη λαμόγιο. Αναφέρεται σε άτομο το οποίο επωφελείται εξαπατώντας την επιστημονική κοινότητα κι έπειτα αποχωρεί. Η πράξη στο σύνολό της αποκαλείται ατλαμογιά.

Μεγάλο ατλαμόγιο σου λέω. Έχουμε τόσα πειραματικά δεδομένα να αναλύσουμε κι αυτός άφαντος.

(από Mr. Cadmus, 18/02/12)(από Mr. Cadmus, 18/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified