Selected tags

Further tags

Μαγαζί που εξειδικεύεται στο σπάσιμο πιάτων. Συναντώνται σε τελειωμένες εθνικές, γεμάτα από παθητικούς φορτηγατζήδες.

Θύμιο, λέω μετά το πιατάδικο να χτυπάγαμε ένα τραβελάδικο. Θέλω ένα καλό τράβελο να θυμηθώ τα νιάτα μου πριν πάω με την Βολβάρα Νορβηγία.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Got a better definition? Add it!

Published

Το θηλυκό αρρωστάκι, η γυναικεία εκδοχή του πρεζάκια.

Η πρεζού απεικονίζεται ως τραγική φιγούρα από το εγχώριο φολκλόρ: μια αποστεωμένη, τρικλίζουσα και η έτοιμη για όλα ξεδοντιάρα. Φυσικά υπάρχουν και μερακλήδες που θεωρούν το ηρωινάτο λουκ αρκούδως γκλαμουράτο. Περί ορέξεως.

Συχνοί και οι συνειρμοί για την μοίρα τση μνjημονιακής Ελλάδας (βλ. παράδειγμα 2).

Πρεζούμαμπλυ εκ του Ιταλικού presa.

1.
Τι είδους γάμος θα'ναι αυτός, όταν ένας άνδρας που μοιάζει ζεν-πρεμιέ του σινεμά, μπάνικος και 28χρονος και μιλιοναίρ, θα παντρευτεί μία κακάσχημη πενηντάρα, πάμφτωχη, που είναι και πρεζού; Για σκεφθείτε το. Δεν είναι μαλάκας ο ωραίος νέος, ο γκόμενος, κάποιο λόγο θα έχει για να ζευγαρώσει με παπά και κουμπάρο μία χλεμπονιάρα σιτεμένη, μία βακέτα

2.
Έχετε καταντήσει την πατρίδα μας, η οποία μετρά 3000 χρόνια στην πλάτη, να παρακαλάει σαν την πρεζού για τη δόση της!

3.
Η ναζί-πρεζού και η μπουζού: Αξίζει να κρατήσει κανείς τη μύτη του, να επιστρατεύσει την υπομονή του, και να δει το βίντεο (δείτε εδώ) με τις αθλιότητες της Ζαρούλια για την «πρεζού» και τη «μπουζού» στη Βουλή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των μουσικών επιλογών σε σχεδόν όλα τα βραδινά κέντρα διασκέδασης και μπαράκια, το οποίο εξαντλείται σε χορευτικά τραγούδια με βαρετά beat και Ελληνικά νερόβραστα τραγούδια τύπου Χατζηγιάννη.

- Χθες το βράδυ καταλήξαμε σε ένα καινούριο μπαρ που άνοιξε κοντά στη γειτονιά μου και τα πίναμε.
- Καινούριο ε; Τί φάση, τί μουσική έπαιζε;
- Τα γνωστά φίλε, χατζημπίτια και κανα δυό ροκιές σούπα. Τίποτε ιδιαίτερο.

omorfa matia mple kai 8anai h <3 komple (από Khan, 11/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ψιλοπαπαχελληνική απόδοση του όρου cement shoes: τση μαφιόζικης μεθόδου εκτελέσεως διά του τσιμεντώματος ποδών σε κουβάδες και της ῥίψεως του συνημμένου θύματος (ζωντανού) στο απέραντο γαλάζιο όπου θα αναπαύεται εσαεί με τα ψάρια. Η φαμίλια του μακαρίτη στη συνέχεια θα παραλάβει ταχυδρομικά πεσκέσι ένα συμβολικό ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα.

Η πατρότητα της μεθόδου αποδίδεται στην οικογένεια Gambino. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα τσιμεντένια παπούτσια φορέθηκαν πολύ περισσότερο στο Χόλυγουντ απ' ότι στην πραγματικότητα (βλ. εδώ).

Ευρηματικότερα: θα σε κάνω σουμπούτεο, επιθαλάσσιο σουμπούτεο.

Ασίστ: Χότζας, Αλλιβέ.

1.
Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο.

2.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μπορεί να παραμείνει να απασχολείται στην αγροτική παραγωγή το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται τώρα ;;;;;;; Και να είναι αυτάρκεις ;;;;;;;;;;; Με τις εξής δύο προϋποθέσεις:
1.υποχρεωτικους αναδασμους και υποχρεωτική παράδοση της αγροτικής γης σε κατ επαγγελμα αγρότες
2.φουνταρισμα στην θάλασσα με τσιμεντένια παπούτσια όλων των οικολογουντων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο «προβολέας παρακολουθήσεως», ο προβολέας δηλαδή που εκπέμπει ισχυρή και συγκεντρωμένη δέσμη φωτός. Χρησιμοποιείται σε διάφορες σκηνές θεαμάτων (θέατρο, συναυλίες, τσίρκα κλπ) για να φωτίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της παράστασης, δίνοντάς του έμφαση, ιδίως κάποιον πρωταγωνιστή.

  1. Από εδώ:

Όταν πρωτοήρθε το «Holiday on Ice» στην Αθήνα δούλεψα ως μεταφράστρια του αρχιφωτιστή. Κάποια στιγμή άρχισα να χειρίζομαι η ίδια το κεντρικό «κανόνι». Φώτιζα τους πρωταγωνιστές. Μαγεία!

  1. Από εδώ (εμπορικός κατάλογος):

Προβολέας παρακολουθήσεως (κανόνι) 2000W, 5,5° - 12°, 1 με condenser φακό & ρυθμιστή Focus & Zoom (soft & hard), διακόπτη on-off, ίριδα, Shutter 4 μαχαιριών, [...]

(από patsis, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Got a better definition? Add it!

Published