Selected tags

Further tags

Προφ εκ του αγγλικού after (βλ. και άφτερ), είναι το -άδικο μέρος, όπου πας μετά, δηλαδή επακριβώς στις αργάμιση, ή μετά από κάτι, δηλαδή αφτερότερα. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση είναι το afterhours club αλλά στα ελληνικά το αφτεράδικο μπορεί να σημάνει κάπως διαφορετικά πράγματα.

Μπορεί να είναι ένα μπαράκι ή κλαμπάκι που το ξενυχτάει όλη τη νύχτα, όσο πάει.

Ή κάποιο μέρος που πας μετά το ξενύχτι και το ξεσάλωμα, για να στανιάρεις από την κραιπάλη, και να φας κάτι όπως πατσά, ή κάτι βρώμικο, που θα σε συνεφέρει από το μεθύσι, κάνοντας τα διάφορα κόλπα που γνωρίζουν οι χανγκάιβερ. Ως προς αυτή τη δεύτερη σημασία βλέπε τα κάτωθι παραδείγματα:

1.Ακόμα κι αν σιχαίνεσαι τον πατσά, το Αυτόφωρο της Αλεξάνδρας είναι εκείνο το «πήγε κιόλας 6...κοντεύει να ξημερώσει, πιάσε μία πατσές και ποδαράκια» ξημέρωμα που μαζί με την παρέα σου σας έχει βρει να μετράτε αστείες στιγμές από το περασμένο βράδυ, τη χυλόπιτα που σας έδωσε μια αγέλη κοριτσιών και πολλά άλλα. (Εδώ).

2.Το πιο ιστορικό αφτεράδικο της πόλης. [...] “Εκείνες τις εποχές η νύχτα ζούσε μεγάλες στιγμές. Έβγαιναν παρέες 15-20 άτομα, πήγαιναν μπουζούκια, ξόδευαν λεφτά και μετά ερχόντουσαν εδώ και ξόδευαν άλλα τόσα. Τσακώνονταν ποιος θα κεράσει τον άλλον. Παλιά εδώ είχαμε ουρές. Έπαιρνε ο άλλος την σούπα και την έτρωγε στο αμάξι έξω γιατί δεν είχε τραπέζι. Κάποια περίοδο είχα και πορτιέρη γιατί τσακώνονταν ποιος θα μπει. Ήταν και λίγο μεθυσμένοι από πριν και καταλαβαίνεις. Αίμα κι άμμος ήταν τότε. Όλη η Αθήνα, ένα τεράστιο πάρτι”. (Αναπόληση εϊτίλας εδώ).

3.έτσι από το να μαζεύεται και ο ίδιος σε άλλα στέκια, έφτιαξε αυτός το καλύτερο αφτεράδικο σουβλάκι και μαζεύει όλους τους φίλους του ιδιοκτήτες από νυχτερινά μαγαζιά και τους εργαζόμενους τους. (Εδώ)

Γενικά πάντως το αφτεράδικο, βγάζει κάποια παράκμα με την καλή έννοια και μια έλλειψη κανόνων, που παρόλο που είναι παρακμιακό ή μάλλον επειδή είναι παρακμιακό σου δίνει μια σιγουριά, ξέρεις ότι θα το βρεις εκεί, δεν θα σε προδώσει. Ξέρεις ότι όταν θα έχεις φτάσει στο πάτωμα της μέθης, θα υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο, το βρώμικο άφτερ, ή ξέρεις ότι άμα θα έχεις βαρεθεί από την γκλαμουριά των κλαμπακίων, θα υπάρχει κάτι πιο αναπαυτικά ντέκα για σβήσιμο. Πώς να το κάνουμε εκ των πραγμάτωνε η κατάστα άφτερ παραπέμπει σε ποστίλα και σε τελειωμενάδικες συνθήκες, ή άλλοτε σε έναν συνδυασμό παράκμας και χαλαρουίτας, μιας δηλαδή απελευθερωτικά χαλαρωτικής και απενοχοποιημένης παρακμής.

Και για να θυμούνται οι παλιοί/ μαθαίνουν οι νεώτεροι ορισμένα από τα διαμαντάκια του σάιτ, παραθέτω πώς περιγράφει τα λίγο πιο ψαγμένα αφτεράδικα από το κλασικό πατσατζίδικο ή βρώμικο, ο Κνάσος:

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

εδώ

Και μερικά παραδείγματα από το Διαδίκτυο (εδώ για μπαράκια αφτεράδικα):

Τα καλύτερα after-άδικα της πόλης. Στέκι ξενύχτηδων και σουρεάλ σκηνικών από το 1989. Το πιο κλασικό after της πόλης δικαιωματικά, ο Batman έχει κοιμίσει και μεθύσει όλους όσους υπήρξαν για μια, δύο ή και παραπάνω νύχτες της ζωής τους, εργένηδες, χωρισμένοι, μποέμ, νυχτόβιοι και ερωτευμένοι. Στέκι που γνωρίζουν πολλοί αλλά που πηγαίνουν λίγοι, αφού η απουσία ταμπέλας χρήζει να το επισκεφτείς με παραδοσιακούς μύστες του. [...] Ό,τι γίνεται στο Batman, μένει στο Batman είναι το σύνθημα που συνοδεύει το εν λόγω after σε πολλές παρέες. [...] Χρυσές και κόκκινες αποχρώσεις, κομμένα χέρια αλά Adams family, θέσεις διαχωρισμένες με δίχτυα και ένας κορμός στη μέση του μπαρ. Το Μπρίκι αποτελεί κλασική επιλογή ξενύχτηδων και ερωτικών παρορμήσεων. [...] Με μουσική "όλα τα έχει ο μπαξές", με φτηνά ποτά και με διακόσμηση "ντύθηκα πρόχειρα και έβγαλα το κραγιόν μου", στον Άνθρωπο θα γνωρίσετε αταίριαστους θαμώνες, διαθέσιμους για όλα! [...] Χρώματα παντού, περίεργα παιδικά φωτιστικά, ζωγραφισμένες τοιχογραφίες, αυλή, δύο stages και μια μπάρα για το τέλος είναι όλα όσα χρειάζονται οι πιο friendly νυχτόβιοι τύποι για να κλείσουν ευχάριστα το βράδυ τους και είναι όλα όσα παρέχει το Νηπιαγωγείο. [...] Κλίμα φιλόξενο, φωτισμός "καθωσπρέπει" με ευγενικούς θαμώνες και ιδιοκτήτες, το Barelhouse, στο όλο και πιο αναπτυσσόμενο μπαρόβιο Κουκάκι, αποτελεί ιδανική επιλογή για όλα τα "σκυλιά της νύχτας". (Η Αθήνα ξενυχτάει).

Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένα αφτεράδικα είναι τόοοοσο άφτερ ώστε όχι μόνο μας πιάνει το ξημέρωμα αλλά και το μεσημέρι, υπάρχει και μια ντεκαφεϊνέ χρήση του αφτεράδικου, που είναι να πέφτεις για ύπνο νωρίς και να πηγαίνεις στο αφτεράδικο νωρίς το πρωί έως μεσημέρι (ελεεινά χιπστέρια!). Είναι κάτι σαν αυτό που λέμε πιο χίπστερ γίνεσαι μέϊνστριμ.

Ένα μεγαλύτερο ποσοστό των θαμώνων του Skull είναι άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα και όταν σχολάνε ξεδίνουν από την πίεση της βάρδιάς τους εκεί, ενώ οι περισσότεροι πελάτες του μαγαζιού που συνηθίζουν να το επισκέπτονται Κυριακή πρωί είναι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί κανονικά και ξυπνούν για να πάνε για χορό. «Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις αγουροξυπνημένο κόσμο, που δεν δουλεύει την Κυριακή, να έχει μόλις πιει καφέ και να έρχεται σ' εμάς". (Από τη Γλάιφο).

"Το πιο καθαρό βρώμικο"= το πιο ντεκαφεϊνέ όνομα για αφτεράδικο

Ευτυχώς στη χιπυστερική εποχή μας παραμένουν και κάποιοι υπερήρωες να φυλάνε την πόλη στις κρίσιμες άφτερ στιγμές, προκαλώντας και ακραίες αφτεράδικες καταστάσεις.

Μπάτμαν: Οι υπερήρωες που φυλάνε την πόλη στις άφτερ ώρες της

"Batman" [...γιατί...] και, τέλος, δεν έκλεινα ποτέ, ούτε όταν έβγαζε νόμους ο Παπαθεμελής ούτε τίποτα. Εμείς μένουμε ανοιχτοί για να φυλάμε την πόλη. [...] «Ο Τάκης και η Φιλία γνωρίστηκαν στο μαγαζί. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Τη νύχτα του γάμου τους, αφού χαιρέτησαν τους συγγενείς στην εκκλησία, ήρθαν σκαστοί στο μαγαζί. Έδωσαν σε όλους μπομπονιέρες και κέρασαν ποτά. Τους έπαιρναν τηλέφωνο από το τραπέζι: “Πού είστε;” Ο Τάκης τους έλεγε: “Εμείς στο “Batman” γνωριστήκαμε, θα πιούμε πρώτα το ποτό μας εδώ και μετά θα ’ρθούμε”». (Εδώ).

Πλατεία Μαβίλη Τέσσερις παρά

Μαζί μ' ένα ψώνιο κι οι δύο χαμένοι, τρώγατε σάντουιτς θολή ματιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Glory hope, αποδιδόμενο μεταξύ άλλων ως τρύπα της χαράς, είναι τρύπα που είναι ανοιγμένη στις μεσοτοιχίες δημοσίων αποχωρητηρίων ή άλλων χώρων, λ.χ. δωματιάκια σε τσοντάδικα ή παρτουζάδικα ή χώρους με BDSM σαδομαζοχιστικά παίγνια ή άλλα γαμαζιά με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή οι χρήστες / ένοικοί τους, κυρίως για στοματικό σεξ, οπότε μιλάμε για τσιμπουκότρυπα, αλλά όχι μόνο. Προσφέρει το πλεονέκτημα της ανωνυμίας για κρυφές που τους τρώει ο σκόρος, αλλά βοηθά και όσους συμπολίτες μας δεν έχουν καλή εμφάνιση σε φάση θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο χοντρός. Glory hope είναι η αρκετά φιλόδοξη αλλά όχι εντελώς παράλογη ελπίδα (hope στα αγγλικά) ότι πίσω από την τρύπα της χαράς θα βρίσκεται ο πρίγκιπας ή πριγκίπισσα ή drag king ή drag queen των παραμυθιών και των φαντασιώσεών μας.

Η glory hope πεθαίνει πάντα τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην αργκό των μαφιόζων της νύχτας, έτσι καλείται η απαγωγή ενός οικονομικά εύρωστου προσώπου με σκοπό την ανταλλαγή του με χρηματικό ποσό (λύτρα).

Ψηλός: Θα σου πω, έχω κάνει μια πουστιά ακούς, αν πάω καλά... Σουν Τσουν: Ναι. Ψηλός: Θα τους κάνω μεγάλη ζημιά να ξέρεις, έχω κάνει ένα ριχτάδικο καλό, κατάλαβες; Σουν Τσουν: Τι; Ψηλός: Ξεκινάω ένα ριχτάδικο πολύ πονηρό, το έχω ξεκινήσει εδώ και έξι μήνες, σε κανέναν δεν λέω τίποτα να ξέρεις, ακούς; Σουν Τσουν: Ναι, ναι. Ψηλός: Γι' αυτό σου λέω αστακό θα φάμε το καλοκαιράκι. Δεν μπορώ να σου πω πιο πολλά, μη μου το γκαντεμιάσουνε. Εντάξει αγόρι μου, εντάξει; Σουν Τσουν: Μου είπε ο ψηλός Ιούλιο; Ψηλός: Σεπτέμβρη φίλε. Σουν Τσουν: Το καλοκαίρι τι θα κάνουμε δηλαδή, θα ψοφήσουμε της πείνας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρέπει να πιστέψουμε σε έναν κόσμο έξω από την δική μας αντίληψη. Πρέπει να πιστέψουμε ότι οι ανθρώπινες πράξεις διατηρούν το νόημά τους, ακόμα κι όταν δεν τις θυμόμαστε. Πρέπει να πιστέψουμε ότι ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα και όταν κλείνουμε τα μάτια.
.....................................................................................................................................

Όλα αυτά που υπάρχουν γύρω μας, η οθόνη του υπολογιστή, οι τοίχοι, οι δρόμοι, η γόπα που καίει ακόμα στην άσφαλτο, το κόκκινο μηχανάκι που σταμάτησε και άφησε τη συνοδηγό με αντάλλαγμα ένα φιλί, τα δέντρα που άνθισαν, όλα αυτά, με τις λεπτομέρειές τους, τα χρώματά τους, τους ήχους τους, τις διαπλοκές τους και μέσα σ’ αυτά κι εμείς, με τις χίλιες σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, όλον μας τον κόσμο που αλλάζει κάθε στιγμή μέσα στον κόσμο που αλλάζει κάθε στιγμή, όλα αυτά θα πεθάνουν μόλις σκοτεινιάσει η μέρα ή μόλις σκοτεινιάσει η μνήμη μας γιατί θα χαθούν και θα είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Κι εμείς μαζί μ’ αυτά, δεν γλιτώνουμε, εμείς, ο Γιώργος, ο Μανώλης, η Όλγα της 11ης Απριλίου και της οκτώ, οκτώ και κάτι το σούρουπο, κι ένας νέος εαυτός μας θα πάρει τη θέση μας σε μία ώρα, σε δυο λεπτά, τώρα και τώρα και τώρα ξανά. Και ποιος ξέρει αν όλοι αυτοί οι διαδοχικοί εαυτοί μας που στέκονται μπροστά στην οθόνη και γράφουν και διαβάζουν ο καθένας με τη σειρά του στον υπολογιστή, ποιος ξέρει αν όλοι αυτοί είναι το ίδιο πρόσωπο ή αυτό το ένα πρόσωπο δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ.

Το σκοτάδι είναι ο πρωταρχικός μας φόβος: ο φόβος της ακατανόητης και αδυσώπητης απώλειας. Και η νύχτα, για το απαράλλαχτο πανάρχαιο κομμάτι της φύσης μας, είναι η κυριαρχία του σκότους.

Όσο όμως η απειλή της νύχτας πέφτει στις πόλεις και τους δρόμους μας, εμείς γραπωνόμαστε από τη ζωή με πείσμα. Κι εκεί βρίσκουμε και τους άλλους ανθρώπους. Και γελώντας θυμωμένα, πυρετικά ή γαλήνια στα μούτρα μιας νύχτας που μπορεί να μην ξημερώσει ποτέ, συναντιόμαστε γύρω από τραπέζια, πάνω από ποτηράκια κρασί, μέσα σε πλήθη ή σε μικρές παρέες, γνωριζόμαστε, ερωτευόμαστε, πονάμε και γιατρευόμαστε.

Μα η νύχτα δεν πιστεύει στην αυγή, και το σκοτάδι παίρνει από εμάς ομήρους, μας κλέβει μνήμες-κομμάτια του εαυτού μας και τα σκορπίζει στη λήθη. Εμείς της συντρίβουμε την κεφαλή και αυτή μας δαγκώνει την φτέρνα. Και τότε, όλα αυτά που ζήσαμε και χάσαμε τα παίρνει η νύχτα.

Υ.Γ. Κι όχι αυταπάτες προπαντός: Ακόμα και όταν διασώσουμε τις αναμνήσεις μας, δεν είναι καθόλου σίγουρο αν οι αναμνήσεις αυτές είναι κάτι που έχουμε ή κάτι που έχουμε πια χάσει. Η νύχτα κερδίζει διαφορετικά: κρατά την πραγματικότητα και μας αφήνει την αόριστη γοητεία της στη μνήμη μας.

Και σ' αυτήν την περίπτωση, το πήρε η νύχτα.
.....................................................................................................................................

© εν μέρει, σε ορισμό και παράδειγμα:

Christopher Nolan, Memento
Γιώργος Σεφέρης, Η Στέρνα
Αγία Γραφή, Γένεσις
Μανώλης Αναγνωστάκης, Επίλογος
Χρήστος Θηβαίος, Καλή σου νύχτα
Κ.Π. Καβάφης, Καισαρίων
Τάκης Σιμώτας, Νίκος Παπάζογλου, Κανείς εδώ δεν τραγουδά
Σωκράτης Μάλαμας, Τίποτα δε χάθηκε

- Τι κάνεις εκεί ρε με το κρασί;
- Ξέρεις πως μ' αρέσει αυτό το τραγούδι... «Θυμήθηκα που πίναμε σε τούτο το τραπέζι...» Τι λες να γίνονται όλες οι στιγμές που περνάν και χάνονται; Ζούνε μέσα μας; Πεθαίνουν; Σβήνουν για πάντα; Βγάζω νόημα ή γυαλίζει το μάτι μου;
- Και τα δύο... Ποιες στιγμές;
- Τόσο είχε ο μήνας και τότε, αλλά ξημέρωνε Σάββατο, όχι Κυριακή. Της μιλούσα, μου μιλούσε, ακούγαμε την μπάντα των παιδιών από την Τούμπα, τα θυμάσαι τα παιδιά; Μετά πιο κοντά, μετά το φιλί. Κι ύστερα πέρασαν χρόνια, Σαλονίκες, Αθήνες, τηλέφωνα, σαββατοκύριακα, εκδρομές. Και μετά χώρια. Άλλα τόσα χρόνια. Κι από όλα αυτά, στο τέλος βρέθηκα με μισό κουτί αντικείμενα που δεν μου μιλάνε, δε λένε τίποτα. Γι' αυτό σε ρωτάω, που πήγαν οι στιγμές που ζήσαμε;
- Τις πήρε η νύχτα, αδερφέ, τις πήρε η νύχτα...
- ...
- Δεν μου είπες, τι έκανες με το κρασί;
- Όποτε παίζει αυτό το τραγούδι και βρεθώ να τα πίνω πάνω σε χωματένιο πάτωμα, ρίχνω ζούλα λίγο κρασί καταγής.
- Αυτό δεν το κάνουν για τους νεκρούς; Η δικιά σου δεν πέθανε πια. Μην το παρατραβάς!
- Ναι, έχεις δίκιο... Άκου τι έβαλε: «Τίποτα δε χάθηκε ποτέ από κανέναν»...

(από Mr. Cadmus, 11/02/12)"Eternal Sunshine of the Spotless Mind" (2004). (από patsis, 15/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για το putzinstitut (πουτς ινστιτούτ). Βρίσκεις σ' αυτό κορασίδες.

Εγκαινιάστηκε νέο ευαγές ίδρυμα στη Συγγρού! Πρέπει να το υποστηρίξουμε!

(από Khan, 20/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λαμόγιο ή και λαμόγιας, είναι συνώνυμο του απατεώνα ή κομπιναδόρου.

Η λέξη προέρχεται από το ιταλικό «la moglie» (λα μόγιε - η γυναίκα), και συγκεκριμένα από τους χαρτοπαίκτες της Νάπολης. Όταν κάποιος απο αυτούς κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη χάσει πάλι τα λεφτά του, έλεγε «la moglie, la moglie», ότι τον φώναζε δηλαδή η γυναίκα του, και τα έπαιρνε κι έφευγε.

Πω ρε πούστη, πάλι μ' έκλεψε στα ρέστα αυτό το λαμόγιο στη λαϊκή!

moglie (από GATZMAN, 16/11/10)Le Carte Nnapoletane (από HODJAS, 17/11/10)

Βλ. και λαμόγια, moya.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κερδίζει πολύ καλό εισόδημα. Αυτός που κουβαλάει πολλά μετρητά πάνω του.

Προκύπτει απο τον -πάντα υπερφουσκωμένο- πάκο χρημάτων που βγάζει ο υπάλληλος στο βενζινάδικο για να σου δώσει ρέστα. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για επαγγέλματα του μεροκάματου, μουσικούς της νύχτας και γενικότερα σε περιπτώσεις όπου οι πληρωμές γίνονται σε μετρητά.

1

- Είδα το Θρασύβουλο τις προάλλες

- Έλα ρε μαν μου, τί κάνει ο έτσι, που παίζει τώρα ?

- Ασε, έπιασε δουλειά στα μπουζούκια...

- Α, κατάλαβα, βενζινάς ο δικός σου...

2

- Είχες κάνα νέο?

- Αν κλείσουμε τη δουλειά που σου έλεγα, θα γίνουμε βενζινάδες!! (με χαρακτηριστική χειρονομία χτύπημα τσέπης παντελονιού απ'εξω)

- πσσσσσ...!

3

-Τι λογαριασμό έκανε το 21?

- 1200 ευρώ

-Δεν πιστεύω να πλήρωσαν με κάρτα

-Οχι, τα έσκασε μετρητά ο μάν

- Ρε το βενζινά...

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος πλήκτρων που εμφανίζεται συχνότατα σε β' διαλογής / καλτ λαϊκά / σκυλάδικα. Συνηθέστερα και προφανέστατα προέρχεται από εξίσου β' διαλογής keyboard, το οποίο ενώ μπορεί να ακούγεται ως συνοδεία στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ένα μέρος του κλέβει την παράσταση.

Τι γυφταρμόνιο είναι αυτό που παίζει στο «Για τα μάτια του κόσμου»! (βλ. και μήδι)

Δες και ψησταριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified