Selected tags

Further tags

Νεόκοπη απόδοση του αγγλικάνικου ρήματος to vape, το να φουμάρω δηλαδής ηλεκτρονικό τσιγάρο (άκα ατμοποιητή).

Οι ατμιστές ηλεκτρονικών καβλιτζεκίωνε έχουν αρχίσει να αναπτύσσουν μια υποτυπώδη αργκό. Ως γουαναβγεί καπνιστές που είναι, κλέβουν θεριακλήδικες λέξεις τ. ντουμάνι (πυκνότητα του ατμού). Ο «βαθμός ευφορίας» που τους προκαλεί μια τζούρα (πόσο έντονα δηλαδή νοιώθουν οι ατμιστές στα σωθικά τους αυτό που αισθανόταν ως καπνιστές) αποκαλείται χτύπημα (σ.ς.: παπάρια μάντολες). Κι άλλα, εισέτι αχαρτογράφητα (βλ. π.χ. εδώ).

1.
6 τσιγάρα σε 25 ημέρες. Αυτή είναι η απάντησή μου στο χαρτί Α4 που (μου) κόλλησαν στο καπνιστήριο με τίτλο «Απαγορεύεται το άτμισμα» οι αγανακτισμένοι καπνιστές. Αγανακτισμένοι, γιατί όπως κι εγώ πριν από κάνα μήνα, αδυνατούσα να δεχθώ ότι μπορείς να κόψεις (ή να μειώσεις τέλος πάντων) το κάπνισμα με ένα USB Stick που αντί για ΜΒ κουβαλάει πάνω του υγρή νικοτίνη.

2.
ΕΙΣΑΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΑΤΜΙΣΤΗΣ; ΚΛΙΚ ΕΔΩ

3.
Φιλε Κωστα αυτη τη στιγμη ατμιζω μια καλοφτιαγμενη μηλοπιτα που πιστεψε με μονο ασχημη αισθηση δεν μου αφηνει...αλλωστε τι ειναι αυτο που να μπορει να αφησει πιο απαισια αισθηση στα πνευμονια απο τον καπνο του τσιγαρου;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.

- Φώτη, μιλάς σοβαρά τώρα; Εσύ αριστερός, και ο γιός σου είναι φασίστας;
- Όχι, φασίστας, χασίστας είναι βρε!

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για χρήστες κάνναβης που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα που είναι νομιμοποιημένη η χρήση όπως Ολλανδία, Η.Π.Α. επειδή στην χώρα καταγωγής τους η χρήση είναι παράνομη.

  1. - Ο Κώστας που χάθηκε; Πες του να έρθει μαζί μας να πιούμε κανά τσιγάρο.
    - Άσε. Δεν τα έμαθες; Μπαφομετανάστης για Ολλανδία να την πίνει αραχτός και με το νόμο.

  2. Λινκ σχετικού ρεπορτάζ για ισχυρό κύμα ελληνικής μπαφομετανάστευσης που παρατηρήθηκε πρόσφατα.

(από komikotragiko.blog, 03/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα μάλλον νέας κοπής, που έχει, όσο και να πεις, κάποια πλεονεκτήματα. Δεν είναι τόσο φλώρικο όσο το κάνω έρωτα, δεν είναι τόσο μπρουτ φακτ όσο το κάνω σεξ, δεν είναι κακόσημο και κραγμένο όσο τα γαμιέμαι, πηδιέμαι, δεν είναι χαζό υπονοούμενο όπως το το κάνω. Αντιθέτως και ψιλομαγκίτικο είναι, και ανάλαφρο, και χαριτωμενίστικο έως ψιλογουτσιστικό οπότε συντρέχουν λόγοι για να φορεθεί, μεταξύ των οποίων και ο απλός λόγος ότι κάποιες φορές χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις μια μη συναισθηματικώς φορτισμένη λέξη, η οποία όμως να μην είναι και υπερβολικά κυριλέ.

- Πώς πήγε με το Λίλιαν στο ΣουΚού;
- Ε μηνυματιστήκαμε αβέρτα, και αφού φαινόταν ότι το μωρό ψαχνόταν έκανα τις κινήσεις και τελικά σεξαριστήκαμε τρελά χτες.

Ζητιάνα του έπους της Λιλιάδας (από Khan, 02/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Δέον, απλώς, να επισημανθεί ότι δίπλα σε όλες τις πάμπολλες φαλλοκρατικές χρήσεις του γαμάω, χρησιμοποιείται πλέον και από (συμβατικά λεγόμενες/ους) «ερωμένες» και «ερωμένους» για να σημάνει ότι γαμάνε τον εραστή τους από την πλευρά του/ της ερωμένου/ης, που δεν είναι όμως καθόλου ένας παθητικός ρόλος, όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε κάποιες γλωσσικές προκαταλήψεις. Δεν φιλοσοφώ άλλο περί του θέματος, καθώς τα γράφει εξαιρετικά ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς εδώ. Αξίζει πάντως η διερώτηση κατά πόσον η κορεκτιλάτη αυτή χρήση νέας κοπής μας ήρθε από τα αγγλικάνικα (το to fuck που χρησιμοποιείται και από τον/την ερώμενο/η), αν συνδέεται με θήλεα νέας κοπής που ρίχνουν δυο μουνιά φού και φού, με υφισταμένους που πέτυχαν να ανέλθουν στην επαγγελματική ιεραρχία βρίσκοντας την σωστή απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα ποιον πρέπει να γαμήσω κ.τ.ό.

- Και της είχε πει της Καυλάουρας το Λίλιαν να μην γαμήσει τον Μένιο από το πρώτο ραντεβού, αλλά πού αυτή! Μες στην καύλα της, τον γάμησε τρεις φορές, και το άλλο πρωί μόλις ξυπνήσανε τού 'ριξε κι από πάνω άλλο ένα μουνί.

Από το άρθρο του Λύο στο Πρόταγκον (από Khan, 01/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Mια λέξη της αργκό που κατά την γνώμη του γράφοντος θα έπρεπε να αντικαταστήσει την ευπρεπισμένη, αλλά ανακριβή, έκφραση «εργολάβος οικοδομών» ή πιο λαϊκά, κατασκευαστής πολυκατοικιών.

Πρόκειται για ένα σύνηθες «επάγγελμα» που απέφερε πολλά λεφτά σε πολλούς, αμφιβόλου ηθικής, απεγνωσμένους και πρόθυμους να ρισκάρουν και να παραβιάσουν τον Νόμο ανθρώπους (κοινώς λιγούρηδες), (αποτυχημένους) πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες, αλλά και σχεδόν ή εντελώς άσχετους με το αντικείμενο της οικοδομής, από νομικούς, γιατρούς και λογιστές μέχρι εργάτες και νταλικέρηδες, μέχρι το ξεφούσκωμα της φούσκας των ακινήτων στην Ελλάδα με την οικονομική κρίση, το 2009.

Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι αυτοί κατά κύριο λόγο πουλούσαν σπίτια, ήταν έμποροι σπιτιών. Δεν τα σχεδίαζαν, δεν τα κατασκεύαζαν, δεν είχαν καν αναλάβει το έργο (εργολάβοι), αφού απλά επόπτευαν μια έμπειρη μάδα οικοδόμων που έχτιζε τυποποιημένες πολυκατοικίες στον αυτόματο πιλότο και που στην πράξη διηύθυνε ο συνήθως Αλβανός και ανασφάλιστος, όπως και οι οικοδόμοι και εργοδηγοί, υπεργολάβος.

Με το τριτοκοσμικό σύστημα της αντιπαροχής, έχτιζαν σε ξένα οικόπεδο χωρίς να χρειάζονται κεφάλαιο και πλούτιζαν λειτουργώντας σαν νταβατζήςδες -αφού ο μέσος άνθρωπος δεν μπορούσε να βρει και περισσότερο να ελέγξει τους αλλοδαπούς χτίστες, το έκαναν αυτοί με αντάλλαγμα χιλιοστά του οικοπέδου που τρέπονταν σε διαμερίσματα που κατόπιν πουλούσαν σε υπέρογκα ποσά.

Εν ολίγοις πουλούσαν σπίτια που δεν ήταν δικά τους και έβγαζαν τα περισσότερα λεφτά από όλους χωρίς να έχουν δουλέψει ή να έχουν οικόπεδο να χτίσουν. Αυτό που διέθεταν ήταν τίποτα, αέρας κοπανιστός στην αργκό, εξού και αεριτζήδες. Παρεμπιπτόντως, είχε τύχη να πέσει στα χέρια μου έγγραφο Εισαγγελέα όπου ελεγχόταν ένας εμποροσπιτάς για τον πλουτισμό του. Με μια πολύ προσεγμένη διατύπωση που δυστυχώς δεν ενθυμούμαι επακριβώς, περιέγραφε απαξιωτικά την ''εργασία'' του χωρίς να τον καθυβρίζει. Περίπου τον χαρακτήριζε καθ'επάγγελμα μεσίτη / μεσολαβητή ανάμεσα σε οικοπεδούχους και συνεργεία ανέγερσης οικοδομών.

Αυτή είναι μάλλον και η πιο σωστή περιγραφή αυτού του ιδιότυπου σχεδόν επαγγέλματος, που υφίσταται μόνο στην Ελλάδα και στην Μάλτα από όλες τις χώρες -πολιτισμένες και μη- του κόσμου, του εμποροσπιτά που εποπτεύει συνεργεία οικοδόμων που χτίζουν σε ξένα οικόπεδα και στη συνέχεια πουλάει τα διαμερίσματα που χτίστηκαν σε ξένο οικόπεδο με ξένα λεφτά και πλουτίζει!

-Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;
- Eπιχειρηματίας.
- Τι επιχειρηματίας;
- Eργολάβος οικοδομών.
- Α κλέφτης ήταν...
- Ε όχι και κλέφτης!
- Καλά... Εμποροσπιτάς... Πφφ...

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 25/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αυτονομήθηκε πλήρως απ' την μπάλα και το μπάφκετ.

Παίζει μπάλα όποιος πούστης άντρας ή πουτάνα γυναίκα πρωταγωνιστεί θεσπέκια σε κάποιο (οποιαδήποτε) παιχνίδι ή δραστηριότητα, πεοκαλώντας ουάου θαυμασμού, ρίγος και δάκρυα συγκίνησης στα μουνιά. Άλλως, όποιος κεντάει, ζωγράφίζει και δίνε ρέστα.

Ή απλώς, όταν κάποιος συμμετέχει κάπου επάξια.

1.
«Παίζει μπάλα» η Κύπρος, τρεις μέρες στο Λονδίνο…Δεν θέλει και πολύ εμπειρία στις διεθνείς σχέσεις για να καταλάβει κανείς ότι η επερχόμενη τριήμερη επίσκεψη του Κύπριου προέδρου στο Λονδίνο, συνοδευόμενος – όλως τυχαίως – από του υπουργούς Οικονομικών και Ενέργειας, θα είναι πολύ κρίσιμες για το μέλλον του εθνικού θέματος...

2.
«Παίζει μπάλα» μόνη της στη Eurovision η Δέσποινα Βανδή

3.
Ο Μ. Βωβός ξαναπαίζει μπάλα στο Βοτανικό, ελέω κυβέρνησης

4.
Το Skype παίζει «μπάλα» πλεόν και στο iPad

5.
Στο λέω με εγγύηση. Άντε αγορίνα μου … παίξε μπάλα. Είδες πως ο Αλέξης έπιασε τον ταύρο από τα κέρατα. Εγώ θα στα λέω ρε μάγκα; Άντε Πανούλη μου …

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας μαλακισμένος σολοικισμός τύπου Άντζελας Δημητρίου που κάποτε είπε ο Αλέφαντος. Για κάποιο λόγο, όπως όλες οι μαλακίες, μας κόλλησε και το λέμε και το γράφουμε συνέχεια, ειδικά στο διαδίκτυο.

Φαντάζομαι ξεκίνησε ως ειρωνεία για τα κακά Ελληνικά του Αλέφαντου, αλλά πλέον είναι απλά εμφατικό. Όταν θέλουμε να προσδιορίσουμε κάτι (κατάσταση, συζήτηση, αντικείμενο, προσωπικότητα, μέρος...) ως πλήρες ή και υπερβολικό, είτε θετικά είτε αρνητικά, λέμε τα ''πάντα όλα''.

Μοιάζει με την αμερικάνικης προέλευσης slang έκφραση ''ο καλυτερότερος'', όπου βάζουμε δυο καταλήξεις συγκριτικού στο επίθετο πάλι για έμφαση.

- Πουτάνα! Πόρνη! Κοντοπίθαρη! Χαμηλοκώλα! Γαμιόλα! Σιχαμερή! Βλαχάααρα! Βρωμομούνα!
- Τα πάντα όλα...
- Ποια είσαι συ που τολμάς να χωρίζεις εμένα;
- Νώντα, ο κύριος με ενοχλεί... (Ο Νώντας είναι το γκαρσόνι που την γαμούσε τόσο καιρό χωρίς να της κάνει τραπέζια και δωράκια.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική εκδοχή του αγγλοσαξονικού motherfucker.

Σε αντίθεση προς το motherfucker που έχει και θετική πλευρά («you sexy motherfucker», «you be mah main mofo», κ.ταλ.), ο γαμομανάς είναι πάντα αρχίδης, μαλάκας και κατακριτέος.

Λογοπλάστηκε και χώνεται από εγχώρια χιπχοπάκιακαι λοουμπαπστέρια (βλ. παρ. 1,2) και όχι μόνο. Συνεκδοχικά, «πέφτουν γαμομανάδες» είναι η χιπχοπική απόδοση του «πέφτουν μπινελίκια».

Ασίστ μέσω δουπού: aris26.

1.
♪♫ Για τον σταυρό με τα στράς
Το style που μόνο αγαπάς
κι ότι σκατά οδηγάς
και αν είσαι γαμομανάς
Παίρνεις τα αρχίδια μας ♪♫

2.
♪♫ Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα, τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες ♪♫
(Active Member, Μίλα να χαρείς)

3.
Οι χριστοπαναγίες και οι γαμομανάδες πέφτουν βροχή. Όμως στο τέλος όλοι μαζί φεύγουν χωρίς κακία ο ένας προς τον άλλον καθώς στην προκειμένη στιγμή έχουν δώσει το δικαίωμα να εκφραστεί ο καθένας με αυτόν τον τρόπο.

4.
Κωλόπαιδα σαδομαζοχιστές γαμομανάδες επιφυλάσσομαι.

Στο 2.15. Χώνω να γουστάρουμε (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αυτόματος μεταφραστής του γούγλη.

Δηλαδή, το απόλυτο χάος.

Κάποτε, όταν είδωλα επέβαιναν, πήρε το σκυλί στο καθήκον κατά τη γούνα στην πλάτη και τον σήκωσε περίπου ένα μέτρο σε ύψος. Ο σκύλος ήταν ακόμα στον αέρα με τα πόδια του και στη συνέχεια γύρισε εξέπληξε εντελώς το κεφάλι προς τα είδωλα, που τον έκανε να πέσει στη βάση όριο. Μετά από αρκετές τούμπες ήρθε σε μια στάση. Η δράση Kasimir συνοδεύεται με εκκωφαντικό αποφλοίωση. Ο σκύλος από την υπηρεσία δεν έτρεξε ποτέ μαζί της. Τον είχε δώσει.

Σ.τ.σ.: δεν παραθέτω το (γερμανικό) πρωτότυπο, όποιος το καταφέρει θα μπει στο βιβλίο γκίνες, μα τις χίλιες πίπες.

Α, και δεν πρόκειται περί φριχτής ιστορίας βασανισμού ζώων, είναι ένα ανώδυνο και κωμικό συμβάν.

Το Bad Romance μεταφρασμένο από γουγλομεταφραστή. (από Khan, 14/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published