Further tags

Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουνότοπος (καφετέρια, μπαρ, κτλ ή γενικώς μια ευρύτερη περιοχή / γειτονιά) όπου συνηθίζεται ή αναμένεται να παρευρίσκονται γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας (μιλφ και τζιλφ).

Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το «γήρας» με την κατάληξη «-άδικο»που υποδηλώνει χώρο (όπως στριπτιτζάδικο, σκυλάδικο, τρελάδικο), σχηματίζοντας ταυτόχρονα λογοπαίγνιο με τη λέξη «γυράδικο».

Χρησιμοποιείται ιδανικά μαζί με τον όρο μιλφέιγ ώστε να παραπλανήσει ακουστικά τους αμύητους (βλέπε παράδειγμα).

- Πάμε να φύγουμε από εδώ, βαρέθηκα τα παστάκια.
- Καλά ρε, και πού θες να πάμε;
- Πάμε για μιλφέιγ σε εκείνο το γηράδικο κοντά στο σπίτι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταντρικό θεωρείται και το ομοφυλοφυλικό σεξ. Σεξ μεταξύ αντρών πολύ ψαγμένων, που βαρέθηκαν το μουνί. Τώρα πια ζητάνε μόνο τ' αντρικό...

Ρε μαλάκα μου. Eίσαι για ένα ταντρικό;
— Τσ... εεε... οκ........

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του ονόματος των γνωστών ηρώων της Marvel για να δηλώσει τους ομοφυλόφιλους. Αγγλικής προελεύσεως λέξη εκ του ex (πρώην) και men (άντρες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον ενικό για να δηλώσει τον έναν ομοφυλόφιλο (προφάνουσλυ).

Η έννοια της λέξεως ενισχύεται από τη φράση-ατάκα της τελευταίας ταινίας X-Men: First Class (Πρώην Άντρες: Η πρώτη Γενιά): «Mutant and proud!» (Μεταλλαγμένοι και περήφανοι!). Η φράση αυτή αν συγκριθεί με το (σ)λόγκαν των διαφόρων gay parades «Gay and proud!» (ομοφυλόφιλοι και περήφανοι), κάνει εμφανή την ομοιότητά της και προβληματίζει το θεατή για τα μηνύματα που περνούν οι χολυγουντιανές παραγωγές μέσω της μεγάλης οθόνης.

Κάπου στο Γκάζι δύο μυστήριοι τύποι προχωρούν συζητώντας:
- Και του λέω του Χαραλάμπη «Ξυρίσου βρε! Πώς θα σε κυκλοφορήσω έτσι στην παραλία;!»
- Κατάλαβε τον και συ λίγο, δε χρειάζεται να δείξεις τα νύχια σου!
- Ε, μα και αυτός με τόση τρίχα πλέκει πουλόβερ!

Διερχόμενοι βαρυμαγκίτες:
- Μάγκες σύρμα... πλακώσανε οι X-men... τοίχο τοίχο και προσεκτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία παρέα από όμορφες, ευγαμήσιμεςκορασίδες. Ο πλήρης όρος είναι «φλέβα από μουνιά», παρεΐστικης προέλευσης.

Ικανές και αναγκαίες συνθήκες που πρέπει να πληρούνται για να χαρακτηριστεί μια κοριτσοπαρέα ως φλέβα:
1) Το μέγεθος της εν λόγω παρέας να είναι θετικός ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος ή ίσος των τεσσάρων τεμαχίων.
2) Κάθε κορμί που ανήκει στη φλέβα θα πρέπει να έχει συντελεστή γαμησιμότητας μεγαλύτερο του 6, με «Άριστα» το 10 και βάση το 5 (κατηγορία «Μπάζο αλλά νταξ δε θα έχω και εφιάλτες για την υπόλοιπη ζωή μου».

Καταλαβαίνουμε ότι προκειμένου να είναι σε θέση μια αντροπαρέα να κρίνει σε κλάσματα το αν μια κοριτσοπαρέα είναι φλέβα, θα πρέπει να είναι μάστερ στο ευγενές σπορ του «ρίχνω άγκυρα στην καφετερία, αράζω με τη φραπεδούμπα και όποιο θηλυκό περνάει το σκανάρω και το βαθμολογώ», ενώ κάθε μέλος της αντροπαρέας θα πρέπει να λάβει υπόψη του και τα γούστα και την κοσμοθεωρία των φίλων του και να κανονικοποιήσει τη βαθμολογία του, έτσι ώστε αυτή να είναι συμβατή με τη συλλογική νόηση και θεώρηση των πραγμάτων. Κοινώς, η αντροπαρέα να είναι ή να έχουν χρηματίσει, για ικανό χρονικό διάστημα, μπασκετμπωλίστες.

Μπακούρι 1: - Πού μας έφερες ρε μάρτυρα του Αυνάν;
Μπακούρι 2: - οικοδομή από τις λίγες. Θα ματώσουν τα μάτια μου.
Μπακούρι 3: - Ρε μαλάκες, εμένα μου είπαν ότι το μαγαζί έχει καλό κόσμο. Κάντε λίγο υπομονή, ούτως ή άλλως παραγγείλαμε ήδη, ας κάτσουμε.
Μπακούρι 4: - Καλά, άλλη φορά έτσι και σε ακούσουμε θα - πωωω, κοιτάξτε στην είσοδο! Φλέβα!

(Όλη η παρέα γυρνάει και κοιτάζει «διακριτικά», για 3''. Ακολουθούν άλλα 3'' σιωπής και μερικά πεταχτά βλέμματα στην κοριτσοπαρέα για τελευταίες διορθώσεις στις ατομικές βαθμολογίες)

(Όλοι μαζί): - ΦΛΕΒΑ!!!

(Οι μπάκουρες τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους χαμογελαστοί και ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία. Μετά από πέντε ώρες, κλασικά κανένας τους δεν έχει κάνει κίνηση.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που περπατάει και κουνιέται σαν καυλωμένη.

Η κυρα Μαρία όλον τον κόσμο θάβει και δεν κοιτάει την ορθόκαυλη την κόρη της που δεν άφησε ψωλή να πέσει κάτω !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για γυναίκα η οποία είναι μεν γαμεύσιμη, αλλά ούτε ιδιαίτερα όμορφη είναι, ούτε ιδιαίτερα έξυπνη ή γοητευτική. Δηλαδή είναι μετά βίας κατάλληλη να ευχαριστηθεί όλη η παρέα και οπωσδήποτε ακατάλληλη για καταστάσεις σύνθετου ατομικού.

Προήλθε η φράση από το θρυλικό «κρασί της παρέας» το οποίο είναι μόνο για να το βάλεις στη σαλάτα. Μπορεί να εννοηθεί για οποιοδήποτε αντικείμενο χαμηλής ποιότητας, με το οποίο κουτσά στραβά κάνει κανείς τη δουλειά του.

- Δες τη Σούλα φίλε! Έχει εκπληκτικό κώλο.
- Ναι αλλά από πρόσωπο άσ'τα να πάνε. Της παρέας γενικότερα η τύπισσα, και δεν με ψήνει!
- Έτσι σκέφτεσαι, γι' αυτό έχεις 35 χρονάκια αγαμίας, στραβάδι!

(από Vrastaman, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Σύμφωνα με ψιλοορισμό κατά Δ.Π. σκιαγραφείται εκείνος ο τύπος ανθρώπα που ενώ γνωρίζει ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ύπαρξής του, η ιδιαίτερη ατομικότητά του, η ταυτότητά του, η μοναδικότητά του ανάμεσα στο Είδος, συμπυκνώνεται περισσότερο απ’ όλαωστην προσπάθεια κατάκτησης του Άλλου, στην αποπλάνηση του ποθητού αντικειμένου, στην αδιαπραγμάτευτη διασπερμάτευση και εντέλει στην κατάλυση των ορίων του σώματος, του νου και την ψυχής, παραμένει πάντα στο παρατρίχα. Γιατί δεν θέλει, ή γιατί δεν μπορεί, ή γιατί νομίζει ότι δεν θέλει, ή δεν μπορεί. Ή για λόγους αδιάγνωστους, που βρίσκονται στο σκοτάδι, πίσω από το κοινωνικό προσωπείο που προβάλλει εκείνη τη στιγμή. Κι επειδή συνεύρεση χωρίς συναίνεση δε λέει, γιατί παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, την κρίσιμη ώρα υπαναχωρεί… Βέβαια αν υπάρχει μια πιθανότητα να χώσει την εξαργυρώνει από πριν, πάει τη νέα στη Σχολή, στη λαϊκή, φιάχνει τα υδραυλικά, τις πρίζες, πάει πιμί πάει τα παιδιά φροντιστήριο (λέμε τώρα).Καληνυχτάκιας, αγκαλίτσας, νεροκουβαλητής, θυρωρός, γκομενοφύλακας, ποτεγαμήσης, καληνυχτυχεράκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα, συνώνυμα.

Β. Κουτουτουμουγού τώρα, και με δεδομένο την αμφισημία της γλώσσας, γαμησοχαμάλης είναι ο που γαμεί σα να τραβάει χαμαλίκι, εντελώς τελείως όμως και χωρίς ίχνος γκάβλας να διανθίζει την πράξη του αυτή, τόσο πιο σκληρός, όσο βασικότερο το ένστικτο, όσο πιο στοιχειώδεις οι ανάγκες που ικανοποιούνται.

Επιτομή του γαμησοχαμάλη ο χαρακτήρας του Τζ. Τζαννίνι στην ταινία “επτά ομορφιές» Pasqualino Settebellezze που αναγκάζεται να πηδήξει την νταλίκα-μπαζόλα- φράου-δίκα του στρ. συγκέντρωσης για να μη δει τα ραδίκια ανάποδα, ή στην πιο μπλακχιούμορ εκδοχή να μη δει τον κόσμο μέσα από τον φούρνο…

Ο χαρακτήρας αναγκάζεται να δώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, να ξεπουλήσει τα πάντα, ακόμα και το ονόρε του (αφού για μια τιμή ζει ο άνδρας) για να επιβιώσει.

Στα καθ’ ημάς, σε πιο λάιτ κοινωνικές συνθήκες, γαμησοχαμάλης γίνεται κάποιος για να δει πρωτάθλημα στη νόβα, να δει μαγειρευτό φαΐ, να δει κάνα γεμάτο ψυγείο, κάνα πλυμένο σώβρακο, τις Σημειώσεις του κ. Απιθανόπουλου κ.α. ευτελή αγαθά. Τόσο πιο βαθειά χώνεται στη χαμαλίκα, όσο πιο πολύ το υπό εκμετάλλευση αντικείμενο αντιστέκεται…

Έχοντας την υποψία ότι πρόκειται για νεολογισμό ή λεξιπλασία (το αν η «λεξιπλασία» είναι νεολογισμός, αλλουνού παπά βαγγέλιο, δεν απασχολεί) έχω να επισημάνω ότι εδώ κάνουμε ρεπορτάζ, οπότε το ό,τι νά 'ναι είναι εκ των ουκ άνευ.

Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση, εκτός από την τυπογραφία, στηρίχτηκε και στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (pun intended)

Νονός, κουμπάρος και μπαμπάς του λήμματος Gatz από Δ.Π.

(υπογραφή: ο γαμησοχαμάλης της υπόθεσης)

- Ρε μαλάκα, η πατόζα δε μου δίνει τη γκούρσα να κατέβω, θέλει λέει νάρθει κι αυτή μαζί…
- Χέστην ρε, παπάρα, γαμησοχαμάλη, κατέβα με τη γαζγκάνα.

Οι επτά ομορφιές (από gaidouragathos, 16/04/11)εσχάτως και με ι (από johnblack, 17/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.

Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf

- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.

(από doodoon, 16/04/11)Τρελό μπιλφάκι! Κρατήστε μου μια κνήμη και μια ωλένη για ποδοφραπέ! (από Khan, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified