Selected tags

Further tags

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, τύπου γκλομπ παπάρι. Είναι η πούτσα τιμωρός, η πούτσα που μπορεί να μετεξελιχθεί από όργανο ηδονής σε εργαλείο τιμωρίας και πόνου.

(Από την βιογραφία του Ανελκά)

«Η καριέρα μου στην Αρσεναλ πήγαινε από το καλό στο καλύτερο μέχρι τη μέρα που έπεσε στο δρόμο μου ο Βιεϊρά, που ήταν γνωστός στα αποδυτήρια της Άρσεναλ ως... μακρύς!

Παίζαμε κόντρα στη Φούλαμ στο Χάιμπουρι και θυμάμαι ότι πήρα μία μπαλιά από τον Μπέργκαμπ, έπειτα απέφυγα με ευκολία τον γκολκίπερ και, με την εστία κενή, κατάφερα με κάποιο τρόπο να στείλω τη μπάλα έξω. Αυτό έγινε επειδή ο ήλιος έπεφτε πάνω στα μάτια μου. Δεν ήταν λάθος μου! Πάντως ο Βιεϊρά μου έριξε τότε ένα βλέμμα και ήξερα ότι θα είχα πρόβλημα.

Ύστερα στα αποδυτήρια ήρθε κατά πάνω μου και εγώ τα έχασα, ήξερα ότι δεν έπρεπε, αλλά τον έβρισα. Αρχικά με κοίταξε επίμονα και ύστερα με χαστούκισε με το π..ς του. Μόνο μία φορά.

Ήταν σαν να με χτύπησε βρεγμένη σανίδα (!!!) Ουδείς μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε δει! Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ντροπιαστικό είναι; Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου; Δεν ακουγόταν τίποτα στα αποδυτήρια σε μία στιγμή που έμοιαζε να είναι αιωνιότητα για μένα, η σιωπή έσπασε μόνο όταν ο Ασλεϊ Κόουλ ρώτησε «είναι η δική μου σειρά»;

βλ. και ιντεραράπικαν, βοϊδόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη πασπαρτού που την χρησιμοποιούμε σε διάφορες καταστάσεις:

  • Όταν θέλουμε να δείξουμε οτι βαριόμαστε. (παράδειγμα 1)
  • Όταν θέλουμε να περιγράψουμε την κατάσταση κάποιου που είτε είναι χαβαλές ή πιωμένος και γενικά δε την πολυπαλεύει. (παράδειγμα 2)
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε απαξίωση για κάποιο ζήτημα. (παράδειγμα 3)
  • Όταν δεν έχουμε τι άλλο να πούμε (παράδειγμα 4)

    Ενδεχομένως να έχει σχέση με το αρνητικό μόριο «μπα».

  1. - Πάμε για 'κανα σουβλάκι;
    - Μπάουα ρε... (Συνοδεύεται από χαμήλωμα του κάτω βλεφάρου με το δάκτυλο)

  2. - Ο Σάκης δε την παλεύει μία! Είναι τελείως μπάουα!

  3. - Ο Νίκος πήρε Playstation 3!
    - Μπάουα. Χέστηκα κιόλας.

  4. - Μπάουααααα...
    - Ε;;
    - Τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζει στον κόσμο του. Σκέφτεται, λειτουργεί, συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά απ' ότι οι άλλοι. Λειτουργεί αλλιώς ο εγκέφαλός του.

- Μία παρέα 20άρηδων πήγε στα μπουζούκια. Ποτό, χορός και κατά τις 3 π.μ., ο Γιάννης (ένας της παρέας) ήθελε να ακούσει Μότσαρτ. Προφανώς ήταν κβαντωμένος, εκτός τόπου και χρόνου!

Kβαντωμένοι θεωρούνται ο λιγνός (από τις κινηματογραφικές ταινίες με τον Ολιβερ Χάρντι και Σταν Λόρελ) και, ενίοτε, ο Ψινάκης.

Κατά τα χαμένος στο διάστημα, spaced-out.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη που δεν έχει απολύτως κανένα νόημα και εξ όσων γνωρίζω χρησιμοποιείται μόνο από δυο ακόμα άτομα (3 στο σύνολο). Τη χρησιμοποιούμε στην περίπτωση που μας έχει ερωτηθεί κάτι ή μας έχει ζητηθεί να πούμε κάτι, αλλά εμείς δε θέλουμε να το πούμε αλλά θέλουμε ο συνομιλητής να νομίζει ότι είπαμε κάτι αλλά αυτός δεν το κατάλαβε.

Για να χρησιμοποιηθεί σωστά ο όρος, πρέπει οι περισσότερες από τις υπόλοιπες λέξεις που απαρτίζουν την απάντηση μας να προφερθούν γρήγορα, μασημένα και σιγανά. Οι λίγες πρώτες λέξεις, οι λίγες τελευταίες, ελάχιστες ενδιάμεσες και η λέξη μπιρφάντα θα πρέπει να είναι οι μόνες που ακούγονται καθαρά, δημιουργώντας ένα αίσθημα προβληματισμού-αιφνιδιασμού στο συνομιλητή μας, γιατί δεν έχει καταλάβει τι είπαμε.

Όταν μας ρωτήσει να επαναλάβουμε αυτό που είπαμε γιατί «δεν το άκουσε ή δεν το κατάλαβε», πρέπει ακολουθήσουμε την ίδια στρατηγική και να προσθέσουμε στις εύηχες λέξεις τη λέξη «κριτσίνι» (μια λέξη αντιπερισπασμός) που λόγω της κατάληξης της μπορεί να μπερδευτεί και με ρήμα. Συνήθως δε ρωτάει τρίτη φορά.

- Γιώργο γιατί δεν έκανες τις ασκήσεις που σας έδωσα για το σπίτι;
- Μα αφού κύρια χθες είχα ο πατέρας μου μπιρφάντα στο σπίτι και ύστερα τελείωσε και δεν πρόλαβα.
- Ορίστε; - Μα σας είπα χθες η μητέρα μου το απόγευμα μπιρφάντα και ύστερα στο σπίτι μας κριτσίνι και γι αυτό δεν πρόλαβα.
- Ε;... τέλος πάντων, Μαρία γιατί δεν έκανες τις ασκήσεις που σας έδωσα για το σπίτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και παρτούζερ

Ο συμμετέχων, ή η συμμετέχουσα, σε παρτούζα, ο παρτενέρ σε παρτούζα. Να μην συγχέεται με το παρτουζιάρης, που είναι αυτός που επιδιώκει την παρτούζα.

  1. Ο Γιώργος; Αυτός είναι γνωστός παρτουζέρ. Μακριά!

  2. Τη Μαίρη είναι πιο πιθανό να τη γνωρίσεις ως παρτουζέρ, παρά ως καθηγήτρια. Μεγάλη γαμιόλα, σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο ουσιαστικό που δηλώνει μια ολόκληρη κατηγορία-κουλτούρα αυτοκινήτων. Προέρχεται από τα ονόματα Saxo και Rallye, γνωστών μοντέλων του ομίλου Peugeot Societè Anonyme, στον οποίον και ανήκουν οι μάρκες Peugeot και Citroen.

Η πλατφόρμα από την οποία παρήχθησαν για συνολικά 18 χρόνια αυτά τα μοντέλα, παρουσιάστηκε το 1985 ως αντικαταστάτης του Citroen LNA (το γνωστό και ως Ελενάκι), και η πρώτη της υλοποίηση ήταn το Citroen AX.

Ακολούθησαν, στην δεκαετία του '90, τα Peugeot 106 και Citroen Saxo.

AX gt, AX le mans, 106 rallye, 106 gti, Saxo vts

Κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών των μικρών αυτοκινήτων δεν ήταν η χρηστικότητα τους στην πόλη, λόγω διαστάσεων, οικονομίας κλπ., αλλά η μεγάλη επιτυχία των σπορτίφ εκδόσεων τους.

Λόγω του χαμηλού βάρους, η χρήση ενός μέτριου κυβισμού κινητήρα επέτρεπε την επίτευξη υψηλών επιδόσεων, που, συνδυαζόμενες με την καλή οδική συμπεριφορά, έκαναν το αυτοκίνητο έναν πύραυλο τσέπης.

Η πραγματική εμπορική επιτυχία επετεύχθη όμως λόγω του χαμηλού κόστους (ιδίως στις γυμνές εκδόσεις), που καθιστούσε την αγορά του εφικτή από νεανικό (χαμηλού εισοδήματος) κοινό.

Tuning

Αυτό που καθιέρωσε τις προαναφερθείσες εκδόσεις στους δρόμους, ήταν το εύκολο και φθηνό tuning, που και τα έκανε αυτοκράτορες της βούτας και της μαύρης.

- Τι κατέβηκε την περασμένη Πέμπτη στα λιμανάκια;
- Τίποτα το ιδιαίτερο. Τα κλασσικα σαξόραλλα και πουντότζιτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι μας γνωρίζουμε και έχουμε χρησιμοποιήσει την φράση: τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ελάχιστοι όμως έχουν αντιληφθεί την ξεκάθαρη ειρωνεία που εμπεριέχει αυτή η φράση και η οποία γίνεται ξεκάθαρη με συντακτική ανάλυση που ακολουθεί:

Ποια παραλείπονται; Tα ευκόλως εννοούμενα!

Οπότε ενώ καλούμε των συνομιλητή μας να παραλείψει τα ευκόλως εννοούμενα, εμείς δεν τα παραλείπουμε κάνοντας αναφορά σε αυτά, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια ξεκάθαρη αντίθεση μεταξύ των λόγων και των έργων μας.

- Μόνο με τον Ψωμιάδη θα πάει μπροστά η παράταξη.
- Τα... παραλείπονται ρε! Άμα βάλει και στις απόκριες την στολή της κολομπίνας 60% θα πάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαφανισμένος. Που ποτέ δε βρίσκεται στο πόστο του. Που κι αν τον ψάξεις, θα 'ναι εις μάτην. Δεν παίζει να τον βρεις πουθενά.

Διευκρινίσεις.

  1. Πουθενάς ΔΕΝ είναι ο οποιοσδήποτε εξαφανισμένος. Δεν εμπίπτουν π.χ. στην κατηγορία αυτή οι αγνοούμενοι, που τους ψάχνει στα αζήτητα η Νικολούλjη και ο Ερυθρός Σταυρός. Πουθενάς ΔΕΝ είναι αυτός που απλά άνοιξε ένα πρωί την πόρτα του, είπε στη γυναίκα του πως πάει στο περίπτερο για τσιγάρα και ποτέ δεν επέστρεψε.

  2. Ο πουθενάς συνήθως είναι κάτοχος κάποιας θεσμικής θέσης. Με τη μόνη λεπτομέρεια ότι αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Διότι εξαιρετικά σπάνια - έως ποτέ - προσέρχεται για να εκτελέσει το καθήκον του.

  3. Ο κλασικότερος πουθενάς είναι ο τελών εν αργομισθία υπάλληλος. Φαινόμενο που παρατηρείται βεβαίως βεβαίως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θέσεις που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Κι ο μισθός εννοείται να πέφτει κανονικά και με το νόμο.

Παράδειγμα: φίλος του γράφοντος προσελήφθη σε ΟΤΑ με εξάμηνη σύμβαση. Για λόγο που μέχρι τώρα αγνοεί ακόμη κι ο ίδιος, δεν τον πήραν ποτέ τηλέφωνο να πάει για δουλειά. Και τα μισθά να πέφτουν κανονικά στην τράπεζα.

Στους κατ' ουσίαν πουθενάδες εμπίπτουν και οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) υπάλληλος της ΕΡΤ που η μοναδική του δουλειά ήταν να πηγαίνει με ταξί κάθε Κυριακή πρωί στην Πάρνηθα και να ρυθμίζει κάτι στις κεραίες. Ζήτημα 10 λεπτά δουλειά δλδ, χωρίς το πηγαινέλα.
β) οι φύλακες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας στην Πατησίων, που συνεννοούνται μεταξύ τους και κανονίζουν τις βάρδιες κατά τρόπο ώστε να δουλεύει ο καθένας τους μονάχα μια φορά στις 10 ή 15 μέρες.

  1. Αγαπημένος πουθενάς είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής που δεν εμφανίζεται ποτέ στις παραδόσεις και στέλνει αντ' αυτού τα τσιράκια του, που συχνά δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα. Πολλά φοιτητόνια παίρνουν πτυχίο χωρίς ποτέ να έχουν δει τη φάτσα τέτοιων ανεκδιήγητων πουθενάδων.

  2. Να μη ξεχάσουμε τέλος και τους πουθενάδες φαντάρους, που λόγω βυσματικής την περνάνε ζάχαρη. Στην πιο light εκδοχή, πουθενάς φαντάρος είναι αυτός που ποτέ δεν βρίσκεται στο πόστο του (π.χ. ως νοσοκόμος), βγαίνει στην αναφορά όποτε του καυλώσει και γενικά ψωλάρει ανηλεώς και κατά σύστημα. Σε πιο hardcore φάσεις, ο πουθενάς απλά κάνει θητεία απ' το σπίτι του, κι εμφανίζεται μόνο στο τέλος για να τσιμπήσει το απολυτηριάκι του. If this is the case, τότε δεν μιλάμε για απλό δόντι, αλλά για χαυλιόδοντα από σιβηρικό μαμούθ...

  3. Ο πουθενάς είναι, generally speaking, υποκατηγορία του Ανύπαρκτου, αυτού που Δεν Υπάρχει. Ο τελευταίος όρος είναι βέβαια πολύ ευρύτερος, με τεράστιο πλην ασαφές νοηματικό περιεχόμενο. Εντούτοις, συγχύσεις μεταξύ των δύο ενίοτε δεν αποφεύγονται. Αλλά γι' αυτό είμαστε κι εμείς εδώ βρε...

  4. Πουθενάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, μάλλον καταχρηστικά κττμγ, και ο επαγγελματίας εκείνος που ποτέ δεν τον βρίσκεις όταν τον θες, όχι όμως επειδή έχει τσακωθεί με τη δουλειά, αλλά επειδή πνίγεται στη δουλειά και δεν προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Το ακριβώς αντίθετο δλδ...

  1. - Ο Κωστάκης φίλε δουλεύει σε Υπουργείο. Πάει χαλαρά το πρωί με καμιά ωρίτσα καθυστέρηση, με την κάρτα χτυπημένη από συνάδελφο. Μετά στο άραγμα άλλη μια ωρίτσα, με καφεδούμπα και τα σχετικά. Ε μετά δε θα πάει και τη βόλτα του στα μαγαζιά κανά δυωράκι γεμάτο; Θα την πάει. Και φεύγει εννοείται και ένα δύωρο νωρίτερα.
    - Πουθενάς κανονικός δηλαδής...
    - Ναι, αλλά έχει και 17 χρόνια υπηρεσία στην πλάτη του, κάτσε καλά..

  2. Παραδείγματα συγκεκριμένων πουθενάδων.

Α. Ο πιο γνωστός πουθενάς καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών είναι κάποιος Μπενέτος της Λατινικής Φιλολογίας. Τον έχουν κράξει οι παρατάξεις επανειλημμένα, μέχρι και ανακοινώσεις έχουν αφισοκολλήσει όπου τον ξεμπροστιάζουν. Κι αυτός το χαβά του. Στη Θεολογική, ψιλο-πουθενάς ήταν και ο πολύς πατέρας Μεταλληνός, που συνήθως έστελνε αντ' αυτού μια θεούσα απ' τις διδακτόρισσες, η οποία το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει με κατάνυξη αποσπάσματα από τα θεόπνευστα βιβλία του παπα-Γιώργη...

Β. Πρόσφατο είναι το σκάνδαλο με τους 116 πουθενάδες ναύτες που «υπηρετούσαν» τη θητεία τους στο Οίκημα του ΑΓΕΝ, μακράν την πιο βυσματική θέση σ' ολόκληρο το ΠιΝι. Όλοι ανεξαιρέτως γόνοι καλών οικογενειών και γαλάζια παιδιά, έκαναν μια βάρδια ο καθένας κάθε 15 μέρες, κάθε 20, κάθε μήνα. Ορισμένοι έκαναν μία κάθε τρεις μήνες. Προεκλογικά είχε πέσει κάποιο κραξιματάκι, δημοσιεύτηκε και στο νετ η λίστα με τα ονόματα. Στα παπάρια τους. Με το που ήρθαν οι πράσινοι, το Οίκημα έβαλε λουκέτο και τα φλωρόπαιδα σκορπίσαν γι' άλλες πολιτείες (δλδ για άλλες βυσματικές υπηρεσίες, μην τρελαθούμε κιόλας). Για περισσότερα βλ. εδώ.

Claude Lévi-Strauss, 1908-2009 (από johnblack, 03/11/09)Βασίλης Καρράς, Δεν πάω πουθενά (από poniroskylo, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται «λάσπους λίνγκουε» και σημαίνει τη λασπολογία. Ετυμολογείται εκ των λάσπη και linguae και «φέρνει» στο γνωστό lapsus linguae που σημαίνει στην κυριολεξία «γλίστρημα της γλώσσας» και το λέμε όποτε μας ξεφεύγει καμιά μαλακία και θέλουμε να την πάρουμε πίσω. Ο όρος είναι αδόκιμος, αλλά νομίζω ότι αξίζει να τον δοκιμάσουμε.

  1. - Καλά ρε συ, πολλή λημματολάσπη έπεσε στο Χίλι Μπίλι!
    - Τρελάθηκαν στη laspus linguae τα κωλοπαίδια!

  2. - Γράφει πάλι η «Μεθαυριανή» μαλακίες ένα σωρό. Δε βαριέσαι, laspus linguae, παλιά μου τέχνη κόσκινο...

Laspus (Co)linguae (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εστιατόρια γρήγορου φαγητού McDonald's στην σλανγκομιλουμένη.

Από το Μακ Ντόναλντς > Μακ Ντο > μακντό.

Προφέρεται και μαΓκντό ή μακ, άμα είσαι έμπειρος.

  1. - Πάμε μακντό να τσιμπήσουμε κανα τσιζ (μπεργκερ);
    - Με ένα ευρώ; Φύγαμε!

  2. - Του 'πα να έρθει στις 6 έξω από τα μακ να πάμε να μιλήσουμε να δούμε άμα θα κάνουμε κατάληψη αύριο...

στο μπαλαούρο! (από BuBis, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified