Ο τσιγκούνης, αυτός που δεν αφήνει τα λεφτά να φεύγουν από πουθενά... (ιδιότητα της τσιμούχας σαν αντικείμενο είναι να εμποδίζει τις διαρροές, εξ ου και ο όρος τσιμούχα /τσιμούχας).

  1. - Πάμε για κάνα καφέ ρε μλκ;
    - Μπα ρε συ, δεν έχω λεφτά...
    - Μια ζωή αυτό λες... Είσαι πολύ τσιμούχας τελικά!

  2. - Με έκανε παζάρια για 1 ευρώ, το πιστεύεις;!;!
    - Καλά, δεν ξέρεις τι τσιμούχα είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης. Το λήμμα παραπέμπει και σε πιγκουίνο.

Λέγεται έτσι για να γίνει εμφατικό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Βέβαια, το κεχαριτωμένο πτηνό δεν έχει αποδειχθεί, από ηθολογικές μελέτες, ότι αποθηκεύει τρόφιμα (αν και θα έπρεπε, με τις συνθήκες που ζει). Συνεπώς η συσχέτιση έγινε μόνον εξαιτίας ομοήχων στοιχείων των σημαινόντων. (Τσίγκου-Πίγκου).

— Θα πληρώσεις;
Μισό, να βρω το πορτοφόλι μου... πού το έχω βάλει;
— Άσε ρε τσιγκουίνο, πληρώνω εγώ πάλι.

(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)(από perkins, 23/05/10)O Pingu - τόνος στη λήγουσα (από poniroskylo, 29/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι κορόιδευαν οι Συμιακοί μετανάστες τους γνωστούς για την τσιγκουνιά τους κατοίκους της πόλης της Ρόδου.

Μόνος σου μπογιατίζεις το σπίτι σου; Είσαι εσύ ένα ροδίτικο φελάκι... Δώσε, ρε συ, κάτι σε έναν άνθρωπο να σ' το βάψει αφού δεν είναι δουλειά σου... Τσιγκούναρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, o τσιφούτης. Αυτός που κοιτά να κάνει τα πάντα με τον πιο ανέξοδο τρόπο. Αρέσκεται σε παντός είδους τράκες. Αγαπημένη μάρκα τσιγάρων, τα Τρακαστράτος. Η λέξη έγινε γνωστή από διαφήμιση μεγάλου καταστήματος με είδη ένδυσης. Χρησιμοποιείται μόνο για άντρες, για τις γυναίκες υπάρχει το τζάμπαγουμαν.

Βγαίνει από τις λέξεις τζάμπα + -μαν.

  1. -Ρε φίλε, με πετάς μέχρι τη Πετρούπολη;
    -Αϊ φτυσ' τα μπούτια σου ρε τζάμπαμαν! Να πάρεις το αργοφορείο.

  2. -Τακούληηηη; Θα με κεράσεις τσιγαράκιιι;(με ναζιάρικη φωνή)
    -Μα ναι! Πώς;! (το σκέφτεται καλύτερα,πιό αντρικά)..Δε μας χέζεις μωρή πατόζα λέω 'γω;! Παλιο-τζάμπαγούμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)

Επίσης λέγεται και Σιμίτω.

Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον όρο Δαλάι Λάμα. Ο Δαλάι Λάμα είναι ηγέτης του Λαμαϊσμού (Θιβετιανού Βουδισμού) και αντιπροσωπεύει τη ζωντανή ενσάρκωση μιας μορφής του Βούδα (της μορφής του ελέους).

Ο Σπαγκάι Λάμα αποτελεί έναν από τους Δαλάι Λάμα των τσιγκούνηδων. Έναν από τους οδηγούς και γκουρού τους δηλαδή. Παρόλο που οι καβούραμεν αναγνωρίζουν την αξία του δεν τον αποκαλούν έτσι, αφού ο όρος αποτελεί ειρωνική προσφώνηση. Ποιος τσιγκούνης δέχεται πως είναι σπάγκος;

Αντίθετα με τον Σπαγκάι που αναγνωρίζεται από τις ικανότητες του, ο συνάδελφος του ο Δαλάι επιλέγεται μετά τον θάνατο του Δαλάι - Λάμα ως εξής: ο διάδοχός εκλέγεται στο πρόσωπο του παιδιού που, την ώρα του θανάτου του Δαλάϊ Λάμα, γεννιέται και που, στο πρόσωπό του, αναγνωρίζονται από τους Λάμα μερικά σημάδια που πιστοποιούν τη νέα ενσάρκωση της μορφής του Βούδα, για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω.

Όταν αποκαλούμε κάποιον έτσι, δεν αναφερόμαστε απλά, στο γλίνα, στον καβουράκια, στον αυγοζύγη, στον Σταρένιο, στο σπαγκόραμα και στον Σκρούτζ. Μιλάμε για κάποιον που ενσωματώνει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά πάει ακόμα πιο πέρα. Μιλάμε για τον τσιγκούνη, που έχει συνειδητοποιήσει πως οι ευκαιριακές αποταμιεύσεις, οι ασυστηματοποίητες ενέργειες και οι ευρέως γνωστές μέθοδοι δεν οδηγούν στο επιθυμητό κατ' αυτόν αποτέλεσμα. Μιλάμε για κάποιον που έχοντας δει ζεστά το θέμα, έχει ανάγει την τσιγκουνιά σε επιστήμη.

Αυτός εργάζεται άοκνα, συστηματικά και μεθοδικά προσπαθώντας, πρώτον, να βρει τα ελάχιστα εκείνα πράγματα για τα οποία πρέπει να γίνονται έξοδα και κατά δεύτερον στύβει το μυαλό του προσπαθώντας να επινοήσει νέους τρόπους αποτελεσματικότερης διαχείρισης των εξόδων. Εργάζεται και στο θεωρητικό πεδίο, αλλά και στο πεδίο της υλοποίησης. Είναι ένας Κύρος Γρανάζηςτης οικονομικής διαχείρισης. Θεωρεί πως η προσπάθεια για επινόηση νέων τρόπων ελαχιστοποίησης των εξόδων τον κάνει σοφότερο. Ή, μ' άλλα λόγια, τον κάνει λαμότερο ή και λαμογιότερο ακόμα.

Αν θεωρήσουμε την ακρίβεια πόλεμο, τότε το έργο του μοιάζει σαν την έρευνα που κάνουν τα κράτη σε χαλεπούς καιρούς για να αντεπεξέλθουν (γι' αυτόν βέβαια οι καιροί είναι πάντα χαλεποί). Όπως μια πραγματική ανάγκη οδηγεί σε νέα γνώση, έτσι η αντίληψη τής ανάγκης από τον φραγκοκίλλερ (είτε είναι πλούσιος, είτε όχι) μπορεί να οδηγήσει κατά τη γνώμη του, σε νέα επιτεύγματα.

Ωστόσο άλλοι τον θεωρούν γραφικό και φυλακισμένο σε μια χρυσή φυλακή (στην περίπτωση που είναι πλούσιος) κι άλλοι πως έχει ευέλικτο και δημιουργικό νου και πως είναι φωστήρας των απανταχού «οικονόμων» (τσιγκούνηδων) και πεφωτισμένος ηγέτης τους.

- Άσε, είχα πάει στο σπίτι της Μαρίας και έμαθα πως ο άνδρας της φτιάχνει ένα σύστημα που παίρνει τα νερά του μπάνιου και τα οδηγεί στο καζανάκι για να γίνεται οικονομία στο νερό. Κι αυτός παρακαλώ... καμαρώνει με τις μαλακίες του. Χύνει με την πάρτη του, το όργιο.
- Ε... ε... αυτός μ' αυτά που κάνει... δεν τον λες απλό τσιγκούνη. Σπαγκάι Λάμα τον λες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.

- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τσιγκούνης.
  2. Αυτός που έχει πολλά λεφτά.
  1. - Αυτός ο Αντώνης είναι πολύ Σκρουτζ, δεν δίνει τίποτα σε κανέναν!

  2. - Ο ιδιοκτήτης της Microsoft έχει τόσα λεφτά, όσα είχε ο Σκρουτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified