Further tags

Συντομογραφία της λέξης προκατασκευασμένος, αλλά και της λέξης προκατεψυγμένος. Κάτι το προκάτ δεν είναι ποτέ «ορίτζιναλ» και απευθύνεται στην λαϊκή κατανάλωση, καθότι φτηνότερο ποιοτικά και οικονομικά. Είναι η εύκολη λύση. Προκάτ, κατ' επέκταση, χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε ετοιματζίδικο, είτε είναι τρόφιμο, είτε είναι σπίτι, είτε είναι κατάσταση (στην τελευταία περίπτωση είναι συνώνυμο του «σικέ»).

Συλλογικό σύμπτωμα που καλά κρατεί ακόμα και χρονολογείται από την αντίστοιχη μανία της δεκαετίας του '70 για ετοιματζίδικα πράγματα (κονσέρβες, κατεψυγμένα, προκάτ εξοχικά, κλπ). Εξάλλου η ίδια η λέξη παραπέμπει στις περίεργες συντομογραφίες από φίρμες της δεκαετίας αυτής: σόφτεξ, πυρκάλ, χρωπεί, μπυράλ, κλπ

  1. - Μπράβο, μαλάκα. Σε ωραία ταβέρνα μας έφερες. - Γιατί ρε, τι σού 'φταιξε πάλι; Μια χαρά είναι το μαγαζί.
    - Ταβέρνα που σερβίρει προκάτ πατάτες, ρε μαλάκα; Δε μας πήγαινες στα μακντόναλντζ καλύτερα;

  2. - Ωραίο σπιτάκι αυτό, ε; Ένα τέτοιο θα ήθελα για εξοχικό.
    - Σιγά το ωραίο ρε μαλάκα, προκάτ είναι, δεν το βλέπεις; Μια να δώσεις στον τοίχο θα πέσει όλο...

  3. - Είδες, τελικά, που ήταν γραφτό να τα φτιάξουν ο Μιμίκος και η Μαίρη;
    - Ε όχι και γραφτό, καραπροκάτ ήτανε, μήνες το έστρωνε η μάνα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό κατάστημα υπερμάρκετ, μόνο που μερικές φορές το απαντάμε και με ειρωνεία, όταν μας τύχει μια συσκευή OFF.

-Γιαγιά, τι έφερες σήμερα;
-Τηλεόραση παιδάκι μου, πάω να την βάλω να δουλέψει, είναι από τις καινούριες με το υγραέριο, με response time 5 λεπτών!
-Μισό λεπτό να την συνδέσω.
-Εδώ έχω τη φιάλη.
(BOOOOOOOOOOOOM)

-Τι έγινε; Χαλασμένο;
-Χαλασμένο!
-Praktiker...
-Praktiker!

Σχετικό: Στα Λίντλ σε ψωνίσανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που δεν τα καταφέρνει καλά σε κάτι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συνώνυμο του άμπαλος. Δε μπορεί να χειριστεί σωστά καταστάσεις, ή κάνει και λέει μαλακίες.

  1. - Μάκη, τι έγινε ρε με τη δουλειά;
    - Άσε, τι να σου λέω. Πήγα και ζήτηξα αύηση απ΄τ΄ αφεντικό, δε μου την έδωσε, εγώ τον σκυλόβρισα, και τώρα ψάχνω για επίδομα στον ΟΑΕΔ.
    - Τελείως τσαπάς είσαι ρε; Άντε τώρα να το πεις και στη γυναίκα σου, αλλά άμα φας παντόφλα, εγώ δε σε σώνω.

  2. - Την ΑΕΚ την είδες εχθές;
    - Ναι ρε, καλή μπάλα παίξανε με τη Φιορεντίνα, αλλά αυτός ο Μανού για τα μπάζα ήτανε. Πολύ τσαπάς ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της κερκίδας. Κριάρι είναι ο δυνατός και άτεχνος παίκτης. Γεροδεμένος και καλός στις κουτουλιές - συγνώμη, κεφαλιές - αλλά δυσκίνητος και απελπισία όταν η μπάλα είναι κάτω. Μηδέν τρίπλα, μηδεν πάσα, μηδέν αντίληψη - αλλά παληκάρι και συχνά σκληρός. Συνήθως σέντερ μπακ. Μια-δυο φορές σε κάθε ματς επιχειρεί κατεβασιά με τη μπάλα στα πόδια - πολύ γέλιο. Μπορεί να είναι και σέντερ φορ με ανάλογα χαρακτηριστικά - το λεγόμενο «φουνταριστό» σέντερ φορ που ρίχνει άγκυρα στη μικρή περιοχή των αντιπάλων και προσπαθεί να πάρει τις κεφαλιές.

Κριάρια, από το Rams, είναι και το παρατσούκλι της Αγγλικής Derby County. Δεν υπάρχει - απαραίτητα - σχέση.

ُΣχετικά λήμματα: άμπαλος, Ampalinho (Αμπαλίνιο), δεν τη βρίσκει με τίποτα, δεντηβρίσκοβιτς, δεν κόβει ούτε με βαλέ, δρεπανηφόρο άρμα

  1. O Aβραάμ μέχρι πρότινως ήταν ένα κριάρι. Ένα άμπαλο κριάρι, του οποίου το καλό όνομα ήταν δημιούργημα των δημοσιογράφων της Θεσσαλονίκης (σχόλιο για τον κεντρικό αμυντικό του Ολυμπιακου Αβράαμ Παπαδόπουλο στο φόρουμ ΑΕΚΑΡΑ, www.rocking.gr)

  2. Οτι είναι άτεχνος και ατσούμπαλος συμφωνώ,αλλά δεν αμφισβητώ πως είναι δυνατός και γρήγορος..Εξάλλου ο ¨Αντζας ξέρει πολλή μπάλα για σέντερ μπακ,αλληλοσυμπληρώνονται..Όλες οι ομάδες έχουν έναν κουμανταδόρο και ένα κριάρι στην άμυνα για να κάνει τη βρώμικη δουλειά... (από το www.fmgreece.gr, πάλι για τον Αβράαμ)

Ο Αβράαμ - αν η μπάλα ήταν τόσο μεγάλη θα την είχε βρει (από poniroskylo, 24/02/09)Το σήμα των "Κριαριών" (από poniroskylo, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με ζητήματα λαϊκής μεταφυσικής, ψιονικής δραστηριότητας, ουφολογίας, φασματολογίας, αποκρυφισμού, παραϊστορίας κουτουλού, αλλά όντας ημιμαθής και άσχετος ανάγει τα πάντα όλα σε τέτοιου είδους αιτίες και αφετηρίες καταλήγοντας τελικά να είναι γραφικός.

Ιδιαιτέρως δε η κατάληξη -άκος είναι αυτή που δίνει στο υποκείμενο την έννοια της ημιμάθειας, αλλά και της σούπερ γραφικότητας, καθώς χρησιμοποιείται ως μειωτική.

- Σου είπε για χτες βράδυ ο Ιορδάνης, που είδε κάτι παράξενα σαν ούφο;
- Έλα ρε, τι να μας πει πάλι ο χαρδαβελάκος; Αυτός είναι το ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

αρχίδια + ρήμα

Συμπληρώνοντας τον ορισμό της ironick, μια απλούστερη σύνταξη του αρχίδια + Ουσ (ή + Ρήμα), επιρρηματική δλδ χρήση της λέξης που δηλώνει επίσης απαξίωση, διάψευση, δυσπιστία, κλπ

Κρυφομοφυλοφιλικός όρος στο β' παράδειγμα;

  1. (τροποποίηση του της ironick)
    - Η Μάρα Μεϊμαρίδη έχει πάρει 4 διδακτορικά...
    - Αρχίδια έχει πάρει. Το ξέρω από πρώτο χέρι.
    - Μα το είπε και στην τηλεόραση!
    - Καλά, αρχίδια βλέπεις.

  2. - Γαμάει;
    - Αρχίδια γαμάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified