1. Ως επίθετικός προσδιορισμός: ο άχρηστος.
  2. Ο τόσο ασήμαντος που δεν αξίζει να ζει ή να γινεται λόγος γι' αυτον.
  3. Ως επιφώνημα: άντε γαμήσου!
  1. - Πρέπει να χωρίσεις απο αυτόν τον τζάμπα ζει. Θα σου φάει τη ζωή!

  2. - Τζάμπα ζει, ρε συ αυτός. Μ' αυτόν θα ασχολούμαστε;

  3. - Τζάμπα ζεις, ρε μαλάκα! Δε το βλέπεις το φανάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας.

Προφανώς, το μικρό σχήμα του άκακου και συμπαθέστατου οργάνου έγινε η αιτία να περιπέσει σε τέτοια εννοιολογική δυσμένεια.

-Α, τον παλιομπαγλαμά, πάλι εδώ γυρνάει. Αφού του 'πα να μη ξαναπατήσει το πόδι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.

Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...

Σύγκρινε: πουθενάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πιο μικρός, ο πιο ασήμαντος, η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο οποίος, παρόλαυτα, επιμένει να έχει άποψη και επιμένει να τη λέει, συνήθως σε ακατάλληλες στιγμές. Αν το μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι είναι μια φορά απαξιωτικό, το να σε πούνε πορδή του κάβουρα είναι δέκα και βάλε. Διότι, τι κώλο έχει ο κάβουρας; Ή αλλιώς, τι είν' ο κάβουρας, τι ειν' η πορδή του;

Λέγεται και χαϊδευτικά σε πιτσιρίκια - ας πούμε, αν έχουμε να κάνουμε με καμμιά Σουρπουήτσα που είναι μικρομέγαλη.

- Εγώ, θείε, είμαι της γνώμης ότι αυτά τα χαρτιά πρέπει να τα δώσετε. Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ ...
- Άιντε, βρε κι εσύ, πορδή του κάβουρα ... πετάγεσαι ... ακόμα δε βγήκες απ' το αυγό κι έμαθες κι από χρηματιστήρια ... Ο θείος ξέρει τι πρέπει να κάνει ...
- Ναι, βέβαια, ξέρει ... (την τύφλα του ξέρει ... ο εγκλωβισμένος ... ο καταστρεμμενίδης ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπόλειμμα, αυτό το ελάχιστο που έχει απομείνει από οτιδήποτε – συνήθως στην καθομιλουμένη αναφέρεται για το σαπούνι.

Σλαγκικά: Κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι τον χαρακτηριζόμενο ως απολειφάδι τον έχουμε στο χέσιμο και δεν τον υπολογίζουμε αν είναι να παίξουμε μπουνίδια. Κυρίως αυτό συμβαίνει λόγω χαμηλού status, επειδή είναι κοντός και σαφρακιασμένος - σε σχέση με τον έτερο της συζητήσεως τουλάστιχον.

Πρόκειται για έναν άθρωπα που χαρακτηρίζεται επίσης ως:
*ντολμάς
*τσιτσίκος
*μισή μπουκιά, *μισοριξιά
*μισή μερίδα
*τάπα
*τάπερμαν
*πινέζα
*μπασμένος
*κουβάς
*ζουμπάς
*ένα κι ένα milko
*ένα κι ένα άφιλτρο
*ένα και τίποτα
*μπασμένος στο πλύσιμο
*στούμπος

Αντίθετο (κοντός και σαφρακιασμένος αλλά...): νάνος αλλά με κάτι αρχίδια νααα

Τσαμπουκάς στο φανάρι.

Απολειφάδι: - Γιατί με έκλεισες ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις αγάμητο ρε πούστη, θα σου ισιώσω τα παΐδια ρε καριόλη, θα σε σκίσω (μπλα μπλα)

Αυτός που χέζει στο δάσος (ξάπλα στο κάθισμα, με τον αγκώνα έξω από το παράθυρο, χασμουριέται και απαντάει): - Α, πάγαινε ρε απολειφάδι, θα μου κλάσεις κανονικάαααα (μαρσάρισμα, μπουχός).

Άντ\' από \'δω ρε απολειφάδι... (από Galadriel, 24/02/09)ultrasonic bath (από pavleas, 24/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση οξύμωρη και σουρεαλιστική που δηλώνει ότι ο/η χαρακτηριζόμενος /-η ως παγκοσμίου φήμης άγνωστος (εφεξής π.φ.α.) είναι ολότελα άγνωστος πλην εκείνου που επικαλείται το όνομα ή τα επιτεύγματά του.

Η χρήση της έκφρασης αυτής αφορά ανθρώπους που προβάλλονται οι ίδιοι ή μέσω τρίτων ως άτομα κύρους, υψηλής εξειδίκευσης και δεξιοτεχνίας, που όμως ο ανταγωνισμός, η άγνοια του κόσμου, η προπαγάνδα, ή η άδικη μοίρα βρε αδερφέ τους καταδίκασε να μένουν στην αφάνεια και στα μετόπισθεν της ιστορίας. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν σε όλους τους τομείς και όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως π.χ. ποδοσφαιριστές από τον Κεραυνό Άνω Μουσουνίτσας (ή τον αντίστοιχο του σε άλλη χώρα) που παίρνουν μεταγραφή για να φέρουν την ομαδάρα στην κορυφή του τσάμπιονς λιγκ, καλλιτέχνες (συγγραφείς / ποιητές / ζωγράφοι / σχεδιαστές κλπ κλπ κλπ) που τους έφαγε το χαμηλό αισθητικό κριτήριο και η έλλειψη παιδείας του κόσμου (συν τα [συμπληρώστε] συμφέροντα), διδάκτορες και ακαδημαϊκοί απ' το πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ με πέιπερς που θα είχαν φέρει την επανάσταση στην οικονομική θεωρία αλλά τους φάγαν τα ακαδημαϊκά συμφέροντα, ή μουσικοί που άμα τους είχε υπογράψει η δισκογραφικάρα θα έπαιζαν τώρα headliners στο Wacken και τώρα παίζουν μια φορά τον χρόνο στο φεστιβάλ του Δήμου (αλλά έτσι και πιάσουνε χίλια λάικ στο φουμπού θα μας δείξουν τι εστί τρού μέταλ) κ.ο.κ.

Ενδέχεται βέβαια -αρκετές φορές για την ακρίβεια- οι π.φ.α. να είναι μια χαρά παιδιά και νορμάλ άνθρωποι που απλά έχουν πέσει θύματα κακού PR ενώ οι ίδιοι δεν έχουν καμία σχέση με το χαμό ή το παιχνίδι που γίνεται γύρω από το όνομα τους. Δεν αλλάζει βέβαια κάτι, αλλά αντιθέτως εμποδίζει ακόμη περισσότερο το να τους πάρει κανείς στα σοβαρά.

Χρησιμοποιείται ειρωνικά ως συνώνυμη με εκφράσεις τύπου δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του (ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του) ή δεν υπάρχει ούτε στο google και άλλες συναφείς εκφράσεις.

  1. Δεν φταίω εγώ. Με συνήθισαν οι διοργανωτές χρόνια ολόκληρα στην Τουρκοφαγία, την Αλβανοφαγία, την Σκοπιανοφαγία και κάθε άλλους είδους ημι-κανιβαλιστική καμπάνια τους, όπου ο καλός Έλληνας κατατρόπωνε τον (αιμοσταγή ενίοτε) κακό ξένο.Φυσικά σε όλες τις περιπτώσεις, ο κακός ξένος (τον οποίο διέλυε ο Ελληνάρας αθλητής) ήταν παγκοσμίου φήμης... άγνωστος. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήσετε τους αθλητές μας, δεν θυμούνται ούτε τα ονόματα των αντιπάλων αυτών. Το σιχάθηκα αυτό. (Από εδώ)

  2. Είσαι ο παγκοσμίου φήμης άγνωστος Giuseppe Papadopulo, το όνομα σου δεν ακούστηκε ποτέ για τον ΠΑΟΚ, και μας λες, ότι μας απέρριψες γιατί δεν είσαι έτοιμος να πας στο εξωτερικό ; Πραγματικά, απορώ απο που σε ξέθαψαν εσένα... (Από εδώ)

  3. Απο μεταγραφές... οι παγκοσμίου φήμης άγνωστοι Μπαρκαουάν, Γκονζάλεθ, Ρεμπόσιο, Σεγκάρα, έγιναν γνωστοί μόνο και μόνο επειδή το ρουμάνικο alter ego του Αναστασιάδη, o Ίλιε Ντουμιτρέσκου τους έψησε να έρθουν στον ΠΑΟΚ την μέρα που οι υπόλοιποι παίκτες της ομάδας απεργούσαν και έκαναν προσφυγές. Οι πιθανότητες να βγούνε καλοί είναι λιγότερες απο τις πιθανότητες να είναι οι παίκτες στους οποίους ο δικέφαλος του βορρά θα χρωστάει του χρόνου. Βέβαια, αποκτήθηκαν και οι Τόργκελε, Χαραλαμπίδης και Τσίγγας, παίκτες εγνωσμένης αξίας, αλλά τι αξίας... (Από εδώ)

  4. Η Kim Kardashian από την άλλη, είναι μια παγκοσμίου φήμης άγνωστη μαϊντανός. Σκεφθείτε κάτι σαν τη δική μας Τζούλια Αλεξανδράτου σε μελαχροινό. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified