Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.
- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.
Ελήφθη. To 'πιασα. Ακούει.
- Άλλαξαν τα σχέδια για το βράδυ, άκυρο το έξω, θα μαζευτούμε στου Γκιμπ για pro.
- Ρότζερ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νίγκερ μπαθ (nigger bath): Το πλύσιμο μόνο των γεννητικών οργάνων, συνήθως λόγω έλλειψης χρόνου, κατά την προετοιμασία για ραντεβού που ευελπιστούμε να οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε σεξουαλική συνεύρεση.
Παραμένει αδιευκρίνιστο το κατά πόσο αποτελεί όντως συνήθεια των νέγρων.
- Κοίτα sms που μου έστειλε η Μαρία!
- (διαβάζει) «Θέλω επειγόντως παγωτό. Σε μισή ώρα ακριβώς να είσαι εδώ με το χωνάκι σου...». Καλή φάση! Έφυγες!
- Ρε μαλάκα, βρωμάω από την κορυφή ως τα νύχια. Πρέπει να κάνω ένα μπάνιο, πώς θα πάω έτσι; Δεν προλαβαίνω!
- Έλα μωρέ, κάνε ένα νίγκερ μπαθ και είσαι έτοιμος.
Got a better definition? Add it!
Σκαλπ στα αγγλικάνικα είναι το τριχωτό μέρος της κεφαλής. Οι Αμερικανοί Ινδιάνοι έκοβαν το σκαλπ ή μέρος αυτού από τα «χλωμά πρόσωπα», σαν λάφυρο πολέμου ή μάχης, εξ ου και το σκάλπινγκ.
Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη σκαλπ κυρίως με δύο έννοιες.
Αντίστοιχα: μου φεύγει το τσερβέλο, κουφάθηκα, unpisteftable, unpisteutable.
Αντίστοιχα: θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις, θα σου σπάσω το κεφάλι, θα σε κάνω σουμπούτεο, θα σου πάρω την παρθενιά.
— Τι είπε τώρα το άτομο ρε; 0–100 σε 4,5 δευτερόλεπτα με το σιμπιζάκι; Θα μας τρελάνει;
— Ναι ρε και εγώ μόλις το άκουσα μου έφυγε το σκαλπ. Δεν πάει καλά ο άνθρωπος...
(Σε τάξη λυκείου)
— Λοιπόν μαλάκες, όποιος με ξαναπειράξει θα του πάρω το σκαλπ στεγνά, δεν κάνω πλάκα.
— Θα μας κλάσεις μια μάντρα αρχίδια...
Got a better definition? Add it!
Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.
Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.
- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.
Got a better definition? Add it!
Από το Ιταλικό una faccia una razza που σημαίνει «ένα πρόσωπο, μια φυλή».
Χρησιμοποιείται κυρίως για να υποδηλώσει τις ομοιότητες του Ιταλικού και του Ελληνικού λαού (ειδικά τους Ιταλούς του νότου), παρ' όλα αυτά μπορεί να επεκταθεί και για να τονίσει οτι δυο άνθρωποι μοιάζουν πολύ.
Η ομοιότητα έγκειται τόσο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά όσο και στη συμπεριφορά. Γι' αυτό μπορεί να ειπωθεί και για πολιτικούς, αφεντικά κτλ.
Η ατάκα έχει ακουστεί και στην ταινία Mediterraneo με τη χυμώδη Β. Μπάρμπα.
— Με τον Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ βρήκαμε την υγειά μας, υπάρχει κράτος επιτέλους.
— Ασε ρε, ούνα φάτσα ούνα ράτσα είναι όλοι τους. Έρχονται στην εξουσία για να τα πάρουν και να φύγουν.
(από άρθρο στα ΝΕΑ)
ΟΥΝΑ ΦΑΤΣΑ, ΟΥΝΑ ΡΑΤΣΑ;
Οι Έλληνες φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερη γενετική συγγένεια με τους Ιταλούς απ' ό,τι με τους Ρουμάνους και τους Γιουγκοσλάβους
Δες και τάλε κουάλε.
Got a better definition? Add it!
Πίνα Κολάντα (Pina Colada).
Κοινώς η λεύκανση κωλοτρυπίδας. Εκ του χρώματος (λευκού) του ποτού και της ηχητικής γειτνίασης (κολάντα - κώλος).
Η Πίνα Κολάντα εφαρμόζεται σε ινστιτούτα αισθητικής και θεωρείται επέκταση του καλλωπισμού της βουβωνικής χώρας. Η Πίνα Κολάντα δεν είναι συμβατή με τα κουρέμπελα.
- Χθες χρυσή μου πήγα στην Άντζελα. Μού 'κανε ένα μπραζίλιαν φοβερό, και μιας και ήμουν εκεί έκανα και μια Πίνα Κολάντα… Γιατί καλοκαίρι έρχεται ποτέ δεν ξέρεις…
- Κουνιστός ο ξάδελφος, Γιαννάκη…
- Έλα ρε Κώστα επειδή έχει ξυρισμένο το στήθος του, δηλαδή;
- Εγώ σου λέω ότι έχει κάνει και Πίνα Κολάντα…
Got a better definition? Add it!
Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.
Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.
Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.
- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.
Got a better definition? Add it!
Δάνειο εκ του αγγλικού hedging, που στην χρηματιστηριακή ορολογία αφορά την ασφάλιση ενός στοιχείου, κεφαλαίου και γενικά χρηματοοικονομικού εργαλείου έναντι ενός πιθανού μελλοντικού κινδύνου (υποτίμηση, υποαπόδοση κλπ.).
Η επίσημη ονομασία του χετζαρίσματος στην οικονομική ορολογία είναι αντιστάθμιση κινδύνου και λειτουργεί με την πραγματοποίηση μίας αντίθετης θέσης πωλήσεως στα παράγωγα. Με αυτό τον τρόπο, ακόμη και αν υποχωρήσει η αγορά και ο επενδυτής σημειώσει απώλειες από τις μετοχές που έχει αγοράσει, έχει παρ'όλ'αυτά κέρδος από τη συναλλαγή του στα παράγωγα, οπότε και η συνολική ζημιά του είναι μικρότερη.
Το παράγωγο ρήμα του χετζαρίσματος είναι χετζάρω, ενώ τα ασφαλισμένα κεφάλαια / στοιχεία / εργαλεία αναφέρονται ως χετζαρισμένα. Αντίθετα, αυτά που δεν έχουν ασφαλιστεί έναντι μελλοντικού κινδύνου αναφέρονται ως αχετζάριστα.
Ασίστ: Βράσταμαν
ο δικός σου πρωταρχικός στόχος ποιός είναι;; να ΜΗΝ ΧΑΣΕΙς ; ή να ΚΕΡΔΙΣΕΙΣ; (Δώθε)
«Συνεπώς, επιβεβαιώνουμε ότι στο χρονικό διάστημα Ιουλίου ; Σεπτεμβρίου 2009 η Τράπεζα προέβη σε αγορά CDS, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων πουλήθηκε τον Νοέμβριο του 2009 και ένα υπόλοιπο περί τα 20% της συνολικής θέσης ρευστοποιήθηκε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Διοίκησης», τονίζεται από τη διοίκηση, προσθέτοντας παράλληλα ότι «είναι πάγια πρακτική να μη σχολιάζουμε τις επιλογές χαρτοφυλακίου των προηγούμενων διοικήσεων ούτε όσον αφορά το επενδυτικό τους σκέλος, ούτε όσον αφορά το ηθικό τους σκέλος».
Η ανακοίνωση καταλήγει ότι «στόχος της σημερινής Διοίκησης είναι να χρησιμοποιούμε τη σχέση ισχύος που έχουμε σε κεφάλαια και ρευστότητα για την ενδυνάμωση της ελληνικής οικονομίας και δεν επιδιώκουμε να επενδύουμε σε σύνθετα και κερδοσκοπικά χρηματοοικονομικά προϊόντα».
-γιατί να μη χετζάρει τη θέσι του άμα είχε αγοράσει ελληνικά ομόλογα; δεν καταλαβαίνω ποιό είναι το πρόβλημα; (Κείθε)
EFG EUROBANK - ΧΕΤΖΑΡΙΣΜΕΝΑ ΟΦΕΛΗ; Σύμφωνα με τη διοίκηση της τράπεζας, η συγχώνευση διά απορροφήσεως θα αποφέρει επιπρόσθετα οφέλη της τάξης των 50 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 30 εκατ. ευρώ προέρχονται από τη μείωση της φορολογίας που προβλέπει ο περσινός νόμος περί συγχωνεύσεων και τα 20 εκατ. ευρώ από το γεγονός ότι η τιμή που γίνεται η συγχώνευση είναι χαμηλότερη εκείνης που δίνει η καθαρή θέση των δύο εταιρειών. (...) Τι γίνεται όμως για το χρονικό διάστημα μέχρι την ολοκλήρωση της συγχώνευσης; Μια (μερική) λύση θα ήταν να προστατευθεί (hedging) από το ενδεχόμενο πτώσης των τιμών των μετοχών, πουλώντας συμβόλαια (ΣΜΕ) και αγοράζοντας δικαιώματα προαίρεσης πώλησης (put options) στην αγορά των παραγώγων. Λέτε λοιπόν αυτό το «χετζάρισμα» να οδηγήσει σε αύξηση των συναλλαγών στα παράγωγα, όπως ήδη κάποιοι χρηματιστές λένε ότι συμβαίνει; Ιδωμεν.(Παρακάτω)
Συνυπολογίζει κυμαινόμενα και μη-κυμαινόμενα assets (αχετζάριστα τα πρώτα, liquid/non-liquid σε ενα καλάθι)- και καταλήγει: 30% ΑΕΠ τα ρευστά διαθέσιμα
Σήμερα 20%, αύριο 40% και μεθαύριο μπορεί 5% μπορεί 55%.
Σήμερα διάβαζα την 6η αναθεώρηση του ΔΝΤ γιά τις μεθόδους υπολογισμού του IIP, που κατ' επέκταση θα μπορούσε να εφαρμοστεί και οίκαδε (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ή αλλιώς care bear.
Γνωστό από τις ξένες παιδικές ταινίες Care bears και τις πασίγνωστες ομώνυμες ευχετήριες κάρτες.
Ο παραπάνω όρος έχει πολλαπλές χρήσεις στην σλανγκ :
1) Έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον ο οποίος είναι υπερβολικά συναισθηματικός και στεναχωριέται / κλαίει με το παραμικρό, κοροϊδεύοντάς τον γι' αυτό το χαρακτηριστικό που μας θυμίζει τ' αρκουδάκια της αγάπης.
2) Για κάποιον / κάποια που δίνει σημασία στην παραμικρή αρνητική λεπτομέρεια και μας προκαλεί διόγκωση του όσχεου με την κλάψα του / της.
- Με πήρε η Ελευθερία σήμερα και κλαιγόταν γιατί χτες της είπες ότι η μηλόπιτα που έφτιαξε ήταν για τον πέοντα...
- Χέσε μας ρε μεγάλε, με την γκόμενα σου το κερ μπερ.
- Πού 'σαι ρε; Τι έκανες χτες;
- Είχαμε πάει με τον Ανδρέα παραλία για ποτό μωρέ, αλλά το κερ μπερ είδε την πανσέληνο κι άρχισε να κλαίει...
- Μεγάλος νατκράκερ.
Got a better definition? Add it!
Αλλάζω επίπεδο, γίνομαι καλύτερος.
Χρησιμοποιείται για οποιαδήποτε φάση που παρατηρείται βελτίωση-πρόοδος.
Σχετικά: περνάω σε άλλη σφαίρα, λεβελιάζω.
Got a better definition? Add it!