Further tags

Αυτός/ή που πιστεύει πως κατέχει ένα αντικείμενο και συμπεριφέρεται (ντύνεται και μιλάει) σαν να είναι επαγγελματίας του είδους.

Επίσης, πιστευμένος είναι ο οπαδός μιας ιδέας, κινήματος κτλπ.

  1. Περνούσα χτες από πάρκο Γουδή και παίζανε οι ακαδημίες. Είχανε μαζευτεί όλοι οι πιστεμένοι μπαμπάδες με τα προπονητικά μπουφάν στην εξέδρα και είχαν σηκώσει τον τόπο. Πήρα και 'γω μια έψα απ΄τη καντίνα και άραξα για το τζέρτζελο.

  2. Εκεί που πίναμε καφέ Θησείο σκάσανε κάτι πιστευμένοι του Σώρρα και έκαναν έρανο για την αναβίωση των Παναθηναίων.

πιστεμένοι πιστεμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυολεπτάκιας (ο, η)

Δυολεπτάκιας: Ατομο που διακόπτει την κυκλοφορία για χρόνο που συνήθως υπερβαίνει τα 2 λεπτά, αγνοόντας πλήρως τον ΚΟΚ και την παρακώλυση συγκοινωνιών (ειδικά το άρθρο 227 του Ποινικου κώδικα όταν μπλοκάρει λεωφορείο) , όπως και τις σχετικές προβλεπόμενες ποινές.

"-Ει! Που πα ρε φιλε και το μολάρεις μόστρα μπροστά στο μαγαζί; Ειναι "ορθοπαιδικά είδη" το μαγαζί, μπαίνοβγαίνουν καροτσάκια λεμεεεε! Είσαι και πάνω στην διάβαση! Βρεφονηπιακός σταθμός απο δίπλα! -Πως κάνεις έτσι, κύριος; Δυό λεπτάκια θα κάνω!"

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως χρησιμοποιείται σε μορφή ερώτησης προς τον κροκόδειλα της παρέας που έχει μαζευτεί για πιώμα. Κάθε φορά που αυτός "ξεχνιέται" να γυρίσει το τσιγάρο, ρωτάμε ειρωνικά "Σάμαλι;", εννοώντας "μήπως θες να σου φέρουμε και κάνα γλυκάκι;". Προέρχεται από τη συνήθεια των χασικλήδων να τρώνε γλυκό μετά το κάπνισμα, αφενός για τις λιγούρες, αφετέρου για να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να φύγει η πικρίλα του μαύρου από το στόμα.

Συναντάται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα.

-...PΗFFFFFiiiiFFFFF.......PΗFFFFFFOuOuOuOuFFFFF....PΗFFFFFiiiiFFFFF.......PΗFFFFFFOuOuOuOuFFFFF

- Σάμαλι;

- Άραξε ρε φίλε δυο τζούρες έκανα!

- Έλα να γυρνάει..

Got a better definition? Add it!

Published

Επιβράβευση του μαλακα αουγκανου. Έκφραση/πράξη ειρωνικου τόνου.Εικονιζει ουσιαστικά παλαμακι από την ανάποδη.Μπορει να εκφραστεί λεκτικά η πρακτικά .

Μπαμπης : ε μπρο τσεκαρε καχλιδι Σπάιντερμαν σκιλς έχω . Νιονιός : ανάποδο παλαμακι φαμ (Δείχνει η λέει )

Got a better definition? Add it!

Published

Τα γυαλιά οράσεως με χαρακτηριστικούς, υπερβολικά χοντρούς και αντιαισθητικούς φακούς που συνήθως καλύπτουν περισσότερα προβλήματα όρασης από τη μυωπία (μυωπία, αστιγματισμό, στραβισμό) σε έναν ασθενή, ή υψηλή/κακοήθη μυωπία (που μπορεί να εξελιχθεί σε καταρράκτη).

Συνήθως επιβαρύνουν αυτόν που τα φοράει λόγω του βάρους του σκελετού και τον αδικούν εμφανισιακά, κάνοντάς του τα μάτια, λόγω της υπερβολικής διάθλασης της σύνθετης εσωτερικής επιφάνειας τους, να φαίνονται υπερβολικά μικρά (στους πολύ ενισχυμένους φακούς) ή γενικώς μικρότερα του πραγματικού τους μεγέθους. Τώρα πλέον με την εξέλιξη στην οπτομετρική και στην κατασκευή των γυαλιών οράσεως τίθενται υγρά φίλτρα ενισχυμένα με πολύ λεπτές στρώσεις υάλων ποικίλης προέλευσης για να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα με το ελάχιστο δυνατό πάχος φακού. Έτσι τα ματομπούκαλα είναι εν πολλοίς παρελθόν. ματομπούκαλα


Συνθ. λέξη εκ του μάτι (ματ-), δείκτη σύνθεσης -ο- και μπουκάλι (μπουκαλ- με κλητικό επίθημα α). Συνώνυμο τα πατομπούκαλα, όπου εδώ ειρωνικά αναφέρεται πως κάποιος έχει χρησιμοποιήσει για γυαλιά τους πάτους (α'συνθ.)γυάλινων μπουκαλιών (β'συνθ.) που είναι χοντροί σαν τα αντιαισθητικά αυτά γυαλιά (από το πάτος και μπουκάλι).

Δύο φίλοι σε ένα μπαρ συζητούν:
- Κοίτα εκεί πίσω, με τρόπο.
- Ναι, τί; Ωραίο γκομενάκι.
- Όχι, όχι αυτήν, τη διπλανή...
- Ποιαν; Αυτή με τα ματομπούκαλα;
- Σσσσσς! Μην καρφώνεσαι! Ναι, αυτή!. Μ' έχει σταμπάρει με τα πατομπούκαλά της... Απορώ τί να έχουν από πίσω άραγε;...
- Κουκουτσόσπορους, δε βλέπεις;

ματομπούκαλα... ...πατομπούκαλα

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα στη θέση του "Χριστέ μου" ή του ανάλογου ομιτζί.

Προφέρεται με επιτηδευμένη προφορά σε ένδειξη ανωτερότητας επιπέδου, σε περιπτώσεις έκπληξης, απαξίωσης, θαυμασμού, ειρωνείας κλπ.

Τζίζους! Τι ακαταστασία είναι αυτή!

Τζίζους! Κοίτα ποιος πήγε στο Παρίσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός για πολύ ψηλή γυναίκα (πάνω από 1.80)

-Πριν λίγο μπήκε η Άννα και πήγε προς το μπαρ, την είδες; -Ε πως δεν την είδα ρε; Όλους 1 κεφάλι τους ρίχνει το όρθιο χιλιόμετρο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ατάκα που συνήθως λέγεται με ειρωνικό τρόπο ως απάντηση σε φράση που λέγεται για στόχους επίδειξης,αλλα στην πραγματικότητα είναι κάτι εντελώς ασήμαντο και φτηνό.

Μάγκες εγώ πέρασα το μάθημα με 8,σας πήδηξα! Να σου πάρουμε ενα ποδήλατο αγόρι μου,μπράβο!

Ακόμα πιο εξελιγμένη έκδοση που υπερισχύει αυτής,(για κάτι ακόμα πιο ηλίθιο και ασήμαντο) χρησιμοποιέιται η έκφραση "να σου πάρουμε μια πάστα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλισεδιάρικος επίλογος στο τέλος μιας, συνήθως επικριτικής πρότασης, ώστε ο ομιλών, ή μάλλον ο γράφων, δηλώνοντας ΗΡΕΜΟΣ ενώ (υποτίθεται) ότι βρίσκεται σε βρασμό ψυχής, να δώσει έμφαση στην κριτική ή την χλεύη.

Παρ' όλη την εμμονική χρήση στα σόσιαλ, μερικές φορές έχει πλάκα.

- Είναι αυτός ο πιο σωστός (τηλεοπτικά) τρόπος αντιμετώπισης των ζαίων; ΗΡΕΜΑ ΡΩΤΑΩ... (εδώ)

- Δηλαδή το σχέδιο του Βαρουφάκη ήταν να μας χρεωκοπήσει και με την περιουσία του να γίνει ΤΣΕΟ στις ζωές μας; ΗΡΕΜΑ ΡΩΤΑΩ...

- Καλα η μία ειναι η Καρυατιδα. Η ΚΟΝΤΙ ΠΧΙΑ ΙΝΕ; Ήρεμα ρωτάω

- Οι Βενιζελικοί του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ στηρίζουν με περισσότερο φανατισμό την κυβέρνηση Μητσοτάκη ή οι δεξιοί; ΉΡΕΜΑ ΡΩΤΆΩ

- τι σημαίνει "καλό αποκαλόκαιρο" ρε σουρουκλεμέδες; ήρεμα ρωτάω..........

- Τσελέντης: "Περιμένουμε 30 φορές μεγαλύτερο σεισμό στην Αθήνα." Τον έχει εξετάσει ψυχίατρος; Ήρεμα ρωταω.

- Δηλαδή δεν ντρέπεστε να πατάτε like στον άνθρωπο που σας πουλούσε Νανογιλέκα; Ήρεμα ρωτάω.

*Πηγή: https://slang.fandom.com/el/wiki/%CE%89%CF%81%CE%B5%CE%BC%CE%B1_%CF%81%CF%89%CF%84%CE%AC%CF%89*

Got a better definition? Add it!

Published

Φαυλιστικό για τον Πύργο Ηλείας και γενικότερα την Ηλεία ως τόπο μαφιόζων. Εναλλακτικά Άγιοι Τόποι επειδή κάνεις τον σταυρό σου.

Μην περάσουμε από Κολομβία, να πάμε από Τρίπολη.

Got a better definition? Add it!

Published