Further tags

Όταν κάποιος δέχεται ιντερνετικά συσσωρευμένο μίσος, φθόνο και χλευασμό μεμονωμένα ή από οργανωμένες ορδές χέιτερζ (ο αντίποδας των γκρούπιζ). Πρόκειται για μορφή e-μπουλισμού.

Οιοσδήποτε μπορεί να φάει χέιτ, αλλά την μερίδα του λέοντος εισπράττουν:

Πέον να σημειωθεί ότι οι χέιτερζ διαφοροποιούνται από τα κοινά τρόλια στο μέτρο που είναι πιο κακεντρεχείς, πιο στοχευμένοι και λιγότερο ο,τινανιστές. Το σλόγκαν των σερβιρισθέντων χέιτ (πραγματικών και γουαναμπή) είναι χέιτερζ γκόνα χέιτ.

Η εν λόγω σλανγκιά εκφέρεται κυρίως από χιλιετηράκια (παιδιά γεννημένα μετά το 2000).

Ασίστ: Βράσταγκερλ.

1.
- τι κανεις;;;;‎ - τρώω χέιτ.

2. ΓΙΑΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΙΑ! Καποιες ειστε Λαρρυ σιππερς οκ , δεκτο και το σεβομαι..αλλα η Ελ γιατι πρεπει να τρωει τοσο χεϊτ;

3. πραγματικα δεν μπορω να καταλαβω το χειτ που τρωει ο νικητας ειλικρινα εκφραζει την αποψη του με χαζο και καραγκιοζιστικο τροπο , συμφωνω αλλα απο κει και περα αλλο διαφωνω , αλλο κραζω

4. ολοι τρωνε χειτ καποια στιγμη αλλα μερικοι απλατο αγνοουν και φευγει αν ασχολεισαι τοσ θα τρως και μν τα ριχνεισ μενα απλα μολις κτλβεις οτι δν εχει νοημα ολο αυτο θα καταλαβεις και δν γελαω απλα δν κτλβαινω γτστεναχωριεσααι και μν πεις οτι δν το χω ζησει το χω περασει απλα το αγνοησα ΓΙΩΡΓΟΣ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνει ο καιρός και ήδη ο προσοντούχος κλαρινογαμπρός αναρωτιέται, «μήπως να πάμετε κλαρινοπαραλίες;»
Στο πεδίο βολής, άμα τη προσεγγίσει γίνεται αμέσως κλαρινοπαραλίας.

. - Τι έγινε.. θα πάτε στις κλαρινοπαραλίες το ΣΚ να το παίξετε μόντελοι;
- Δεν γίνεται ρε συ, δεν έχουμε τατουάζ και δεν είμαστε σολαριομαυρισμένοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμη νεολογισμός γιά το facebook, λογοπαικτικός και μάλλον απαξιωτικού χαρακτήρος, όπως υπαινίσσεται το δεύτερο συνθετικό του.

Μ' έχει φάει η κόρη μου να μπώ στο φατσιμπούκι. Εγώ όμως βράχος. Προτιμώ να συναγελάζομαι διαδικτυακώς με ανθρώπους «της ημετέρας Κ.Α.Β.Λ.Α.ς μετέχοντας», ήγουν με λεξίκαυλους. Όχι να βγάζω τα σώψυχά μου στον πάσα ένα, έτσι τουρλού και ως έτυχε.

O tempora o mores (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γούτσικη εκδοχή του σέλφι, της σελφιάς.

Το μικρό σλανγκαρχίδι μέσα μου ίσταται και ξεσκίσταται:

- Ρε μαλάκα το τερμάτισες! Αν είναι να ανεβάζεις το υποκοριστικό κάθε σλανγκιάς στο σάη, πάει, το γαμήσαμε και ψόφησε.

Ο αμετανόητος όμως καβουροσλανγκόσαυρος συγκάτοικός του τον τάπωσε, ποιούμενος τον ναζί τση γραμματικής:

- Η αγγλικάνικη λέξη selfie είναι από μόνη της υποκοριστικό, πράγμα που δεν αντικατοπτρίζεται στην μορφή «σέλφι». Το σελφάκι είναι πιο slangically correct καθώς αποκαθιστά το γλωσσολογικό και μεταφραστικό αυτό ὄνειδος.

1. #sweet το πρωτοχρονιατικο σελφάκι μας ♡♡

2. Χαχαχα σελφάκι στο σχολείο κι έτσι;

4. Καλημερούδια.....με ενα σελφακι......!

5. Θέλω σελφακι μαζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά τo ραντεβού στα γουναράδικα του Άρη και το ινσέψιο των γιγάντων Ξηρού και Διαμαντόπουλου, η φράση απογειώθηκε για τα καλά:

Ραντεβού (ή καλή αντάμωση) στα ανταλλακτάδικα (Khan, 2015), γυράδικα, τσιπουράδικα, μπουγατσάδικα, βενζινάδικα, λιγνιτάδικα, αλλά και πουτανάδικα, παιχνιδάδικα/ρουφιανάδικα.

Με την απόδραση της Βίκυς Σταμάτη, οι αναμάρτητοι, πρώτοι λιθοβόλησαν: «Ραντεβού στα εσωρουχάδικα, μπριγιαντάδικα, Χοντοσεντράδικα, Γουναράδικα της Ζυρίχης, λουιςβιντάδικα, κουρτινάδικα».

Άντε ρε, καλή αντάμωση κάτω στα λεμονάδικα!

1. ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΣΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΑΔΙΚΑ!

2.Αλέξη, ραντεβού στα λιγνιτάδικα με τον σύντροφο Λαφαζάνη!...

3. Καλή αντάμωση στα καρναβαλάδικα.

4.
- ‏Αυτονόητη ανθρωπιστική πράξη η επίσκεψη της συντρόφισσας στις φυλακές του Δομοκού. Αναμενόμενη η αντίδραση από τους «ανθρωποφύλακες»..
- Στο κολαστήριο των φυλακών Κορυδαλλού δεν την είδα να πηγαίνει τη συντρόφισσα. Ραντεβού στα Μερσεντεσάδικα...

  1. Συντρόφισσες της ένοπλης κατανάλωσης. Καλή αντάμωση στα Ζάρα.

  2. η βροχή είναι το 1 ο βήμα για την κατάργηση των παρελάσεων. Το πρόγραμμα του σύριζα είναι σε εξέλιξη. Ραντεβού στα ψαραδικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε νιώθεις: δεν ενδιαφέρεσαι, δε σε νοιάζει, αδιαφορείς, δε δίνεις μία, αλλά και δεν καταλαβαίνεις.

Η έκφραση είναι πάντα σε τρίτο πρόσωπο και συνήθως πάει μετά το διαζευκτικό ή, σχηματίζοντας το -κατά βάθος- παραπονιάρικο, "ή δεν νιώθεις..."
Αντίθετα με την κανονική χρήση του ρήματος νιώθω, εδώ δεν υπάρχει αντικείμενο, ούτε προσδιορισμός, πχ νιώθω γελοίος, νιώθω ένα κρύουλο.

'Ακούστηκε' πολύ χάρη στην διαφήμιση του ΟΤΕ τιβί που είχε μεγάλη πλάκα:
δες εδώ

Ι. "Με γουστάρεις ή δεν νιώθεις;" (εδώ)

ΙΙ. εδώ
-Αστυνομία, λέγετε
-Μου κόπηκε το wifi
-Τι λέτε κύριε, αυτά δεν είναι προβλήματα για την αστυν___
-ΡΕ ΜΟΥ ΚΟΠΗΚΕ ΤΟ WIFI ΝΟΙΩΣΕ ΛΙΓΟ

ΙΙΙ. εδώ
«Θα ρθεις να δούμε ΑΟ Τρίκαλα… ή δε νιώθεις»

ΙV. εδώ
«τα λεφτά θα τα βρει από αυτούς που τα χαρίζατε εσείς. Δες τη φωτογραφία του προφίλ σου, για να καταλάβεις. Ή δε νοιώθεις

V. Πως ειναι δυνατον να σε κανουν μπλοκ; Λες παλιοκουβεντες η δεν νιωθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από γκουρμέ+αηδία. Είναι το αποτέλεσμα αποτυχημένης προσπαθείας γαστριμαργικού νεωτερισμού, όπου συνήθως δίδεται ιδιαιτέρα προσοχή εις το φαίνεσθαι και το τελικόν προϊόν είναι μή βρώσιμον. Είναι το αντώνυμο της γκουρμεδιάς

-Μας έστειλε ο Λάκης σ' ένα ρεστωράν και καλά ψαγμένο, nouvelle cuisine και έτσι. Μας φέρανε κάτι γκουρμεδίες που δεν τρωγόταν με τίποτα. Και πληρώσαμε κι ένα σκασμό λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενέργεια, κατάσταση, εργασία, φάση με μεγάλο ρίσκο, υψηλού κινδύνου.

Περάσαμε τον Καβοντόρο με εφτάρι σ' αυτό εδώ το καρυδότσουφλο! Σκέτο σμερνοτσίμπουκο!

Δεν ξαναμπαίνω στ' αμάξι του! Ούτε γράμμα δεν στέλνω! Ρε αυτός είναι δημόσιος κίνδυνος! Δε χαμπαριάζει, τον δίνει πίπα σε σμέρνα!

Επίσης αναφέρεται σε πεολειχία με υπερβολική χρήση οδόντων.

Μού'κανε ένα σμερνοτσίμπουκο η "έτσι", μιλάμε μου τον έγδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα εις -στάν εθνικά αυτοφαυλιστικά, που προκύπτει μέσα από τη ρητορική στρατηγική που ήδη έχω περιγράψει στα ευρωπαϊστάν, φιλελευθεριστάν, Διαφωτιστάν, Μεταρρυθμιστάν. Δηλαδή:

  1. Το χρησιμοποιούν κυρίως οι νέοι ανθενωτικοί για να υπονοήσουν ότι το πρώκταγμα του εκσυγχρονισμού μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο φανατισμό, ταλιμπανισμό και φουνταμενταλισμό από ό,τι αυτά τα οποία έρχεται να εκσυγχρονίσει/ αλλάξει τα Lumières.
  2. Ή χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι ο συγκεκριμένος τρόπος που προβλήθηκε το πρόταγμα αυτό του εκσυγχρονισμού ειδικά στην Ελλάδα ήταν τριτοκοσμικός και πασοκιστανικός. Εκσυγχρονιστάν σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι όλη η Ελλάδα, αλλά ειδικά οι θιασώτες του προτάγματος του εκσυγχρονισμού σε ένα μέρος του εκσυγχρονιστικού πασοκιστάν άκα Σημιτιστάν ή της υπεύθυνης αριστεράς διανόησης και ταλιμπάν.
    Το τρίπτυχο του Εκσυγχρονιστάν
  3. Υπάρχει εξάλλου και μια άλλη πτυχή: Το να εκσυγχρονίζεται ή να μεταρρυθμίζεται συνεχώς μια χώρα είναι μάλλον ίδιον ότι η χώρα αυτή είναι ανεπίδεκτη εκσυγχρονισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Οθωμανική Αυτοκρατορία που εκσυγχρονιζόταν και μεταρρυθμιζόταν επί 4 αιώνες από τον 16ο ως τις αρχές του 20ου ώσπου τελικά διαλύθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο. Οπότε εκσυγχρονιστάν είναι σε αυτήν την περίπτωση μία ανατολίτικη, τριτοκοσμική, αναπτυσσόμενη μάλλον παρά υπανάπτυκτη χώρα, ή η Ελλάδα παρομοιαζόμενη με μια τέτοια χώρα, η οποία λέμε διαρκώς ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί και δώστου και φτου κι απ' την αρχή, επειδή εντέλει δεν της βγαίνει ο εκσυγχρονισμός, αλλά έχει ισχυρές εσωτερικές δυνάμεις αδρανείας που δεν της επιτρέπουν να "κόψει δρόμο" στη συνάντηση με τη Δύση και τελικά την εκσυγχρονίσαμε και ψόφησε.

Δίνω τον λόγο στο πρώτο παράδειγμα που τα εξηγάει ωραία:

Ο εκσυγχρονισμός, ως σλόγκαν, έχει δημιουργήσει εδώ και χρόνια φανατικούς οπαδούς. Φανατισμός, ο οποίος πολλές φορές είναι τόσο έντονος ώστε να προσομοιάζει με θεοκρατισμό τύπου Ταλιμπάν. Εξ ου και ο νεολογισμός «εκσυγχρονιστάν» που έχει χρησιμοποιηθεί για να αποδώσει αυτό τον φανατισμό. Η χρήση του όρου αυτού θέλει να καταδείξει την αδιαλλαξία και θρησκοληπτική σχεδόν εμμονή με την οποία προωθούν τις πολιτικές και τις απόψεις τους για την κοινωνία. Το τραγικό, αν όχι τραγελαφικό, της υπόθεσης αυτής είναι ότι στους οπαδούς του «εκσυγχρονιστάν» βρίσκεται σημαντικός αριθμός ανθρώπων που η εργασιακή τους θέση (π.χ. δημόσιοι υπάλληλοι) θα τους ήθελε ενάντια, ακριβώς λόγω των βασικών θέσεων του ιδεολογήματος αυτού. Αν αυτό δεν είναι ψευδής συνείδηση, ενδεχομένως να είναι κάτι πολύ χειρότερο, αλλά ας μην το αναλύσουμε εδώ αυτό. Ο εκσυγχρονισμός σε Κύπρο και Ελλάδα, εμφανίζεται ως όρος με τον Σημίτη στην περίοδο της διαδοχής του Α. Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ το 1995. Οι εκσυγχρονιστές εμφανίζονταν ως μια άφθαρτη ομάδα τεχνοκρατών, έτοιμη να διαχειριστεί την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Ως προς το περιεχόμενο του όρου δεν υπάρχουν κοινές παραδοχές. Το ακριβές νόημα και πε­ριεχόμενο της έννοιας ποτέ δεν εξηγήθηκαν πλή­ρως, ούτε και αναπτύχθηκαν θεωρητικά. Το εγχείρημα του «εκσυγχρονισμού» οριζόταν στην ουσία με αρ­νητική παρά θετική χροιά: έπαιρνε την μορφή εναντίωσης στις παλιές λαϊκιστικές πρακτικές, καθώς και στον συντηρητικό συνασπισμό που εκπροσωπούσε η ΝΔ. Όταν οριζόταν με θετική χροιά, ταυτιζόταν με την πρόοδο και το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν ως ο υποστη­ρικτής των «προοδευτικών» δυνάμεων στην ελληνική κοινωνία. Πίσω από την ταμπέλα του εκσυγχρονισμού καλύφθηκαν, και καλύπτονται, μια σειρά από στόχοι και πολιτικές, πολλές φορές ανόμοιες και αντιφατικές μεταξύ τους. Ο καθένας που χρησιμοποιεί τον όρο το κάνει με το δικό του σκεπτικό διότι αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να πωλήσει τη θέση του πιο πειστικά. Αποτελεί μια ωραία καραμέλα πίσω από την οποία κρύβονται επιμελώς πραγματικές προθέσεις πολιτικών δυνάμεων, επιχειρηματικών και μιντιακών (ΜΜΕ) ομίλων. Αν ως προς το θεωρητικό περιεχόμενο υπάρχουν ασάφειες, ως προς την πολιτική του χρήση υπάρχουν κοινές συνισταμένες και πρακτικές. Οι πολιτικές της λιτότητας, της συγκράτησης και της μείωσης του εργασιακού κόστους, του λιγότερου κοινωνικού κράτους και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, αποτελούν οργανικό κομμάτι όλων των πολιτικών δυνάμεων που ευαγγελίζονται τον εκσυγχρονισμό, είτε δεξιών είτε σοσιαλδημοκρατών. Ταυτόχρονα, κάθε αναφορά σε κοινωνικές κατακτήσεις και κάθε προσπάθεια διατήρησης εργατικών κεκτημένων, κάθε κριτική των αγορών, συκοφαντείται από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο ως λαϊκισμός, αναχρονισμός, ή συντεχνιασμός. Ο εκσυγχρονισμός είναι μια ουδέτερη διατύπωση που αποκρύπτει τις ιδεολογικές του ρίζες και στοχεύσεις. Στην ουσία, εκσυγχρονισμός, ή νεοφιλελευθερισμός, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. (Γιάννος Κατσουρίδης εδώ).

Όπως δείχνει και το άρθρο ο όρος ήταν πολύ της μοδός επί Σημιτιστάν, όταν το εκσυγχρονιστάν είχε τον προστάτη άγιό του

Άγιος Σημίτιος, προστάτης του Εκσυγχρονιστάν

Μετά την προσφάτως επισκήψασα κρίση, το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού έχει ελαφρώς θολώσει και εν πολλοίς αντικατασταθεί από αυτό των επειγουσών μεταρρυθμίσεων, ωστόσο συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα με τις παραπάνω σημασίες, όσο συνεχίζουν να υπάρχουν εκσυγχρονιστήρια που είτε φλερτάρουν με τον "χιπστεροναζισμό" του Ποταμιού είτε μετατρέπονται σε χιπστέρια που ψηφίζουν ΠαΣόΚ επειδή είναι βίντατζ.

Χιπστεροπασόκος. Του αρέσει ο εκσυγχρονισμός επειδή είναι βιντατζιά.

  1. Με τέτοια τερτίπια προσπαθούν να πάρουν δάνειο οι μπαταχτσήδες του εκσυγχρονιστάν. (Από το Unfollow).
  2. Κρατικές επιχορηγήσεις στα ταξί επί....Εκσυγχρονισμού ... Όποια πέτρα και να σηκώσεις το εκσυγχρονιστάν είναι απο κάτω... Τι να πώ; Μετά μας το παίζουν και αδικημένοι. (Από την Παραπολιτική).
  3. Με το Ποτάμι να μαζεύει όλο το εκσυγχρονιστάν και τα ορφανά του Κύρκου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος ψάχνει να βρει την ψήφο του. (Εδώ).
  4. Να διεκδικούν αδιάκοπα και ποικιλοτρόπως μια ανθρώπινη ζωή και τη βελτίωση της θέσης τους στην κοινωνία. Με αυξήσεις μισθών. Με συγκράτηση των τιμών στα είδη λαϊκής κατανάλωσης. Με μείωση της υπέρογκης και άδικης φορολογίας τους. Με ουσιαστική και πλήρη δωρεάν Παιδεία και υγειονομική περίθαλψη. Με πολιτικές που θα αναβαθμίζουν τις συνθήκες εργασίας και το περιβάλλον. Ολα αυτά, όμως, στο ...«εκσυγχρονιστάν» είναι δογματισμοί και ξεπερασμένες αντιλήψεις. (Από τον Ρίζο).

Τέλος, να σημειώσουμε ότι είναι ένα από τα πλέον προφιλή μπινελίκια του Κώστα Ζουράρι/ Ζουράρεως, που το εντάσσει σε μία σειρά άλλα μπινελίκια από την τετρακισχιλιετή ιστορία του ανθηρού Έλληνος λόγου, όταν κάνει λεκτικό bashing σε εκσυγχρονιστήρια/ εκσυγχρονιστάδες:

  1. Κρατοθεοδοκήται και νατοκεμαλική αρβύλα. Τι είναι και τι θέλει το Ισλάμ; ...και όχι το ΕΑΜ... να, ιδού κι άλλη μια λαμπρή εφαρμογή της «αρχής της ετερότητας», που λέει κι ο μέγας Σκοπιανός ή το «σεβόμαστε την διαφορετικότητα», που ψιττακίζουν οι μπουρδολόγοι του εκσυγχρονιστάν. (Εδώ).
  2. Εξ "ημεδαπού πανεπιστημίου", πενιχράν έχοντες την θεωρητικήν τους σκεύην και εκτρέφοντες ευρωλιγούρικες φωταδιστικές αρλούμπες περί προόδου και ποστ-μόδερν εκσυγχρονιστάν: τ. Βίπερ-Νόρα θεληματικό πηγούνι επαναστάτες, τρίτης δροσιάς. [...] Οι σημερινοί συμπλεγματικοί ευρωλιγούρηδες και προοδευτιικοί εκσυγχρονιστάδες της καθ' ημάς οσφυοκαμψίας [...] οι σημερινοί συμπλεγματικοί γραικύλοι του εκσυγχρονιστάν ταυτίζουν ως αφασικοί ευρωπίθηκοι το σιελοπαρόν του σαρκίου τους με το αργόσυρτο διηνεκές παρόν... [...] ...τους ενοχλεί πολύ, πάρα πολύ, σ' όλα αυτά τα προσκυνημένα βλακόμετρα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τα ευρωλιγούρια και λοιπά γραικύλια του εκσυγχρονιστάν. (Αποσπάσματα ζουραρείων μπινελικίων από το πρόσφατο βιβλίο Έρχομαι από μακριά. Η αγορήνδε Ιλιαδορωμηοσύνη του Οδυσσέα Ελύτη, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2014, σ. 33, 39, 135,147).

Ετικέτες: Αντισημιτικά, Περιοχή: Κολωνάκι, Φίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον αόριστο κιότεψα (ρ. κιοτεύω) και την λέξη κότα. Και οι δυο λέξεις σημαίνουν δειλία, έλλειψη θάρρους. Το αποτέλεσμα είναι οτι, με την χρήση της λέξης 'κότα' μεταφορικά, οπτικοποιείται η έννοια της 'δειλίας' στην οποία παραπέμπει το ρήμα, κυριολεκτικά.
Δηλαδή βγάζοντας ένα ι απ' το κιότεψα, είσαι και φαίνεσαι κότα λειράτη.

Χρήση γίνεται μόνο στον αόριστο.
Αντώνυμο είναι το κότησα (ρ. κοτάω), που θα πει τόλμησα.

Σημείωση: Για την πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση των λέξεων κότα, κοτάω, κλπ, διάβασε τα σχόλια του Hank στο λήμμα κοτάω.

  • Πάλι κότεψες; Λογικό. Είναι άλλωστε αυτό που σε διακρίνει αληταράς, λαμόγιο αλλά και κοτούλα! (εδώ)

  • Κότεψα και ούτε ένα ρημάδι σεσκέφτομαι δεν μπορώ να γράψω. (εδώ)

  • Ευτυχώς που δεν ξέρω το σαβουάρ βιβρ του καμακιού σε σούπερ μάρκετ και κότεψα, αλλιώς θα'τρωγα ξύλο από το γκόμενό της στο διπλανό διάδρομο.

Βλ. και κοτεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified