Συνθηματική μπουρδελοσλάνγκ για την εκσπερμάτωση, κυρίως όταν αυτή προκαλείται από φραπέ δια χειρόςποδός) επιδέξιας φραπεδιάρας σε φραπενείο, φραπενέ, ή άλλο ευαγές ίδρυμα που σερβίρει καφέ.

Εκ του αγγλικάνικου happy ending. Βλ. επίσης: τέρμα.

Σ.ς..: αναρτάται προς τιμήν της 6ης επετείου της Παγκόσμιας Ημέρας Frappernité και αφιερούται στους φραπελημματογράφους του σλανγκρρ με προεξέχοντα τον χαμένο σλανγκοδράκο Gatzman.

1.
- Δεν την εστειλα στο διαολο μηπως και είχαμε ευτυχή κατάληξη. Στο μισάωρο με γύρισε ανασκελα και συνεχισε το μασαζ απο μπροστά αποφευγοντας τα επιμαχα. Δεν ηθελα πολύ και αφου είχε γινει τουμπανο τη ρώτησα με οση ευγενεια και χιουμορ διεθετα αν θα υπηρχε happy end είτε στο πρόγραμμα είτε με επιπλεον χρέωση. Μετά από ένα γελάκι μου «άνοιξε την καρδιά της» και μου είπε πως αυτή ηταν η ιστορια της ζωης της και πως πολλοί πελάτες της προσέφεραν 200 και 300 ευρω για φραπέ, αλλά αυτή τα χεράκια της τα είχε ταγμένα μόνο στο μασαζ και στον πρίγκηπα που περιμένει. Προφανώς και δεν ήμουν τόσο καυ.... για να προτείνω 200αρι για ενα φραπε ούτε ήθελα να πουλήσω το σπίτι μου για να πείσω την αθηνά να μου ανοίξει τα πόδια της οπότε την χαιρέτησα και σκεφτηκα πόσο μλκ μπορεί να είμαστε ώστε να σκαμε μισο μισθό σε ένα αδιάφορο πιπίνι για μια μλκ και να τρωμε και πρότα....

2.
- Για να μην χαθεί τελείως η παρτίδα, επειδή καταλάβαινα ότι δεν θα είχαμε ευτυχή κατάληξη, της ζήτησα να με τελειώσει με στοματικό (με προφύλαξη), κάτι που δέχτηκε χωρίς να δυσανασχετήσει, για να έρθει τελικά το τέλος μετά κόπων και βασάνων.

3.
- Έτσι παραμένοντας ξαπλωμένος ανάσκελα, και της ζήτησα να αναλάβει πρωτοβουλίες και με στοματικό, hand job και φιλιά και χάδια στο σώμα μου, είχαμε την ευτυχή κατάληξη.

4.
... μονο μη μου τα δαγκωνεις, ζητησα συγγμωμην και αυτη κάνοντας μου φραπέ ..... σε ένα μπαρ, με την ευτυχή κατάληξη που μπορεί να έχει η όλη διαδικασία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακριβοπουτάνα - έσκορτ - συνοδός νέας κοπής που δεν μένει μονίμως σε μια πόλη, αλλά κάνει περιοδείες-τουρ ολίγων ημερών ή εβδομάδων, εξ ου και σλανγκιστί ονομάζεται τουρίστρια. Στην ακριβή τιμή συνήθως περιέχεται πληθώρα υπηρεσιών gfe και pse, ενώ μπορεί να είναι και ελάσσων σελεμπριτού, όπως συνταξιούχος πορνοστάρ ή μοντέλα.

Στο Δ.Π. υπό Galadriel.

Από σάιτ για ενήλικες:

  1. Όταν άνοιξε η πόρτα ψιλοαπογοητεύτηκα, η κοπέλα έχει ένα θέμα με τα δόντια της, ήταν άβαφη εντελώς και επίπεδο όχι για city-tour.

  2. Καλού κακού βάλτε την να κάνει ένα ντουζάκι πριν την έναρξη του αγώνα (στα αρνητικά και το κακής ποιότητας χοτέλι που κλείνουν σε αντίθεση με αυτό που περιμένεις απο ενα citytour , αλλα οκ το ξέρεις απο την αρχή οπότε είναι επιλογή σου να πάς. ).

  3. Τα προγράμματα των στούντιο είναι ο επαρχιώτικος εξελληνισμός των χρεώσεων των city tours στα μπουρδέλα-μπουρδελοκόριτσα.

(από Khan, 12/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δόκιμο Flocaccino είναι κυριολεκτικά (με λίνκι) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα τ. τούρτα που προσφέρουν τα Flocafé, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ, σε μια μεγάλη σειρά από γεύσεις, όπως Oreo, μπισκότο, βανίλια, καραμέλα, σοκολάτα και δεν συμμαζεύεται.

Το σλανγκικό φλοκατσίνο είναι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) με χύσα μέσα. Πρόκειται για ρόφημα ή και ρόφτυμα τ. φραπέ, που προσφέρει η αλυσίδα Flocafe, των οποίων αποτελούν την σπεσιαλιτέ. Ετυμολογείται λαδή από το φλόκι (= χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί < ιταλικό flocco < λατινικό floccus, και λόγω προφανούς ομοιότητας τα εκτοξευόμενα συμπλέγματα σπέρματος) και την κατάληξη -τσίνο που παραπέμπει σε φραπέ.

Ως υπηρεσία φραπενείου (στριπτιτζάδικου, κωλόμπαρου, μασατζίδικου, τσιμπουκάδικου και άλλων -αδικων) αποτελεί συνώνυμο για το φραπέ με γάλα, δηλαδή σημαίνει την υποβολή σε αυνανισμό υπό κορασίδος έως και της ποθούμενης εκσπερμάτισης. Διακρίνεται έτσι από το απλό φραπέ, όπου καθώς η πριβεδιά προσμετράται σε ορισμένο αριθμό τραγουδιών (στα στριποκλαμπάκια τουλάχιστον), κινδυνεύει ο φραπέλληνας αν το τραγούδι τελειώσει αιφνιδίως να χρειαστεί να συνεχίσει σόλο. Αντιθέτως, η υπηρεσία φραπέ με γάλα ή χαριτωμενιστί φλοκατσίνο αποτελεί δέσμευση εκ της κορασίδος ότι ο υπεσχυμένος φλοκοπόταμος θα επιδιωχθεί έως εσχάτων ανεξαρτήτως ασματικών ενδεχομενικοτήτων. Φλοκατσίνο, βεβαίως, αποκαλείται δίκην αστεϊσμού μόνο από τους μπουρδελιάρηδες, καθώς από τα ίδια τα κορίτσια αποκαλείται αραμπιστί μεν «σε κάνω τελειώσει», ουκραναϊζεριστί δε φίν-j-ιsh.

Ο όρος φλοκατσίνο εκφέρεται είτε ως χτύπημα, είτε ως ρόφημα, και στην αφήγηση γενικά σεχουαλικώνε ιστοριώνε ανεξαρτήτως φραπενέδων. Περιγράφει αυτές τις πηδυλλιακές στιγμές, που άλλοι από μας (όσοι διαθέτουν «ατζέντες με ονόματα», που λέει κι ο ΜΧΣ) τις ζουν σε κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας, ενώ άλλοι μπροστά από λαπιτόπια, όταν η κοπελιά χτυπάει τον βασιλόπουλο των ονείρων της στο γκραν φινάλε και περιμένει έχοντας παραδοθεί άνευ διασπερματεύσεων. Τότε το μεν χτυπάω ένα φλοκατσίνο με υποκείμενο την ερωμένη αναφέρεται σε φραπέ, το δε κερνάω φλοκατσίνο με υποκείμενο τον ερώντα αναφέρεται σε (καλή) πίπα. Σε κάθε περίπτωση ο βασιλόπουλος δύναται να ανακράξει ως γαμησιάτικη ρίμα «χύνω, χύνω, κερνάω φλοκατσίνο!».

Dedicated to Gatzman, my sweet Frappentine (με την καλή έννοια).

  1. - Ρίξτε μαύρο στο Dolls. Βάζουν όλους τους φραπεδοκράτορες μαζί στον ίδιο χώρο, πάνω στους χιλιοχυμένους καναπέδες και μπορεί να σού 'ρθει και το φλοκατσίνο του διπλανού σου κερασμένο. Πίκρα!

  2. φεραρι ειμαι εγω ενω εσυ............ο ΑΛ ΠΑΤΣΙΝΟ
    θα πιεις ολο τ σπερμα μ σν να ταν φλοκατσινο
    (Ποιητικό hip-hop αρρωστούργημα εδώ).

  3. - Το καλαμάκι με σκουφο η χωρίς συναγωνιστή;
    - σε παρακαλω πολυ >:( εχεις δει εσυ(ΝΑΙ ΕΣΥ!!!!) πουθενα να πινουν καφε(φραπε-φρεντο εσπρεσσο,φρεντο καπουτσινο,φρεντιντο,φλοκατσινο,φλοραπινο) και να εχουν ναυλον πανω στην ουρηθρα του καλαμακιου;Σε παρακαλω που θα μας μιλησεις για σκουφους και γαντια καλοκαιριατικα ;D (Εδώ δεν τίθεται ακριβώς όπως στον ορισμό, αλλά ωστόσο προϋποτίθενται τα σχετικά φραπε-λογοπαίγνια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της μπουρδελιάρικης ιδιολέκτου. Προκύπτει από τα στρίπερ (stripper), τρύπα και τρίπα- τριπάκι. Πρόκειται, επομένως, για την χορεύτρια σε στριπτητζάδικο, το παιδί του σωλήνα. Γράφεται και ως τρύππερ, τρίπερ, τρίππερ.

Κατ΄ αρχήν, ανταποκρίνεται στην ανάγκη χάλκευσης ενός όρου που να αντιστοιχεί στην ελληνική πραγματικότητα. Το γαλλικό στριπτιζέζ είναι μπαμπαδοπαππουδισμός που θυμίζει Belle Epoque και Toulouse-Lautrec. Το stripper είναι αμερικλανιά που θυμίζει Demi Moore και Las Vegas. Παραπέμπει σε κιτσογκλαμουράτο αφραπάζ με βλαχάρες Αμερικάνες σιλικονάτες, και όχι στο περιβάλλον φτωχού πλην τίμιου φραπενέ με βιοπαλαίστριες που μοχθούν για το φραπέ ημών το επιούσιον (μιλάμε εξάλλου για τελείως διαφορετικούς σωματότυπους από τα αμερικανικά ευαγή ιδρύματα, συνήθως κυριαρχούν ουκρανάιζερ και τσοκολάτες και όχι οι Αμερικλανοειδείς μπαγκατέλες). Βεβαίως το χορεύτρια είναι υπερβολικά ευφημιστικό, το λικνιτζού λόγιο και το παιδί του σωλήνα άβολο. Οπότε έχει πλέον καθιερωθεί ως κυρίαρχος όρος το τρύπερ, τουλάχιστον στο γνωστό μπουρδελοσάη.

Δεν μπορώ να αποφύγω την ντιριντάχτα προσπέλαση του όρου. Όταν η στρίπερ ορίζεται ως φραπεδιάρα ορίζεται από αυτό που προσφέρει, από την ανάγκη ή, έστω, την κατάφαση. Όταν ορίζεται ως τρύπερ ορίζεται από αυτό που δεν προσφέρει, από την ουτοπική επιθυμία.

Πράγματι, η τρύπα είναι το μόνο που δεν προσφέρει μια στρίπερ. Μπορεί να επιδαψιλεύει φραπέ, ποδοφραπέ, βυζομαλακία, σε οριακές περιπτώσεις μπουκιτσί (με την κρίση βέβαια όλα επαναδιαπραγματεύονται), γκουφουέ γλωσσόφιλα, και γενικά να βγάζει μια διαθεσιμότητα σε όλο το σώμα πλην του αιδοίου. Συνήθως, αν δεν πρόκειται για full nude ούτε καν το δείχνει. Το αιδοίο της κωλοτριβάδος, λοιπόν, καθίσταται κυριολεκτικά η μαύρη τρύπα, που ρουφάει αλλά και συνιστά την αλυσιτελή και πολυδάπανη επιθυμία του στριπτητζόφιλου. Με όρους του Roland Barthes, θα έλεγα ότι το φραπέ είναι το studium, ενώ η τρύπα είναι το punctum της λικνιτζούς, η οποία ορίζεται από την ουτοπία (γαμήσι με στρηπτιτζού) την πυροδοτούσα το τριπάκι της διαλεκτικής της επιθυμίας.

Για τον Έλληνα αγαπούλη, πρόκειται πραγματικά για τριπάκι και όχι μόνο για χαβαλέ ή για κολακεία του ανδρικού εγωισμού, όπως στην Εσπερία, ή για μπριζόλιασμα όπως αλλού. Ο Έλληνας κυνηγάει την τρύπα της τρύπερ και αυτή έχει εκπαιδευτεί σε μία διαλεκτική όπου πάντα τάζει όλο και κάτι περισσότερο για να κρατάει τον αγαπούλη στην πρίζα, ενώ η τρύπα ολοένα και αναβάλλεται. Νταξ μπορεί και να γαμήσεις στρηπτιτζού αν είσαι ωραίος, πλούσιος και στυλάτος, όπερ άτοπον, γιατί τότε δεν θα είχες πατήσει στο φραπενείο ιν δε φερστ πλέης. Ή αν την πρήξεις τόσο πολύ, ώστε στο τέλος αυτή (και το μαγαζί από πίσω) να ενδώσει στο στυλ, «άντε να σου κάτσω, να δούμε ρε μαλάκα επιτέλους τι θα καταλάβεις», όπερ ξυνουσία τις ξινή. Ο αμετανόητος, ωστόσο, στρηπτιτζόφιλος δεν χαλιέται, αφού η τρύπερ του έδωσε το ωραίο τριπάκι (για να παραφράσω τον Καβάφη). Υπάρχει, εξάλλου, πάντα και το Μετάξι για σβήσιμο.

Καβουρευθέντα στον βούρκο εγκρίτου μπουρδελοσάη:

  1. - Το γεγονος ειναι οτι οι περισσοτεροι εχετε δημιουργησει ενα στερεοτυπο για τις στριπερ. Εχετε αποδωσει χαρακτηριστικα σε αυτες και τις εχετε ομαδοποιησει. [...] Αλλο πραγμα οι Ρωσσιδες, Ρουμανες κλπ που εχουν στον χορο 2-3-5 χρονια και παραπανω. Αλλο η τρυπερ που δουλευει σε μαγαζια τυπου Ανατολη- Λιντο - κουκλες. Και αλλο η τρυπα που ερχετε απο Εσθονια- Λετονια κλπ εχει μαξιμουμ 1-2 μηνες εμπειρια και δουλευει σε ποιο χαλαρα μαγαζια. Οχι οτι οι δευτερες ειναι αθωες. Αλλα δεν εχουν αποκτησει ακομα την εμπειρια και το στυλ ψυχρου εκτελεστη.
    Στην πρωτη περιπτωση για να παιξεις και να επιβιωσεις οι πιθανοτητες ειναι μικρες. Και θελει γερα αντερα για να μπορεσεις να τα βγαλεις περα.
    Αλλο το επιπεδο δυσκολιας να παιξεις με τρυπερ εμπειρη (ΠΧ Ρουμανα με 3 χρονια στα κωλομπαρα) και αλλο με τρυπερ που εχει ερθει μεσω πρακτορειου και δεν ξερει ακομα πως να παει απο το παγκρατι στο συνταγμα.

- Τρύπερς, η λέξη τα λέει όλα. Τα λοιπά περί νύχτας, μέρας, απογεύματος, κατηγορίες, λίγκες κλπ τα προσπερνώ. Πληρώνονται για να δείχνουν κώλο και βυζιά (και παραπάνω...), το ίδιο κάνει είτε το κάνουν 3 χρόνια ή μέσω πρακτορείου και δίμηνα ανά περιοχή.

  1. οι τρυπερ σου βγαζουν τα κυνηγετικα σου ενστικτα..
    ως γνωστον του κυνηγου & του ψαρα το πιατο,σπανιως γεμιζουν..

  2. προφανως εχεις μπουκωσει απο την ελλειψη τρυπεροθεαματος..

  3. οχι ρε..το εχω κοψει πλεον..εχω κανει ταμα στην αγια τρυπερ την σωληνου,να ξαναγαμησω οταν ξανασηκωσουμε κουπα..

  4. άντε μη σε βάλω κ πληρώσεις κ τα τρυπεροκεράσματα...(τα σεμνά..μη φοβάσαι, δε θα σε φαληρίσω...

Ημερήσιος τρύπερ (από allivegp, 02/01/11)(από Khan, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπως ευφημιστικός, σχετικά επίσημος, όρος για μπουρδέλα νέας κοπής. Όπως οι Αθηνέζοι δώσανε τις μονοκατοικίες τους αντιπαροχή για να κάνουν την Αθήνα Chamonix, έτσι και τα νεοκλασσικά σπίτια, οι πατρογονικές μας εστίες, μεταμείβονται σε στούντιο.

Στούντιο, ετυμολογικώς < ιταλικό studio = ατελιέ καλλιτέχνη < λατινικό studium = σπουδή, διατριβή < studere= ασχολούμαι επιμελώς με κάτι. (Αγνοώ αν ο όρος στην συγκεκριμένη σημασία του είναι γαλλιά). Σε σχέση με το σπίτι ή το ντέλο, το στούντιο βγάζει σαν λέξη κάτι το λιγότερο οικογενειακό και κατεστημένο, και περισσότερο ανάλαφρο, φοιτητικό, αλλά και συστηματικό («ασχολούμαι επιμελώς» γαρ).

Πράγματι, τα στούντιο προσφέρουν μεγαλύτερη και πιο εξειδικευμένη γκάμα περιποιήσεων από τα συμβατικά ντέλα, αλλά μην φανταστείτε κάτι δραματικό. Θα έλεγα ότι αποτελούν την αριστοτελική μεσότητα ανάμεσα αφενός στα στοιχειώδη και παρώ μπουρδέλα παλαιάς κοπής, και αφεδύο στην Tourist Experience. Λ.χ. όπως επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ, μπορεί να σου προτείνουν και κανά αυταρχικό, αλλά δεν πρόκειται να δεις και καμιά φιλολογική βραδιά αφιερωμένη στον Ντε Σαντ και τον Φον Μαζώχ, το πολύ πολύ να φάει κανά δονητάρι στον κώλο κανάς περίεργος. Θα έχει κάποιες παραπάνω περιποιήσεις το δίχως άλλο, αλλά όχι και καμιά υπερβατική coincidentia oppositorum GFE - PSE.

Από συζήτηση για AIDS:

Μην φοβασαι ρε,ουτως η αλλως στα περισσοτερα μπουρδελα,περνανε και απο
υγειονομικο.Πηγαινε σε κανα στουντιο το πολυ-πολυ να εχεις την υγεια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαντάμ, η τσατσά σε μπουρδέλο με σλανγκική αύξηση. Αν προαχθεί με το σπαθί της, λέγεται και μαντάμα σπαθί, κατά Γκάτσμαν.

Της μικρής η μαντάμα Ρόζα της έχει σγουρύνει τα μαλλιά και της έχει βάψει τα νύχια των χεριών και των ποδιών για να φαίνεται σαν ώριμο φρούτο, αλλά το μελένιο δέρμα της φαίνεται ταλαιπωρημένο. «Τα μικρά της στήθη έμοιαζαν με αγοριού, αλλά φαίνονται να ωθούνται προς τα έξω από μια μυστική ενέργεια, έτοιμα να σκάσουν». Είναι μουσκεμένη με έναν φωσφορίζοντα ιδρώτα παρά τον ανεμιστήρα που λειτουργεί στο φουλ. Ο γερο-δημοσιογράφος σκέφτεται: ένα ταυράκι για την ταυρομαχία... Θα τον κατανικήσει όμως όχι το πάθος του έρωτα αλλά ο πόθος της αγάπης. Σιγά σιγά ο 90χρονος θα αρχίσει να δένεται με τη 14χρονη παρθένα.

Από το αρρωστούργημα- ύμνο στην πουτανοκαψούρα «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIF σημαίνει Cum In Face, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο πρόσωπο», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια.

Ενώ, λοιπόν, η συφιλιάρα είναι ο φόβος και ο τρόμος του μπουρδελιάρη, η σιφιλιάρα είναι ο αναπαμός του, το μεράκι και το γούστο του. Καθώς βέβαια οι σιφιλιάρες είναι συχνά οι πλέον τελειωμένες, συμβαίνει η σιφιλιάρα να είναι και συφιλιάρα, οπότε θέλει προσοχή! Ο όρος έχει το δικό του σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί εξορκισμό της σύφιλης, που είχε ταλαιπωρήσει κορασίδες και νεανίες, ιδίως στο παρελθόν.

Συνώνυμο: σιφιλιδικιά.

Διάλογος μπουρδελιάρηδων:

- Πώς πήγε χτες με την Τζέσικα;
- Άσε, πού να στα λέω τι μανούρα έπαθα! Η γκόμενα είναι σιφιλιάρα!
- Έλα ρε συ, σε σιφιλιδικιά έπεσες; Γουστάρω! Θα πάω κι εγώ!
- Πήγαινε όσο μπορείς πιο γρήγορα να προλάβεις, γιατί τέτοιο σιφίλιασμα δύσκολα θα ξαναβρείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIM σημαίνει Cum In Mouth, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο στόμα», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια. Στην διάλεκτο των ελληνόφωνων μπουρδελιάρηδων, η ως άνω κορασίς χαρακτηρίζεται «σιμαδεμένη» εκ του CIM δηλονότι, κι επειδή προφανώς «σημαδεύεται» από το σχετικό κατά ριπάς.

Σιμαδεμένη, όμως, μπορεί να είναι και μια οποιαδήποτε νοικοκυρά, που πιστεύει στο γνωμικό: «η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι».

Συνώνυμα: σιμαδιακή, σιμαδούρα, σιμαντική, σιμαίνουσα.

Διάλογος μπουρδελιάρηδων:

- Θα πάω με την Τζέσικα αύριο! Απ' όλες τις τουρίστριες είναι η πιο σιμαντική, αυτή με την πιο σιμαίνουσα προσωπικότητα!
- Ναι, κι εμένα μου έχει σταθεί σιμαδιακή στον μπουρδελιάρικο βίο μου!
- Λένε ότι είναι η πιο σιμαδεμένη! Μιλάμε για scarface καταστάσεις!

Scarface καταστάσεις! Κοστίζουν βέβαια κάτι παραπάνω!... (από Hank, 03/02/09)Όξινα φλόκια disaster (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified