Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
η μεταμόρφωση της πεταλούδας

  1. Προτιμώ να διαβάσω για την αναπαραγωγή της κάμπιας παρά κοέλιο ΕΔΩ
  2. αυτος ο μαραθωνιος εχει τοσο ενδιαφερον οσο και ενα ντοκιμαντερ για την αναπαραγωγη της καμπιας #dwts5 ΕΔΩ
  3. Δεν θέλει να μιλάμε για "λαθολογία" ο μπούρδας. Ε καλά να μιλήσουμε για την αναπαραγωγή της κάμπιας #ERTdebate2015 ΕΔΩ
  4. Όταν απέλυσαν τους χιλιάδες ιδ. υπαλλήλους κ έκλεισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η #ERT μετέδιδε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της κάμπιας ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική έκφραση που σημαίνει ότι αδιαφορώ τελείως για κάποιον, τον περιφρονώ, και κυρίως αδιαφορώ για υποδείξεις, συμβουλές, προτροπές, νόρμες, κανόνες.

  1. Ποιο σύστημα; Τους γράφω στα αρχίδια μου. Το σύστημα δε με αντέχει εμένα, το έχω χακάρει. Τώρα προσπαθεί να με αγκαλιάσει, τώρα που βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. (Εδώ).
  2. Στ' αρχίδια μου γράφω τους νόμους. (Εδώ).
  3. Άνδρας των ΜΑΤ: "Τον γράφω στα αρχίδια μου τον Υπουργό". (Εδώ).

Σωστή χρήση

Λίγο πιο εύσχημο είναι το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, ενώ το γράφω στα αρχίδια μου έχει δώσει το έναυσμα για τις παρακάτω εκφράσεις:

"Στ' αρχίδια μου τον γράφω τον Αρούλη, σύνθημα του ΠΑΟΚ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροαστός που έγινε μικροαστείος...

Ζωούλα. Σπιτάκι. Δουλίτσα. Γυναικούλα. Αντρούλης. Παιδάκια...

Όλα αυτά τα ‘-άκια’ και τα ‘-ούλια” της ντροπής. Όλα τα υποκοριστικά της μιζέριας, της ψυχικής ένδειας, ανθρωπ-ΑΚΙ της συμφοράς.

Ρίξτε μια ματιά στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που τόσο αγαπάμε. Δείτε πιο προσεχτικά τις αρχές και στις αντιλήψεις που πρεσβεύουν οι χαρακτήρες: Να βρουν μια δουλίτσα, να παντρευτούν το κορίτσι τους, να είναι ‘νοικοκυραίοι’, να κερατώσουν αλλά να μην χωρίσουν το στεφάνι τους, να προστατέψουν την παρθενία της κόρης, να πετάξουν στο δρόμο την ‘ατιμασμένη’, να καταδικάσουν το ‘μπάσταρδο’, να αποκληρώσουν, να διώξουν, να κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Για να μην την ξανανοίξουν ποτέ πια. Κι ας πάει το παιδί τους άκλαυτο. Σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Αυτές οι ταινίες δεν έπεσαν από το πουθενά. Αυτές αντικατοπτρίζουν τις ‘αρχές’ κι αξίες ενός άθλιου μικροαστισμού. Που στην ήπια μορφή του μεταφράζεται σε ‘κοινωνική αδιαφορία’. Και στην ακραία μορφή του σε εγκληματική ενέργεια.

► «Ονειρεύομαι τη μέρα που τα σκυλάδικα θα μείνουν άδεια και οι πολιτικάντηδες ομού με τους μισθωτούς επαναστάτες, άνεργοι. Τότε θα δεις την επανάσταση που σου αξίζει»

► «Φιλαράκι, μήπως έχεις ένα ευρώ να διορίσω κάνα δημόσιο υπάλληλο που του το'χω τάξει;»

♪♫ Ρέκβιεμ, ο παιάνας του μικροαστείου μικροαστού

1.
Προσοχή στο κενό μεταξύ Μικροαστείων και Μικροαστών

2. επίσης καθόλου τυχαίο ότι οι μικροαστοί λένε μικροαστεία

3. Οι «άντε ρε τους παλιοπουσταράδες παρασύρουν τα παιδιά μας» έγιναν «κρίμα αυτοκτόνησε το παλικάρι, όλα απ'το θεό είναι». Ψόφος μικροαστείοι

4. τέτοιοι δεν αξίζουν στο χέστη μικροαστείο ψηφοφόρο;

5. Καριόλες ανεξαρτήτως φύλου υπέρμαχοι του «free market» και του «laissez-faire» δήθεν opinion makers. Μικροαστεία ανθρωπάκια. Πίσω ρουφιάνοι.

6. -α και ταλιμπάν τραγόπαπες δε θέλω να πληρώνω. Εσύ που μιλάς για άχρηστους ΔΥ, πότε τα έβαλες με τους μπάτσους, τους παπάδες, τους δικαστές;
-Ρε δε ντρέπεσαι να θίγεις τα ιερά των μικροαστείων;

7. Αντί να αντιδράσω, κάθομαι στο τουιτερ και γράφω αστεία. Μικροαστείος

(από soulto, 25/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουθενάδας: Εκ του ελληνικού πουθενάς και του ισπανικού nada που σημαίνει τίποτα, ως πουθενάδας ορίζεται ο μεταφορικά ανύπαρκτος, ο τιποτένιος, αυτός που η παρουσία του δεν προσφέρει το παραμικρό όφελος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί εκφράσεων όπως τελευταίος, ανίκανος ή βλακομουτρίδης.

Ποιόν θα γαμήσεις στο Pro ρε πουθενάδα; Μάθε μπαλίτσα αγόρι μου...

Σύγκρινε: πουθενάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ισοδύναμη της αρχίδια μάντολες, ασήμαντα πράγματα, τρίχες.

- Περιμένεις τίποτα από τον Γιωργάκη;
- Μπομπόλια μάντολες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση οξύμωρη και σουρεαλιστική που δηλώνει ότι ο/η χαρακτηριζόμενος /-η ως παγκοσμίου φήμης άγνωστος (εφεξής π.φ.α.) είναι ολότελα άγνωστος πλην εκείνου που επικαλείται το όνομα ή τα επιτεύγματά του.

Η χρήση της έκφρασης αυτής αφορά ανθρώπους που προβάλλονται οι ίδιοι ή μέσω τρίτων ως άτομα κύρους, υψηλής εξειδίκευσης και δεξιοτεχνίας, που όμως ο ανταγωνισμός, η άγνοια του κόσμου, η προπαγάνδα, ή η άδικη μοίρα βρε αδερφέ τους καταδίκασε να μένουν στην αφάνεια και στα μετόπισθεν της ιστορίας. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν σε όλους τους τομείς και όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως π.χ. ποδοσφαιριστές από τον Κεραυνό Άνω Μουσουνίτσας (ή τον αντίστοιχο του σε άλλη χώρα) που παίρνουν μεταγραφή για να φέρουν την ομαδάρα στην κορυφή του τσάμπιονς λιγκ, καλλιτέχνες (συγγραφείς / ποιητές / ζωγράφοι / σχεδιαστές κλπ κλπ κλπ) που τους έφαγε το χαμηλό αισθητικό κριτήριο και η έλλειψη παιδείας του κόσμου (συν τα [συμπληρώστε] συμφέροντα), διδάκτορες και ακαδημαϊκοί απ' το πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ με πέιπερς που θα είχαν φέρει την επανάσταση στην οικονομική θεωρία αλλά τους φάγαν τα ακαδημαϊκά συμφέροντα, ή μουσικοί που άμα τους είχε υπογράψει η δισκογραφικάρα θα έπαιζαν τώρα headliners στο Wacken και τώρα παίζουν μια φορά τον χρόνο στο φεστιβάλ του Δήμου (αλλά έτσι και πιάσουνε χίλια λάικ στο φουμπού θα μας δείξουν τι εστί τρού μέταλ) κ.ο.κ.

Ενδέχεται βέβαια -αρκετές φορές για την ακρίβεια- οι π.φ.α. να είναι μια χαρά παιδιά και νορμάλ άνθρωποι που απλά έχουν πέσει θύματα κακού PR ενώ οι ίδιοι δεν έχουν καμία σχέση με το χαμό ή το παιχνίδι που γίνεται γύρω από το όνομα τους. Δεν αλλάζει βέβαια κάτι, αλλά αντιθέτως εμποδίζει ακόμη περισσότερο το να τους πάρει κανείς στα σοβαρά.

Χρησιμοποιείται ειρωνικά ως συνώνυμη με εκφράσεις τύπου δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του (ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας του) ή δεν υπάρχει ούτε στο google και άλλες συναφείς εκφράσεις.

  1. Δεν φταίω εγώ. Με συνήθισαν οι διοργανωτές χρόνια ολόκληρα στην Τουρκοφαγία, την Αλβανοφαγία, την Σκοπιανοφαγία και κάθε άλλους είδους ημι-κανιβαλιστική καμπάνια τους, όπου ο καλός Έλληνας κατατρόπωνε τον (αιμοσταγή ενίοτε) κακό ξένο.Φυσικά σε όλες τις περιπτώσεις, ο κακός ξένος (τον οποίο διέλυε ο Ελληνάρας αθλητής) ήταν παγκοσμίου φήμης... άγνωστος. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήσετε τους αθλητές μας, δεν θυμούνται ούτε τα ονόματα των αντιπάλων αυτών. Το σιχάθηκα αυτό. (Από εδώ)

  2. Είσαι ο παγκοσμίου φήμης άγνωστος Giuseppe Papadopulo, το όνομα σου δεν ακούστηκε ποτέ για τον ΠΑΟΚ, και μας λες, ότι μας απέρριψες γιατί δεν είσαι έτοιμος να πας στο εξωτερικό ; Πραγματικά, απορώ απο που σε ξέθαψαν εσένα... (Από εδώ)

  3. Απο μεταγραφές... οι παγκοσμίου φήμης άγνωστοι Μπαρκαουάν, Γκονζάλεθ, Ρεμπόσιο, Σεγκάρα, έγιναν γνωστοί μόνο και μόνο επειδή το ρουμάνικο alter ego του Αναστασιάδη, o Ίλιε Ντουμιτρέσκου τους έψησε να έρθουν στον ΠΑΟΚ την μέρα που οι υπόλοιποι παίκτες της ομάδας απεργούσαν και έκαναν προσφυγές. Οι πιθανότητες να βγούνε καλοί είναι λιγότερες απο τις πιθανότητες να είναι οι παίκτες στους οποίους ο δικέφαλος του βορρά θα χρωστάει του χρόνου. Βέβαια, αποκτήθηκαν και οι Τόργκελε, Χαραλαμπίδης και Τσίγγας, παίκτες εγνωσμένης αξίας, αλλά τι αξίας... (Από εδώ)

  4. Η Kim Kardashian από την άλλη, είναι μια παγκοσμίου φήμης άγνωστη μαϊντανός. Σκεφθείτε κάτι σαν τη δική μας Τζούλια Αλεξανδράτου σε μελαχροινό. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ένα ποίημά του για μια αγαπημένη γυναίκα, ο Σεφέρης γράφει: «Για μια Ελένη, για ένα άδειο πουκάμισο». Το άδειο πουκάμισο (και η Ελένη που εδώ δεν απασχολεί), σημαίνουν ότι το νόημα της ζωής είναι το κενό, η φθορά και το απατηλό (οι άγγλοι χρησιμοποιούν την παπαριά: elusive).

Η φράση «άδειο πουκάμισο» έχει έκτοτε αυτονομηθεί και χρησιμοποιείται δίκην κυριολεξίας και εσφαλμένα για να περιγράψει και το χαμένο κορμί, τον τιποτένιο / ουτιδανό, αυτόν που δεν έχει μπέσα / άντερα (βλ.τελευταίο παράδειγμα).

Σύνοδος Ευρωζώνης: Θριαμβολογίες για ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης θα ήταν θετική εξέλιξη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για «άδειο πουκάμισο». (από εδώ)

Ανάπτυξη χωρίς απασχόληση είναι ένα άδειο πουκάμισο. (από εδώ)

Μη ξεχνάς ότι για μιά καραπουτανάρα, για ένα άδειο πουκάμισο, σφαζόσαντε οι Αχαιοί με τους Τρώες επί 10 χρόνια, σε ένα πόλεμο που δε θα κράταγε πάνω από που δε θα κράταγε πάνω από ένα μήνα αν δεν ερχόσαντε στα μαχαίρια Αχιλλέας κι Αγαμέμνονας για χάρη μιας άλλης πουτάνας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτοξεύεται ειρωνικά σαν βαριά μομφή αποκλειστικά προς άντρες:

  • Όταν αυτοί κόντρα στο (όχι και τόσο άδικα) βαθιά ριζωμένο στερεότυπο, είναι φανατικοί οπαδοί της ήσσονος έως καθόλου προσπάθειας χωρίς αυτή η στάση τους να έχει κάποια σχέση με το «δε θέλει κόπο· θέλει τρόπο»,
  • Όταν αυτοί έχοντας ξεφύγει απ’ ότι αρμόζει ρετροσεξουαλικώς, όχι μόνο εμφανισιακά, σε κάθε πραγματικά αρχιδάτο, έχουν υιοθετήσει σα δεύτερο πετσί την κορεκτίλα και την ατσαλάκωτη βιτρίνα των ομιλούντων κεφαλών και των γιάπηδων, τρέμοντας στο παραμικρό στραπατσάρισμά της. Άλλωστε, η εικόνα, ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, είναι από καιρό σημαντικότερη απ’ το καθαρό κούτελο του ντόμπρου αρσενικού και το άσπιλο όνομα,
  • Όταν θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον τζαζεμένο πως πρέπει να κουλάρει αφού δεν τρέχει μία κι επιπλέον υπάρχουν εκεί κάτω πράγματα που ζαλίζονται, υπενθυμίζοντάς του πως η ενασχόληση με τρίχες δεν αποτελεί τεκμήριο σοβαρότητας και
  • Όταν κάποιου του κατεβάσουν τη μάπα ακόμη και στις κινηματογραφικές αμερικλανιές πλέον, σπάνια μένει ανέπαφη η χωρίστρα. Οπότε, από αλάνι, μπορεί να σημαίνει αυτόν που αποφεύγει να παίξει ξύλο (και μεταφορικά), από δειλία.

Η φράση συχνά ακολουθεί το απαξιωτικό «σιγά» κι εκτοξεύεται άνετα κι εναντίον όλων όσων έχουν ξεχάσει άθελά τους τι είναι η χωρίστρα, επιτείνοντας την ειρωνεία.

Κατόπιν όλων αυτών είναι προφανές πως οι φράσεις:

  • «Χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «χωρίς κούραση / άνετα / χαλαρά / δίχως συνέπειες»
  • «Θα χαλάσει η χωρίστρα» σημαίνει «σιγά το πράγμα» αλλά λέγεται και επιθετικά σαν γείωση όταν βαριόμαστε να κάνουμε κάτι.

Για την περιποίηση, τιθάσευση και απόδοση λάμψης στα μαλλιά, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς διάφορες ουσίες, πολλές απ’ αυτές λιπαρές με βάση ζωικά ή φυτικά έλαια. Μεταξύ αυτών το μεδουλάρι (μεδούλι με λίπος), η λίπα (χοιρινό ξίγκι), και οι λιγότερο μπίο μπριγιαντίνη, brylcreem κι ένας σωρός πομάδες. Σήμερα διάφορα τζελ, αφροί κι εγώ δε ξέρω τι άλλο, γεμίζουν σειρές από ράφια στα απανταχού σούπερ-μάρκετ εξασφαλίζοντας περισσότερο ή λιγότερο περίτεχνα χτενίσματα που λανσάρουν διάσημοι κάθε είδους.

Λαμβάνοντας υπόψη την προσοδοφόρα προώθηση του μετροσέξουαλ τύπου, το γεγονός πως πολλοί εργαζόμενοι άντρες πλέον δεν είναι χειρώνακτες και ασφαλώς τα επίπεδα ανεργίας, δεν είναι τυχαίο πως παίζουν τα πολύ κοντινά στην έκφραση «σιγά το καλτσόν» και «σιγά μη φύγει κάνας πόντος» που εστιάζουν τη απαξίωση του ανδρισμού σε σεξουαλικό κι όχι σε άμεσα σωματικό, ψυχικό άρα στην τελική, σε ευρύτερα κοινωνικό επίπεδο.

  1. - Κανόνισε να έρθω για καμιά βόλτα από τα μέρη σου και να έχει τίποτα κοτρόνια στο πουθενά κακομοίρη μου! Εγώ τουλάχιστον του τα διέλυσα όλα για να έρθετε όλοι, και να μη σας χαλάσει η χωρίστρα στο μαλλί κουβαλώντας. Άσε που τέτοια κοτρόνια δεν έχετε εσείς από εκεί. Έχετε μόνο βουτυράκι.

  2. - Παιδιά, ούτε όταν περιμέναμε τα αποτελέσματα του ΑΣΕΠ δεν έριξα τόσο γέλιο με τον σαρκασμό της αναμονής!! Όλοι καλά, πάντα καλά!! Τον βρίσαμε, τον βρίσαμε τον Αρούλη, φοβήθηκε μην του χαλάσει η χωρίστρα απ’ τις κατάρες και πώς θα εμφανίζεται στα κανάλια!!! Με πήρε πριν λίγο κι αυτός ο θείος μου ο αιρετός και μου είπε ότι «αναγκάστηκαν να τους βγάλουν τους πίνακες μετά από πιέσεις. Δεν είχαν σκοπό για τώρα!!!!!!»

  3. - Σιγά ρε, σιγά μη χαλάσει η χωρίστρα. Έτσι αφορίστε την πολιτική και θα σας κυβερνάει ο φούφουτος. Αυτό μας έλειπε τώρα να κινδυνεύουμε από τους πολιτικοποιημένους πολίτες. (σχολιάζει την κριτική πατεράδων με που διαδηλώνουν μαζί με τα παιδιά τους).

  4. - Σύντροφοι, είστε παλικάρια. Χίλια μπράβο, τι άλλο να πω; Είστε απίθανοι! (…) Είσαστε αγωνιστές από τους λίγους. Τέτοιους μωρέ θέλουμε, όχι κυριλάτους αριστερούς με γραβατούλα που φοβούνται μη χαλάσουν τη χωρίστρα τους.
    (επικροτεί δράση υπέρ των μεταναστών που τη θεωρεί ευθεία πρόκληση εναντίων Χρυσαυγιτών, στον Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών).

  5. - Κρίμα τον καημένο. Του χάλασαν τη χωρίστρα. (σχολιάζει ειρωνικά την επίθεση στο βουλευτή Κ. Χατζηδάκη που επιπλέον τυγχάνει φαλακρός).

  6. - Τι μούτρα είναι αυτοί του pick n' roll. Ρε, όταν έρχεται ο ψηλός για σκριν έχει στο μυαλό του να ρολάρει και να του δώσετε καλά τη μπάλα κοντά στο καλάθι. Όχι ρε ρεμάλια, να βάλει αυτός τα στήθια του, να κοπανίσει με το σκριν του αυτόν που στο κάτω - κάτω της γραφής εσάς μαρκάρει και όχι αυτόν, για να σουτάρετε εσείς άνετοι και ωραίοι, χωρίς να χαλάσει η χωρίστρα σας από τα 5-6 μέτρα.

  7. - Γιατί συγχύζεστε; Θα χαλάσει η χωρίστρα!(…) (σχολιάζει γελοία ενδυματολογικά παράπονα).
    - Φέτα το παίρνουμε μάτια μου, αλλά για να το πάρω φέτα εκτός, πρέπει και λίγο να ξεσπάσω εντός, δε βρίσκεις;

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά σλανγκενεργό έντομο. Ας δούμε ορισμένα:

  1. Αυτός/ή, κοπέλα συνήθως, που φορά μεγάλα γυαλιά- μάσκα, που καλύπτουν μεγάλο μέρος του προσώπου, και τον/την κάνουν να μοιάζει με μύγα, η οποία έχει τεράστια μάτια στο λιλιπούτειο κεφαλάκι της. Η τοιαύτη μύγα, αν είναι κοντός-ή λέγεται μυγόφτυμα. Τα γυαλιά αυτά λέγονται και πούλμαν, αν δε τα φοράει μπάζο λέγονται μπαζοκρύφτης ή μπαζοκόφτης.

  2. Κάποιος ενοχλητικός, ο οποίος μας μυγιάζει, δηλαδή μας ενοχλεί όπως μια επίμονη μύγα. Βλ. και έκφραση όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται , δηλαδή ενοχλείται όποιος έχει λόγο να ενοχληθεί. Αυτός που ενοχλείται, αλλά για ασήμαντους λόγους είναι ο μυγιάγγιχτος. Η μύγα ως ενοχλητικός άνθρωπος λέγεται ενίοτε και μύγα του Βαρεμένου, ύστερα από το επεισόδιο του δημοσιογράφου με την μύγα στον αέρα.

  3. Κάποιος ανάξιος λόγου, ουτιδανός. Βλ. και μυγόχεσμα, μυγοκούραδο, έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, η αράχνη έπιασε δυο μύγες, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, βγάζω από την μύγα ξίγκι ή εκ του αντιστρόφου άλα πούτσα το μυγάκι, γενναία μύγα.

  4. Κάποιος που ασχολείται με πράγματα που βρωμάνε. Πρβλ. χιλιάδες μύγες τρων σκατά, λες να κάνουν λάθος;

Δες επίσης βαράω μύγες, μυγάκια, μυγαμήσω, μύγα μήσω, μυγαπίξελ, μυγομάνι, μυγορακέτα / φλάϊ κίλλερ, σπαριλόμυγα, χεζόμυγα, χρυσομυγί. Ακόμη σαν την μύγα μες στο γάλα = κάποιος που δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του. Μύγα σε τσίμπησε; = όταν η συμπεριφορά κάποιου είναι ανεξήγητα κακή. Κλείστο θα μπει μύγα = όταν κάποιος έχει το στόμα του πολλή ώρα ανοιχτό επειδή χασμουριέται ή βαριέται.

  1. Πολύ σέξι η πιπινέζα, τρελό μπουστάκι, αλλά μ' αυτά τα γυαλιά είναι σκέτη μύγα! Και το χρυσομυγί το φόρεμα τι τό 'θελε;

  2. Τα Wikileaks και η μύγα (Δες).

  3. Από τη μύγα ψήφους επιχειρούν να βγάλουν οι κυρίαρχοι του δικομματισμού ενόψει εκλογών. (Ρίζος).

  4. Οι δύο κατηγορίες ανθρώπων: Η μύγα και η μέλισσα. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τιποτένιος, μηδαμινός, ασήμαντος, ευτελής, ανάξιος λόγου ή προσοχής.

Το μικρό μέγεθος και η σχετικά χαμηλή τιμή των οσπρίων, παρά την σημαντική διατροφική τους αξία, τους προσέδωσαν αυτή την δευτερεύουσα απαξιωτική εννοιολογική σημασία.

- Ασταδιάλα ρε. Όσπριο !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified