Η πόρνη, η τσούλα, η βιζιτού, η ιερόδουλος, η καριόλα, η πουτάνα.
Λέξη που έγινε γνωστή από την παγκοσμίου φήμης cult ταινία της δεκαετίας του ΄80 με τον Στάθη Ψάλτη, «Ο πρωτάρης μπάτσος και η τροτέζα».

Καλά θέλεις και παράδειγμα για να την καταλάβεις; Δεν σου φτάνουν τόσα συνώνυμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός αποκλειστικά παθητικού ομοφυλόφιλου από άλλους ομοφυλόφιλους οι οποίοι είναι ή μόνο ενεργητικοί ή, το πολύ πολύ, βερς.

Η λέξη προκύπτει από το αγγλικό bottom = ο από κάτω, με την προσθήκη της κατάληξης -ιέρα. Ωσεκτουτού κλίνεται όπως π.χ. τα ψωμιέρα, σιφονιέρα και μπετονιέρα.

  1. (Από http://the-wrong-guy.blogspot.com)
    Σιχαινόμαστε στους άλλους πράγματα που ενδόμυχα γνωρίζουμε πως βρίσκονται μέσα μας. Εκνευρίζομαι πολύ με τους ψυχαναγκαστικούς γιατί και εγώ σε μερικά πράγματα θέλω να υπάρχει μια σειρά. Πάρε για παράδειγμα αυτές τις σιχαμένες τις ομοφοβικιές. Γιατί ταράζονται τόσο όταν αντιλαμβάνονται ένα γκέι; Διότι κατά βάθος αντί για αντρουά μάγκες όπως αυτοχαρακτηρίζονται είναι μποτομιέρες του ελέους.

  2. (Από http://raptusr.blogspot.com)
    Με τους κοιλιακούς μου και το παραμύθιασμα μου τους έχω γαμήσει όλους. Κώλο για κώλο δεν άφησα. Μπορώ να πω, είμαι ο γαμιάς της Θεσσαλονίκης. Όπως επίσης και ο καλύτερος στο να αποφεύγω τις σχέσεις. Όλες οι μποτομιέρες θέλουν σχέση τόσο απεγνωσμένα, που με το παραμικρό χάδι και με λίγα γλυκόλογα σου κάθονται ασυζητητί. Η Θεσσαλονίκη είναι ο παράδεισος μου. Άσε που έχει περισσότερους bottoms από tops, το αντίθετο με την Αθήνα δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενα ενός φίλου μου, που σημαίνει πως θα έχω να γαμάω εις τον αιώνα τον άπαντα.

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Pretty Huge Dick.

Εκτός από το γνωστό διακριτικό των διδακτορικών αποφοίτων, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι κάτοχος πολύ μεγάλου πέους.

- Ρε κοπελιά πάμε για κανένα καφεδάκι;
- Ρε συ τι λες τώρα;! Εδώ σου λέω έχω P.h.D. στα χέρια μου και θα τρέχω για πουρνάρια;

Βλ. και Ph.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήμερα θα κάνουμε ένα μάθημα γερμανικών μεγάλης αξίας. Στα γερμανικά λοιπόν, το ρήμα καθαρίζω (δηλ. ξεβρωμίζω) είναι το εξής πολύ όμορφο: putzen, και προφέρεται /πούτσεν/.

Με βάση λοιπόν το ρήμα πούτσεν, έχουμε την πούτσφραου (putzfrau), την καθαρίστρια -μην πάει αλλού ο νους σας- και χίλια δυο άλλα παράγωγα.

Ωσεκτουτού, πολλοί αποκαλούν το στεγνοκαθαριστήριο πουτς ινστιτούτ (putzinstitut), αν και η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά.

Αν πάρουμε λοιπόν αυτό το ηχητικό γλωσσικό δάνειο, συνειδητοποιούμε πόσο ευρεία εφαρμογή μπορεί να έχει στα ελληνικά δεδομένα. Πουτς ινστιτούτ μπορεί να είναι, εν Ελλάδι, τα εξής:

  1. η εφορεία
  2. ένα κωλόμπαρο
  3. μια μπακουροπαρέα
  4. ένα γκέι μπαρ
  5. μια γυναικοπαρέα
  6. ένα μπουρδέλο
  7. μια εταιρεία παραγωγής πορνοταινιών
  8. ένα ινστιτούτο ανδρικής καλλονής
  9. το καραπουτσαριό
  10. το κωλοχανείο
    και πάει λέγοντας.
  1. - Πού ήσουνα χθες;
    - Είχα πάει μια βίζιτα σε ένα πουτς ινστιτούτ να ξεχαρμανιάσω λιγάκι.
    - Καλά ρε μαλάκα, ακόμα στην εποχή των μπουρδέλων ζεις;;;

  2. -Αμάν ρε Σάκη, γαμώ το φελέκι μου γαμώ, απόψε επιστρέφουν οι γονείς και συ κανονίζεις μπαφοκατάσταση; Πάλι εγώ θα μαζεύω τελευταία στιγμή σαν την τρελή το πουτς ινστιτούτ που θα αφήσετε εσείς οι τελειωμένοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός όρος περιγραφής ανατολικών κυριών (εξ ου και η χαρακτηριστική κατάληξη -οβα), οι οποίες έχουν προφανώς εντρυφήσει επί μακρόν στο άθλημα, σε βαθμό που να έχει μεταβληθεί η γεωμετρία του κόλπου και να προσομοιάζει σε πηγάδι.

- Ρε συ, δε μου 'πες τελικά τι έγινε με το γκομενάκι εκείνο που έφυγες προχθές από το μπαρ.
- Τι να γίνει ρε μαλάκα; Πίκρα. Τατιάνα Πηγαδομούνοβα η τύπισσα. - Όχι εσύ που φοβόσουν να της την πέσεις μη σε παρεξηγήσει η παρθενόπη.

(από pavleas, 22/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας με το υπερβολικά μεγάλο πέος.

Ο όρος προέρχεται από την γνωστή ασφαλιστική εταιρία INTERAMERICAN, με το ιστορικό πλέον σλόγκαν 'Μεγάλη και σίγουρη!', ο οποίος καθιερώθηκε μετά από την πρεμιέρα της ομώνυμης τσόντας 'INTERARAPICAN: Μεγάλη και σίγουρη', όπου πρωταγωνιστές ήταν μαύροι με αλογίσιες ψωλές.

Χρησιμοποιείται κυρίως για τύπους για τους οποίους έχει κυκλοφορήσει φήμη ότι την έχουν 2 μέτρα, ή για άτομα που κυκλοφορούν απίστευτες γκόμενες, που όμως είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα εμφανή χαρακτηριστικά τους (π.χ. κοντοί, φαλακροί, χοντροί, κ.τ.λ.) οι οποίες όμως ΔΕΝ ξεκολλάνε από πάνω τους και συνήθως τους τρίβουνε το πόδι όπου και να βρίσκονται.

Επίσης, παίζει πολύ και η χρήση του όρου για interracial ζευγάρια (όπου ο άντρας είναι μαύρος). Ειδικά σε χώρες όπου η mixed λογική δεν είναι και πολύ αποδεκτή (βλ. Ελλάδα), όταν βλέπουμε ένα τέτοιο ζευγάρι, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι στάνταρ αυτό.

- Ρε ψηλέ, τσίμπα με να δω αν είμαι ξύπνιος!!! Τι δουλειά έχει αυτή η μουνάρα με τον αράπακλα;;;
- Πού ζεις αγόριιιι μουυυυ;;; Δεν τον βλέπεις τον τύπο; 'ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ: Μεγάλη και σίγουρη'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την κλασική ξενόφερτη κατάληξη -εξ.

Δηλώνει αρνητική, μειωτική, αδιέξοδη κατάσταση.

  1. - Η κατάσταση είναι πουτσέξ!

  2. - Ο μισθός μου είναι πουτσέξ και χρειάζομαι επειγόντως δεύτερη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.

- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O ομοφυλόφιλος, αλλά και η γυναίκα που δεν έχει άντρα, η νυμφομανής.

- Αχ δεν είναι πολύ άντρας ο Μπάμπης;
- Ο Μπάμπης; Ας γελάσω! Ρε αυτός είναι γνωστός poutsless.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified