Selected tags

Further tags

(ουσ.) χρηματικό πόσο βλακωδώς ξοδεμένο σε άνθη και σαμπάνιες κατά τη διάρκεια διασκέδασης σε νυχτομάγαζο για χάρη μοιραίας ύπαρξης // περιττή οικονομική δαπάνη.

- Καλά, ότι της έχει αδυναμία το ήξερα, αλλά ότι θα έκανε τόση ζημιά για χάρη της χθες στην Πύλη Αξιού, ούτε που το φανταζόμουν. Να δούμε τώρα πώς θα τα βγάλει πέρα με τα γραμμάτια του, που μου θέλει και γούστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης έκφραση που πηγάζει από ανέκδοτο γεννημένο μέσα στα σκυλάδικα (βλ. παράδειγμα 1). Λέγεται όταν, ως κομπλεξάρες, ευχαριστούμε πικρόχολα κάποιον για την κακιούλα που -καταλάθος ή ξεπίτηδες- μόλις μας ξεστόμισε (βλ. παράδειγμα 2). Η ατάκα έχει πλάκα και έχει μείνει στην ιστορία μάλλον επειδή έχει να κάνει με τον περίφημο τραγουδιάρη Λάμπη Λιβιεράτο για τον οποίον προφανώς ό,τι και να ειπωθεί σηκώνει γέλιο.

  1. Ο Λάμπης Λιβιεράτος τραγουδάει σε ένα κέντρο. Στο πρώτο τραπέζι πίστα κάθεται φανατικός θαυμαστής του, εντελώς τελείως λιώμα, και του φωνάζει:
    - Γεια σου ρε Μπάμπη!
    Ο Λιβιεράτος κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Ο λιώμας ξαναφωνάζει μετά από λίγο:
    - Είσαι μεγάλος, ρε Μπάμπη!
    Γίνεται αυτό καναδυό φορές ακόμα ώσπου ο Λιβιεράτος τα παίρνει και, διακριτικά, σκύβει στο τραπέζι και του λέει, με τα δόντια σφιγμένα:
    - ΛΑμπης...
    Και απαντά ο τύφλας, όλος χαρά:
    - Και συ λάμπεις, Μπάμπη!!!

  2. - Τι έγινε ρε Στέλιο; Παχύναμε, παχύναμε; Βλέπω πατσοκοιλίτσα ή μου φαίνεται;
    - ...και συ λάμπεις, Μπάμπη!

(από ironick, 18/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παραλία μετά μπιτς-μπαρ.

Αρχικά ο όρος είχε θετική αύρα αλλά με τον καιρό, θες γιατί παράγιναν τα μπιτς μπαρ, θες γιατί γερνάμε, τώρα νοείται η παραλία που σου σπανε τα κροκάδια με τα ντάπα-ντούπα.

- Πάμε Φούρκα;
- Να πάτε, εγώ μπαραλία δεν γουστάρω, θα την κάνω για Δεύτερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για άτομο το οποίο:

α. είναι υπερβολικά άσχημο
β. είναι τόσο ταλαιπωρημένο (3ήμερο ξενύχτι, πιώμα, μπάφους) που δεν βλέπεται.

Η έκφραση οφείλεται πιθανότατα στην εμφάνιση οποιουδήποτε νορμάλ ανθρώπου γύρω στις 3 π.μ., όπου (ιατρικώς αποδεδειγμένα), ο μεταβολισμός έχει βαρέσει μπιέλα και το άτομο μοιάζει με ήρωα του George Romero που βγήκε παγανιά.

  1. - Ρε συ, αυτή που πάει προς το μπαρ την έκοψες από μπροστά;
    - Την έκοψα ρε φίλε. Σαν τρεις ώρες νύχτα είναι. Ούτε με χαρτοσακούλα δεν χτυπιέται σου λέω...

  2. - Πω πω αδερφέ, μόλις γύρισα από 5ήμερο στην Ίμπιζα...
    - Το κατάλαβα, σαν τρεις ώρες νύχτα είσαι μεγάλε...

O master τρεις ώρες νύχτα! (από Desperado, 18/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...

Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...

Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού: - Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί: - Ναι βλέπω... Ψωladies night!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».

- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός! - Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!

(από profhths, 01/08/08)Ξεσσαλοnike - Ξεσσαλadidas - Ξεσσαλοpuma (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 26/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά κι ασήκωτη, γεμάτη μαγκιά, συχνάζει σε λαϊκά μαγαζιά χειρίστης ποιότητας. Η έκφρασή της και τα γενικότερα χαρακτηριστικά της σιγά σιγά διαμορφώνονται από την εσωτερική της διάθεση. Το βλέμμα της σκοτεινό και άγριο, χαμένο στο υπερπέραν, η φωνή της υπερμπασάτη, τα χείλια της στραβά κατά την εκφορά του λόγου (ποιου λόγου δηλαδή;), η διάθεση της βαριά και η θηλυκότης της....υπό... υπό το 0. Περπατάει και μιλάει σα μαστουρωμένη (το «σα» μου άρεσε). Την ελκύουν τα χασικλίδικα τραγούδια και χορεύει ανάλογα άσματα. Αλλά πως χορεύει; Σα μοτοσακό. Συνήθως συχνάζει στα σκυλοκωλάδικα που πάει με όμοιές της (σκοτεινοχασικλομούρες) και συνήθως τουρτουλουκιάζονται στο χορό όλες μαζί. Σα να χορεύουν αρκούδες.
Τι φταίει όμως για την κατάστασή της;
Της φταίνε τα πάντα για την κατάντια της. Της φταίει η κοινωνία, οι γονείς της, οι άντρες κι ό,τι άλλο φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Η ψυχή της μοιάζει με ένα μαγκάλι κάρβουνα που καίει. βράζει και πού και πού ανατινάζεται. Μόνιμα μιλάει για αδικίες, για πίκρες, βρίζει, αναθεματίζει κλπ. Η φάση θυμίζει ολίγον από το ποίημα («Μοιραίοι») του Κ.Βάρναλη, το οποίο επισυνάπτεται. Υπάρχουν διαβαθμίσεις στο είδος των γυναικών αυτό, που μετρώνται σε **στάδια ή σε νταν***, π.χ: Αυτή είναι 3 στάδια πιο πολύ απ' τις άλλες σκοτεινοχασικλομούρες, ή αυτή είναι σκοτεινοχασικλομούρα 30 νταν). Καράτε δεν ξέρει, αλλά άμα λάχει τη ζώνη (όχι απαραίτητα μαύρη), την έχει έτοιμη, λυμένη για καυγά.

*Νταν: καμία σχέση με καράτε, ίσως όμως η διαβάθμιση αυτή προέρχεται από εκεί.

Σημείωση:Ίσως υπάρχει και είναι λογικό να υπάρχει και όρος για τον σκοτεινοχασικλομούρη.

- Πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου απόψε βράδυ;
- Πας καλά ρε μπουζουκοκέφαλε; Εκεί συχνάζουν όλες οι σκοτεινοχασικλομούρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λογαριασμός. Προέρχεται από το αγγλικό bill. Μάλλον ξεκίνησε από τα σκυλάδικα τη δεκαετία του 70.

Συναντάται και ως λυπητερή.

Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χασίς στα καλιαρντά (συνώνυμο: χορτομπίγα) και είναι από το ταυτόσημο μάγκικο νταμίρα ή ταλμίρα.

Επίσης νταμιραντάμης: αδελφικός φίλος (βλάμης), από το νταμίρα και αντάμης (από το τούρκικο adam: άντρας ευγενής, γενναίος, σέρτικος).

Tυπικό παράδειγμα ειναι ο ρεμπέτικος (κομμένος) στίχος από το «μία είναι η ουσία» (νομίζω)

«Άντε να φουμάρω τη νταμίρα και ας μην δω στον κόσμο μοίρα».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified