Selected tags

Further tags

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση όταν συμβαίνει κάτι εξωπραγματικά ωραίο ή κάτι πολύ ακραίο γενικά.

  1. - Κοίτα ρε πού έχει ανέβει ο άλλος! - Καλά... δεν υπάρχει...

  2. Αυτός ο κώλος.. δεν υπάρχει...

Δες και δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απέλπιδα προσπάθεια που κάνουν -αντάρηδες να πείσουν τον κόσμο πως ακόμη διαθέτουν κάποιο είδος τρίχας στο κεφάλι τους ακόμη κι αν ο απέναντί τους τυφλώνεται λόγω αντανάκλασης του φωτός πάνω στο ταψί τους. Το σχέδιο είναι να μεγαλώσουν όσο μπορούν (αν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα λυπάμαι αλλά πρέπει να περάσουν σε αυτό το λήμμα) το μαλλί τους από τη μία μεριά ώστε με μια περίτεχνη κίνηση να το γυρίσουν και να καλύψουν το υπόλοιπο γυμνό τους κρανίο. Δυστυχώς το θέαμα είναι απαράδεκτο αλλά το κόμπλεξ που έχει η κοινωνία με τα μαλλιά τους οδηγεί σε αυτόν τον εξευτελισμό.

Οι ασκητές του καραφλάζ ξεχωρίζουν από μακριά λόγω κάποιων εξόφθαλμων χαρακτηριστικών που θα έβλεπαν και οι ίδιοι στον καθρέφτη αν δεν είχαν χάσει την ιδιότητα της περιφερειακής όρασης λόγω παρατεταμένης επικέντρωσης στο σημείο του τριχωτού της κεφαλής. Το πρώτο είναι η εθνική οδός για τις ψείρες (από το παλιό, κρύο ανέκδοτο με τους Πόντιους και την χωρίστρα, αλλά εδώ ταιριάζει γάντι) που σχηματίζεται με μιας μόλις μαζέψουν όλες τις τρίχες από τη μία μεριά. Κάτι σαν χωρίστρα, αλλά πολύ μεγαλύτερη, στα πλάγια ή στο πίσω μέρος του σκαλπ. Το δεύτερο είναι η χτένα στην τσέπη του πουκαμίσου. Λέγεται ότι κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σε καθρέφτη πάλλεται ώστε ο κάτοχος να μην χάσει καμιά ευκαιρία να θαυμάσει την κόμη του. Τέλος, η αδυναμία τους να γυρίσουν το λαιμό μήπως και χαλάσει η κόμμωση, κάτι που οδηγεί σε δικαιολογίες του κώλου τύπου «Άσε, πάλι ξέχασε το Μαράκι το παράθυρο ανοιχτό και έπαθα μια ψύξη όλη δική μου».

Η λέξη προέρχεται από τις εξής δύο: καράφλα και καμουφλάζ για τους ευνόητους λόγους. Στο σημείο αυτό είναι καλό να αναφερθεί πως ακόμη και καραφλοχαίτουλες μπορούν να υποκύψουν στον πειρασμό της άσκησης καραφλάζ, μιας και το μέτρο της αποτελεσματικότητας μεταξύ των δύο είναι δυσδιάκριτο.

- Άσε ρε φίλε, περπατάω με τον θείο μου το Μανώλη και ξαφνικά σκάει ένα μπουρίνι και τον βλέπω από τη μια στιγμή στην άλλη με αλογοουρά! Έτρεχε να κρυφτεί ο κακομοίρης! Έκανα πως δεν τον είδα αλλά δεν άντεξα όταν έβαλε τα χέρια στο κεφάλι και τον ρώτησα γιατί.
- Και τι σου είπε ρε;
- Ότι φοβάται μη πάει τίποτα από τον αέρα στο κεφάλι του και τον χτυπήσει! Λες και δεν ξέρουμε ότι κάνει καραφλάζ! Αλλά έτσι είμαστε στο σόι μας, κιμπάρηδες και αλάνια.
- Αυτό που κολλάει;
- Πουθενά, απλά δεν θέλω να αρχίσεις το δούλεμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κλινοσκεπάσματα, στη φανταροσλανγκική. Η ετυμολογία και τα συμφραζόμενα είναι αυτονόητα.

«Και πραγματικά, κανείς δεν μπορεί να μεταφέρει στον γραπτό ή στον προφορικό λόγο τι σημαίνει να μη μπορείς να εξουσιάσεις ούτε στιγμή από το εικοσιτετράωρο σου, ούτε κόκκο από την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητά σου και να θεωρείσαι «αναλώσιμος» σαν τους κατεψυγμένους μπακαλιάρους, τα κιβώτια πυρομαχικών και τα μονίμως βρώμικα κλινοσκεπάσματα (ή «κλανοσκεπάσματα», όπως τά 'λεγε ένας φιλαράκος από τη Μυτιλήνη).» (από Blog γκρινιάρη ψάρακλα – πού να φανταστεί τι αγγούρι τον περιμένει in real life!)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο των ορισμών τζιτζί τζετ τζετάουα κλπ
που σημαίνει σαφώς τέλειο, υπέροχο, αστεράτο!

- Έβαλε ο Μάκης κάτι ζάντες στο εργαλείο, έγινε τζιτζελόνι μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακυρώνω, συνήθως λόγω βαρεμάρας.

Ρε μαλάκα, δεν έχω όρεξη για Boutique τελικά. Το χιονίζουμε;

Βλ. και χι, χιώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό Ape (πίθηκος). Κάποιος ο οποίος κάνει σαν πίθηκος συνήθως μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

(κοιτώντας δυο φίλους πάνω στον καναπέ ενός κλαμπ)

- Έιπς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βλ. ράφι, το

Για να μη γίνεις χου όταν θες να πεις για μια κοπέλα, που μπορεί να την ξέρει κάποιος συνομιλητής, ότι θα μείνει ή ότι είναι στο ράφι.

  1. - Αυτή είναι παντρεμένη;
    - Μπα, ραφαέλα είναι.

  2. - Αυτές όλες είναι μπάζα ρε, το μεσαίο τους όνομα είναι ραφαέλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευπροσάρμοστος απαξιωτικός χαρακτηρισμός που μπορεί να σημαίνει βλάχος, χαζός, ηλίθιος, άσχετος κτλ.

δες και τυρόβλαχος.

  1. - Ααα, εδώ ήταν τελικά;
    - Τύρο...

  2. (Τηλεφωνική συνομιλία)
    - Έλα ρε...
    - Έλα τύρο, τι λέει;

Tyra Banks - η εξαίρεση! (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των παικτών του μακράν πιο άδικου και τσάτσικου τυχερού παιχνιδιού, για να δώσουν κύρος στο χόμπυ τους. Αν και το χόμπυ εξ ορισμού δεν χρειάζεται κάποιο λόγο ύπαρξης ή δικαιολογίας εκτός από την ευχαρίστηση που δίνει σε αυτόν που το κάνει, ελάτε στη θέση αυτών που παίζουν συστηματικά. Ποιος θα έλεγε ότι το χόμπυ του είναι να κάθεται μπροστά σε μια τηλεόραση που δείχνει την σελίδα 533 του teletext, να ακούει το μαγευτικό ήχο της μηχανής επικύρωσης των δελτίων και να μονολογεί κάθε πεντάλεπτο: «Αχ ρε γαμώτο, για ένα θα έπιανα»; Εντάξει, είναι και ο πάνσοφος ιδιοκτήτης που σου μεταδίδει την απέραντη γνώση του πάνω στις τριάδες τις καλές αναμεμειγμένες με πολιτική και κουτσομπολιό αλλά και πάλι τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά.

Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως το προποτζίδικο είναι το κομμωτήριο των ανδρών πράγμα ακόμη πιο μειωτικό. Οπότε με τη λέξη κινονάω (< kino) απευθείας σώζουμε την κατάσταση δίνοντας την εντύπωση πως πάμε για πράγματα που αφορούν την εσωτερική μας αναζήτηση, ενώ απλά χάνουμε εκείνα τα μικρά στρόγγυλα νομίσματα που γράφουν 50 και δεν τα υπολογίζουμε. Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για να συνδεθεί το κωλοπαίχνιδο με εξωτερικές δυνάμεις που υπάρχει μια πιθανότητα να βοηθήσουν είναι πραγματικά μάταιη.

- Πού πας βρε αχαΐρευτε πάλι; Μην τυχόν σε ξαναμαζεύω από καμία λάσπη.
- Όχι ρε Κατίνα μου, να δες, γεμάτος 50λεπτα είμαι, να kinoνήσω πάω. Δεν τα ακούς που κρατσανίζουν στις τσέπες μου;
- Τι να κοινωνήσεις ρε αντίχριστε, ούτε Χριστούγεννα είναι, ούτε Πάσχα.
- Βρε άκου με που σου λέω.
- Καλά, άναψε και μια λαμπάδα μπας και σου ξανασηκωθεί.
- Έλα βρε Κατινούλα, τι λες τώρα, θα μας ακούσει κανείς και θα γίνω και ρεζίλι.
- Σιγά μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

(Όπως καταλαβαίνετε το όνομα του άνδρα δεν αναφέρεται για ευνόητους λόγους. Και επίσης και οι τοίχοι έχουν αυτιά.)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, λάτζα γιόγκα, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσκεμμένα ανυπόστατος ισχυρισμός που στόχο έχει να παραπλανήσει. Σοφιστεία. Παπαριά που θολώνει τα νερά.

Πληθυντικός, οι κουγιές.

Ίσως προέρχεται από τα γαλλικά, couille = αρχίδι ή couillon = κρετίνος, γκραν μαλάκας. Εναλλακτικά, ίσως να προέρχεται από το όνομα γνωστού μεγαλοδικηγόρου με μετάθεση του τόνου.

  1. Εδώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη δολοφονία που έχει εξοργίσει έναν ολόκληρο λαό. Να αφήσει ο Κούγιας τις κουγιές του στα τηλεπαράθυρα και το παιχνίδι με τα μίντια, γιατί εκτός του ότι τα βάζει με τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού, γίνεται αρωγός της κυβέρνησης και του κράτους για να συνεχιστεί εσαεί η αστυνομική βαρβαρότητα της ατιμωρησίας. (από Indymedia, 10/12/08)

  2. Για τις δηλώσεις του κυρίου Κούγια ότι δήθεν ήταν παρεξήγηση, πρέπει να πω ότι είναι ΚΟΥΓΙΕΣ Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ!!! (Από το black-mail.blogspot.com)

Και του χρόνου! (από Vrastaman, 11/12/08)Ένα κι ένα αρχίδι. (από Hank, 09/02/09)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified