λελέβω, λελεύω

Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).

Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.

Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου κάνει ιδιαίτερα, μου αρέσει πολύ, συμφωνώ κι επαυξάνω, (απο)δέχομαι, καρα-εγκρίνω, ακριβώς όπως εκδηλώνονται όλ' αυτά όταν πάω σε ένα κατάστημα και τελικά αγοράζω κάτι.

- Ουάου! Καινούργιο το εργαλείο;
- Εγκρίνεις;
- Αγοράζω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανίζουσα απόδοση της σλανγκικής έκφρασης «τα σπάει».

Προέρχεται από την φιλο-ετική τάση των σλανγκιστών (τάση να διαμορφώνονται οι λέξεις με την κατάληξη -έτο). Ίδετε και γκομενέτο (ή απλά νέτο), κολπέτο, Μπεμπέτο κτλ.

(σ.ς. δέον να συνοδεύεται από την λέξη carnal που, στα ισπανικά, αποδίδει το αμερικανικό brother των nigaz.)

- Ρε συ Μητσάρα, τώρα στ' αλήθεια σ' αρέσει αυτό που τρως;
- Τα σπαέτο μάγκα...
- Πώς είναι έτσι ρε φίλε! Λες και είναι σάπιο φαίνεται!
- Στ' αρχίδια μου.
- Στο στόμα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ε οκ, φυσιολογική ελληνική λέξη, αλλά το ενδιαφέρον είναι στον τρόπο που χρησιμοποιείται στα μήντια, και ειδικά στα μεσημεράδικα.

Η νέα σύνταξη, θέλει το αντικείμενο του ρήματος «αγαπάμε» χωρίς άρθρο. Έτσι το εφφέ γίνεται πολύ τρέντυ.

Θεωρίες συνωμοσίας αναφέρουν ότι ενδεχομένως δηλώνει συμπάθειες και κλίκες (γλειψ-γλειψ)

Παρουσιάστρια: Και μετά από αυτό το θέμα ας περάσουμε στο επόμενο βίντεο για το πάρτυ που έκανε ο Ρέμος στη Θεσσαλονίκη...
Γλοιώδης πανελίστας/Τσουτσού: ...ναι! Γιατί αγαπάμε Ρέμο και αγαπάμε Θεσσαλονίκη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα αρχαιότερα ρήματα της ελληνικής γλώσσας (γαμέω-γαμώ). Αρχικά σήμαινε νυμφεύομαι και δεν ήταν «πρόστυχη» λέξη. Σταδιακά πήρε τη σημερινή σημασία κάνω σεξ. Το ρήμα όμως έχει πολλές σημασίες σήμερα, είτε στην ενεργητική ή στην παθητική του μορφή. Επίσης χρησιμοποείται και ως επίρρημα ή αποτελεί αφορμή για πάμπολλες υβριστικές ή μη εκφράσεις.

Ενεργητικό
1. κάνω σεξ
2. έχω μεγάλη επιτυχία
3. νικώ

Παθητικό
1. κουράζομαι, ταλαιπωριέμαι
2. είμαι απαράδεκτος

Επίρρημα:
γαμάω, γαμώ, είμαι γαμάω, είμαι γαμώ, συνήθως στην απρόσωπη μορφή) τέλεια, καταπληκτικά. Τα δύο τελευταία είναι και επίθετα, ανάλογα με τη χρήση.

Εκφράσεις:
βλ. τα παραδείγματα

Ενεργητικό

  1. -Χαρούμενος ο Τέλης σήμερα...
    -Εμ βέβαια, αφού επιτέλους γάμησε την Κατερίνα μετά από μήνες πολιορκίας!
    Συνώνυμα: πηδάω, κανονίζω, καβαλάω, αυτώνω, απ' αυτώνω, ξεσκίζω (γαμώ με άγριο τρόπο), κουτουπώνω, κά.

  2. - Καλά ε, αυτό το κούρεμα γαμάει! (Συνώνυμα: σκίζει, φυσάει)

  3. - Ποιος νίκησε χθες στο σκραμπλ;
    - Η Αλίκη. Όχι απλώς μας νίκησε, μας γάμησε!
    (Συνώνυμα: σκίζω, ξεσκίζω)

Παθητικό

  1. - Σήμερα γαμήθηκα στη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να πέσω για ύπνο και να ξεραθώ κανα δωδεκάωρο μπας και συνέλθω
  1. - Πάμε για ένα ποτό;
    - Μπααα...
    - Εεεεε πια! Γαμιέσαι ρε μαλάκα, πάλι θα μείνεις σπίτι;
    - Γάμησέ μας τώρα (βλ. παρακάτω), άλλη φορά...

Επίρρημα:

- Το ξενοδοχείο όπου πήγαμε είναι πολύ γαμάω, μαλάκα μου. Είχε καταπληκτική θέα και μέσα στη μπανιέρα είχε υδρομασάζ.
- Και από τιμές;
- Γάμησέ τα! (βλ. παρακάτω)

Εκφράσεις:

  • γάμησέ τα (κι άφησέ τα): άσ' τα να πάνε
  • είμαι γαμώ τα παιδιά: είμαι τέλειος
  • γαμιέται ο Δίας: πάνε όλα χάλια (Χθες γαμήθηκε ο Δίας: έριξε μια νεροποντή και πνιγήκαμε στη λάσπη)
  • γαμάω και δέρνω: είμαι πολύ τέλειος
  • γαμώ το > γαμώτο: κρίμα
  • γαμώ το κέρατό μου, το ξεσταύρι μου, το φελέκι μου, τα πρέκια, τον Δία τον πούστη, τον Χριστό μου, την κοινωνία μου, το σόι μου, κ.λπ.
  • δε γαμιέται: δε βαριέσαι
  • μη γαμήσω...: μην πω καμιά κουβέντα..., μη χέσω, τι λες μωρέ, κλπ
  • γάμησέ μας: άσε μας ήσυχους
  • άει γαμήσου: άει πνίξου, άει χέσου, άει χάσου, κλπ

(από ironick, 10/10/10)

Δες και γαμιέμαι, γαμώ, ο γαμάω, πηδάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified