Further tags

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο στην Αμερικάνικη slang και δη στη διάλεκτο των Gangsta. Συνήθως, εννοείται το πιστόλι που φέρει ο (πραγματικός ή μαϊμού) Gangsta.

Η λέξη προέρχεται από σύντμηση του πολυβόλου Gatling (βλ. φωτό), το οποίο σχεδιάστηκε από τον εφευρέτη και γιατρό (!), Richard Jordan Gatling το 1861.

Το χαρακτηριστικό του πολυβόλου είναι οι πολλαπλές, περιστρεφόμενες κάννες, οι οποίες επιτρέπουν στο όπλο να έχει μεγάλη καταστρεπτική δύναμη.

Προφανώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η λέξη είναι «πιασάρικη» και χρησιμοποιείται από τους (έτσι κι αλλιώς) επιδειξιομανείς και «μάγκες» Gangbangers.

Φυσικά, η λέξη χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους «σκληρούς» rappers αλλά και τα Κινέζικα Ραπόνια.

Στίχοι από το “I check my Bank” του Sir Mix-a-Lot:

I’m peelin’ off domes with a baseball bat,
44 Magnum, choice of Gat,
Mercury tip fillin’ up my clip,
I can shoot him in the dome or I can get him in the hip.

(Σημ: Domes = κεφάλια)

Πολυβόλο Gatling (από Desperado, 15/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται συνήθως σε μηχανουργεία και υποδηλώνει τα αυθεντικά εξαρτήματα και τα συνιστώμενα ανταλλακτικά μιας μηχανής ή ενός αυτοκινήτου από τη μαμά εταιρία. Έχει δε ακριβώς την αντίθετη σημασία από τον όρο μαϊμού.

Σε μηχανουργείο:
Μάστορας:
- Μπορεί τα σετ α λα μαμά υλικά να είναι ακριβότερα από τις μαϊμούδες που κυκλοφορούν, αλλά από την άλλη αποτελούν εγγύηση για τη σωστή λειτουργία του αυτοκινήτου σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ταξιδευτές θα γνωρίζουν φυσικά τις πιο διαδεδομένες κατηγορίες του (πολύτιμου) πρωινού γεύματος που προσφέρουν τα αξιοπρεπή ξενοδοχεία: English, Continental και American Breakfast.

Εν συντομία και με σειρά αυξανόμενης βαρύτητας (βλ. επίπεδα θερμίδων, χοληστερίνης και ενέργειας):

Continental Breakfast
Το πρωινό της ηπειρωτικής Ευρώπης (εξ’ ου και το όνομα), αποτελείται από καφέ/τσάι, γάλα, χυμό, ποικιλία προϊόντων φούρνου (μπριός, κρουασάν, μπισκότα), αλλαντικά, τυριά, μαρμελάδες, μέλι και δημητριακά.

American Breakfast Ουσιαστικά, η «αμερικανοποιημένη» έκδοση του English, αποτελείται από αυγά (συνήθως scrambled), λουκάνικα, μπέικον, hash brown (πατάτα σε μορφή μικρής τηγανίτας), ψωμί και muffins.

English Breakfast
Η βασική έκδοση, αποτελείται από αυγά, μπέικον, τηγανητή ή ψητή τομάτα, ψητά μανιτάρια, φέτες τοστ και λουκάνικο. Παραλλαγή αυτού είναι τα Scottish και Irish όπου κάποια υλικά αντικαθίστανται ή προστίθενται τοπικά εδέσματα (π.χ. black pudding στην Σκωτία). Οι πιο βαριές εκδόσεις περιλαμβάνουν υλικά τα οποία είναι αηδιαστικά στους μη μυημένους, όπως φασόλια (baked beans), ρέγγα, τηγανητό νεφρό χοίρου (ή steak and kidney pie) και haggis (Σκωτία).

Ο βασιλιάς του πρωινού γεύματος ωστόσο δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το Greek Breakfast. Όσοι αναγνώστες βιάστηκαν να συνδέσουν νοητά το πρωινό αυτό με το ψωμί 5 ημερών, το παγωμένο βούτυρο, την πλαστική μαρμελάδα σε μερίδα, τον νες με χλιαρό νερό και τον ζαχαρώδη χυμό πορτοκάλι που σερβίρουν τα Live-your-Myth κοτέτσια ανά την επικράτεια, γελάστηκαν…

Όχι φίλες και φίλοι -(c) Λιακόπουλος-, το Greek Breakfast είναι η επιτομή της υγιεινής ζωής, η πεμπτουσία της διατροφικής αξίας, ο Νώε των απαραίτητων διατροφικών στοιχείων, η απάντηση στις απαιτήσεις του σύγχρονου ανθρώπου. Το Greek Breakfast είναι Φραπέ(ς) και τσιγάρο.

Ρωτήστε τους απανταχού φοιτητές, τους πολυπληθείς αργόσχολους και χλιδάνεργους στις άπειρες καφετερίες -προσοχή στον τόνο- της χώρας, άσχετα αν οι τελευταίοι το παίζουν «κάποιοι» παραγγέλνοντας Freddo και θα σας βεβαιώσουν για το μεγαλείο του Greek Breakfast.
Στις καθιερωμένες δε παραλλαγές, διαφαίνεται το μεγαλείο της Φυλής, με την προσθήκη των απαραίτητων αξεσουάρ: αθλητική εφημερίδα, trash περιοδικά και φυσικά τάβλι (γνωστό και ως Hardcore Greek Breakfast).

Για την εξάλειψη δε, οιασδήποτε αμφισβήτησης για τις ρίζες και φυσικά το Μεγαλείο της Φυλής, η φωτό 2 αποδεικνύει περίτρανα πως τόσο ο φραπές, όσο και η τεχνολογία είναι αλληλένδετα και οφείλονται αποκλειστικά στους αρχαίους ημών προγόνους.

- Πω πω, τι ξενύχτι ήταν αυτό χθες… Ακόμα να συνέλθω…
- Έφαγες τίποτα να στανιάρεις ρε ζώον ή την έβγαλες με Greek Breakfast;

Φωτό 1 - Greek Breakfast (από Desperado, 23/07/08)Φωτό 2 - Ιστορικό Τεκμήριο (από Desperado, 23/07/08)English Breakfast (από Desperado, 23/07/08)Continental Breakfast (από Desperado, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.

  1. - Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;

  2. - What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερχάιτέκ, υπερπανάκριβο και συνήθως υπεράχρηστο γκάτζετ.
Η ρίζα είναι από τη λέξη μπλιμπλίκι, που, όπως έχει επισημανθεί και σε έναν από τους ορισμούς, έχει γίνει όρος που συστεγάζει ό,τι το ηλεκτρονικό, με προσθήκη της κατάληξης -τρον που δίνει την αίσθηση τεν γήερς άφτερ τεχνολογίας (βλέπε Σύχνοτρον, Κύκλοτρον, Έσοπτρον και άλλα συναφή).

- Τι μπλιμπλίκιτρον είναι αυτό ρε θείο;;;
- Άσε μάστορα σου λέω, είναι ταυτόχρονα κινητό, τζιπιές, εφεφές, σέηκερ και επιταχυντής μποζονίων. Το αγοράζεις με τρεις χιλιαρίσκες από το Γερμανό και χρηματοδοτείς και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια και τον Τσίπρα.

Του Woοdy Allen το Orgasmatron (από Vrastaman, 31/07/08)(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του γνωστού μπάφου. Με λίγα λόγια ένα χορταράκι του Θεού που σε ταξιδεύει σε άλλη διάσταση. Προέρχεται από το αγγλικό ρήμα joint αφού το τσιγαριλίκι περνάει από όλα τα στόματα της παρέας.

- Πώς περάσατε στο πάρτυ;
- Α, δεν έχω παράπονο. Μας περιποιήθηκαν τα παιδιά. Μέχρι και τζόιντ είχαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μικρή δόση (συνήθως στο ποτό).

- Την πίνεις για τα καλά εσύ, τελικά...
- Σιγά μωρέ, τί πίνω; Κατά τις εφτά στάζω το πρώτο, και μην φανταστείς, ένα μπέιμπυ όλο κι όλο.
- ... και μέχρι να κοιμηθείς έχεις πιει πεντέξι στάνταρ, άσε τα μεσημεριανά, ένα ουζάκι από δω, ένα ρακί από κει, λίγο κρασάκι να πάει κάτω η μπουκιά, άσε σου λέω, τό 'χεις παραχέσει τελευταία...
- Ε, καλά, άλλο το μεσημέρι, δεν μετράνε αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified