Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πετσοπάδων:

A. Αφενός:

Ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος pet shop (καταστήματος πώλησης ζώων συντροφιάς).

B. Aφεδύο:

Λεξιπλασία-απόδοση του αγγλικού «pet shop boys», των μελών της φυλής ομοφυλοφίλων του San Fransisco που συχνάζουν σε pet shops από όπου προμηθεύονται ποντικάκια gerbil με τα οποία προβαίνουν σε τρωκτικό σεξ. To συγκρότημα Pet Shop Boys πήρε το όνομα του από τους εν λόγω πετσοπάδες.

  1. - Eίχα to 2001 ένα μωρό κροκόδειλο που μεγαλώνουν κανονικά μέχρι 3-4 μετρά (...) ο πετσοπάς τότε που είπε ότι μεγαλώνουν με το ενυδρείο που ανακάλυψα ότι δεν είναι καθόλου σωστό (...) Τον πήρα ήταν περίπου στα 35 εκ. με την ουρά και το ενυδρείο ήταν στα 55 εκ. και αρκετό χώρο να μπορέσει να αλλάξει πλευρά μέσα στο ενυδρείο. Μετά από 4 μήνες βρήκα την ουρά του να χτυπάει στο τζάμι ... (από εδώ)

- Ένας πετσοπάς μου είπε ότι πρέπει να πλένουμε καλά τα φυτά σε αλατόνερο πριν τα βάλουμε στο ενυδρείο, έτσι ώστε να σκοτώνονται (αν υπάρχουν) τα αυγά από κοχύλια. Ισχύει; (από εδώ)

  1. - Ο (πετσοπάς) Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα… (από εδώ)

(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αγγλική naturalise σημαίνει παίρνω κάτι από αλλού (συνήθως από άλλη χώρα), και το κάνω ντόπιο. Στα γαλλικά, από όπου και η σλανγκιά, ο όρος σημαίνει δίνω τη γαλλική υπηκοότητα σε κάποιον ξένο που ζει στη Γαλλία (naturaliser το ρήμα, naturalise(e) επιθετική μετοχή που αναφέρεται στον πολίτη που αποκτάει την υπηκοότητα όχι από γέννηση). Παρότι περιγραφικός ο όρος εμπεριέχει και μία πρέζα ρατσισμού. Αυτά τραβάνε οι αποικιοκρατικές δυνάμεις.

Ο όρος εισήχθη γύρω στα μέσα του '80, και αρχικά από το μπάσκετ μετά στο ποδόσφαιρο, και μετά σε όλα τα αθλήματα. Διότι οι Γάλλοι, χρησιμοποιούσαν στις εθνικές ομάδες πολίτες από τις αποικίες τους (συνήθως έγχρωμους Αφρικανούς, αλλά και λευκούς Αφρικανούς), στους οποίους έδιναν τη γαλλική υπηκοότητα (με συνοπτικές διαδικασίες), μόνο και μόνο για να τους συμπεριλάβουν σε αυτές. Τότε, υπήρχε μεγάλο ζήτημα σε FIFA και FIBA, και μάλιστα υπήρχαν νόμοι που απαγόρευαν για παράδειγμα τη χρήση πάνω από δύο νατουραλιζέ παικτών στην πεντάδα και λοιπά. Η παγαποντιά αυτή βέβαια έφτασε και στον τόπο μας, παρότι δεν είχαμε αποικίες. Αλλά εμείς ως ελληνάρες ανατρέξαμε στο παιδομάζωμα του εμφυλίου, και καταφέραμε να ελληνοποιήσουμε, Ρώσους ταλαντούχους μπασκετμπολίστες. Μην ξεχνάμε και τον Μπουμπλή!!!! Ενώ την ίδια ώρα, οι Πόντιοι τραβούσαν τα πάνδεινα για να γυρίσουν στη μητέρα πατρίδα.

Όλα αυτά αποτελούν ιστορία, στη μετά Μπόσμαν εποχή, και στην εποχή της Ενωμένης Ευρώπης και της παγκοσμιοποίησης. Αλλά ο όρος έμεινε για να μας θυμίζει αυτήν την εποχή.

Σήμερα εκτός από την κυριολεκτική σημασία (ερχόμενος από άλλη χώρα), χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε που αλλάζει μέρος, νησί, πόλη, ακόμα και χωριό και αποκτά εντοπιότητα.

  1. - Δε μου λες, ο Γιάννης καλός μάστορας;
    - Μου βγήκε η πίστη για να τον μάθω την τέχνη, δέκα χρόνια που είναι στην Ελλάδα.
    - Νόμιζα ότι ήταν Έλληνας.
    - Νατουραλιζέ είναι. Από Αλβανία.

  2. - Ο ξάδελφος σου, από ποιο χωριό είναι;
    - Ο Μάκης δεν είναι από Σάμο. Από Καλαμάτα είναι. - Τόσα χρόνια νόμιζα ότι είναι από εδώ.
    - Μπα, νατουραλιζέ είναι. Πήρε την υπηκοότητα με το γάμο. Τον κάναμε νησιώτη.

(από electron, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόξα και τιμή στο μηχανάκι που μύησε την πλειοψηφία των καβλόγκαζων στη γοητεία των δύο τροχών. Έχω την τιμή να ανήκω στις τελευταίες γενιές που έμαθαν να οδηγούν μηχανάκι, και πήραν δίπλωμα μηχανής, πάνω σε μια βέσπα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις ταχύτητες στο χέρι ή την ρεζέρβα (αν έχεις το Θεό σου, πες το σε τωρινό καβλόγκαζο, που αφαιρεί το πατάκι για να κερδίσει χιλιόμετρα).

Όπως και η κολινός, έφτασε να χαρακτηρίζει την κατηγορία προιόντων σε σωληνάριο, έτσι και η βέσπα (εύηχο, καβλωτίκ, ιταλικό) έφτασε να χαρακτηρίζει την κατηγορία των scooter (αμερικανιά).

Το όνομα βέσπα προήλθε από το γνωστό σε όλους μας μοντέλο της ιταλικής Piaggio. Vespa εις την ιταλική σημαίνει σφήκα, το έντομο. Και όπως καταλάβατε, η συγκεκριμένη ονομασία προήλθε από τον θόρυβο του δίχρονου κινητήρα της βέσπας, και ακόμα από το θόρυβο της κόρνας της βέσπας που θυμίζουν τον απειλητικό ζουζούνισμα της σφήκας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Zingarelli (σαν να λέμε στου Ελευθερουδάκη), ο ορισμός της λέξης βέσπα (με τη σημασία του μοτοσακό), δεν αποτελεί υπο-ορισμό στην έννοια του εντόμου, αλλά παρατίθεται ως ξεχωριστό λήμμα.

Στο manual της βέσπας θα έπρεπε να ήταν γραμμένη η εξής παράγραφος αν η βέσπα φτιαχνόταν στη Γερμανία αντί για την Ιταλία.

Αγαπητοί μελλοντικοί αγοραστές της βέσπας, σιγουρευτείτε ότι:

  • είστε μηχανικός για να την επισκευάζετε, διότι ανά 100 χιλιόμετρα, κάτι χαλάει,
  • έχετε μπουζόκλειδο,
  • έχετε συγγενή βενζινά, και δεν είστε μαλωμένοι, γιατί εκτός από λάδι και βενζίνη η βέσπα τρώει και μπουζιά, και έτσι θα μπορείτε να πετύχετε καλύτερες τιμές,
  • δεν βιάζεστε, διότι μία βέσπα ως κυρία, πάντα θέλει το χρόνο της, και έχει και τον δικό της ιδιότροπο χαρακτήρα,
  • υπάρχει περίπτωση η βέσπα να ζηλεύει, και κάθε φορά που βάζετε την γκόμενα σας πάνω, να πέφτει η απόδοσή της στο 1/3, ενώ όταν βάζετε τη μάνα σας η απόδοση εκτινάσσεται (αυτό οφείλεται στον ιταλικό χαρακτήρα),
  • φτιάχνουμε μαμίσια καφάσσια φρούτων για τη πίσω σχάρα, και μαμίσια παρμπρίζ, οπότε παρακαλείσθε να αποφεύγετε τας απομιμήσεις.

    Παρόλες τις δυσκολίες, η βέσπα ήταν σαν τις πρώτες καψούρες. Μπορεί μετά να πήραμε το XT, μετά το Africa, και μετά ένα GS, αλλά αν ανοίξεις την καρδιά μας, μέσα είναι μία κόκκινη πενηντάρα βέσπα. Και αυτό είναι το μεγαλείο της βέσπας. Η γοητεία! Από βέσπα και μετά, κανένα μηχανοκίνητο ον δεν έφτασε το μεγαλείο της θορυβώδους ιταλίδας.

Ακόμα και αν στη σλανγκιά της η βέσπα είναι το συνώνυμο του κάρβουνου, του δίτροχου που είναι αργό και πασέ. Βέβαια κάθε φορά που ένας καυλόγκαζος παθαίνει λάστιχο, πάντα θα εμφανιστεί ένας γέρος για να ρωτήσει τι συμβαίνει, και να αποφανθεί, ότι τα παλιά μηχανάκια είχαν και ρεζέρβα, εννοώντας βέβαια τη βέσπα.

-Είδες τη μηχανή του Τζόνι, 500 κυβικά θηρίο.
-Τι θηρίο μου λες και πράσινα άλογα. Βέσπα δεν είναι ρε;
-Scooter της suzuki είναι ρε. 500 κυβικά σου λέω.
-Αφού έχει χώρο για ψώνια μπροστά απο το καβλί του, βέσπα είναι. Να πάρει κανα δούκα, και να μας κουνηθεί μετά.

-Την Κυριακή πάμε μηχανάδα;
-Αν έχει καλό καιρό πάμε. -Είπε και ο Τζόνι να ρθει.
-Με τι; -Με το 500άρι σκούτερ.
-Πες του οτι θα τον πάρουμε μαζί, τον Αύγουστο άμα βγουν τα σύκα, για να γεμίσουμε τα ταπεράκια της βέσπας του.

(από electron, 05/09/09)Ξέρεις από βέσπα; (από Stravon, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.

Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.

Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.

Ασίστ: AN21

- Ομιτζίθρα! Η Mes είπε Ζερβίνιο και όχι Θερβίνιο!! Ου λα λα!
(από εδώ)

- Dogs anime! Ομιτζίθρα! Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Αν το πάρει αξιοπρεπές studio, έχουμε ελπίδες!
(από εδώ)

- omitzithra!
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτοκουλτουριάρης, ο παπαρολόγος κατ' επάγγελμα. Είναι κάποιος που αραδιάζει ακαταλαβίστικες αρλούμπες με σκοπό να μπερδέψει το ακροατήριο (πτωχό τω πνεύματι) και να κάνει τους ακροατές να πιστέψουν ότι είναι φωστήρας. Ο φανφάρας με την πλύση εγκεφάλου που προσπαθεί να κάνει στους άλλους (χρησιμοποιώντας πάντα αναφορές), τελικά και πάνω από όλα πείθει τον εαυτό του, με αποτέλεσμα έναν ακατάσχετο ναρκισσισμό, που αγγίζει την ψυχοπάθεια.

Ο φανφάρας δεν γεννιέται, γίνεται. Συνήθως μετά από μελέτη βαθυστόχαστων κειμένων, ή βλέποντας ότι με τις παπαριές έχει κάποιο σουξέ σε χαζές γκόμενες και εύπιστους ακροατές, κάπου χάνει την μπάλα, και ξεφεύγει.

Περσόνα χαρτογραφημένη από τον τιτανομέγιστο Δημήτρη Ψαθά. Βεβαίως ευρέως γνωστός ο Φανφάρας, έγινε από την ερμηνεία του Γιώργου Μιχαλακόπουλου στην μεταφορά του θεατρικού, στον κινηματογράφο από τον Γιάννη Δαλιανίδη.

Ο φανφάρας χρωστάει το όνομά του στον τιτανομέγιστο Ψαθά, που εμπνεύστηκε το όνομα του χαρακτήρα, από τον όρο φανφάρες (πομπώδεις πανηγυρισμοί). Ετυμολογικά, ο όρος κρατάει από το γαλλικό «fanfare», το πανηγυρικό και πομπώδες άσμα που παιζόταν τον μεσαίωνα συνήθως επί τη εμφανίσει κάποιου άρχοντα σε γιορτή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα Φανφαρόνων στη σημερινή Ελλάδα: o καθηγητής Βέλτσος, ο δημοσιογράφος Κακαουνάκης. Επίσης σε όλες τις φοιτητοπαρέες υπάρχει ένας φανφάρας.

- Θα βγούμε το βράδυ;
- Κανόνισα με Μαιράκι και την παρέα της. Θα πάμε σινεμά, και μετά για κάνα ποτό.
- Μη μου πεις ότι θα ναι και ο φανφάρας ο ξάδελφος της!!! Δεν τον αντέχω! - Να 'σουνα κι η μόνη. Την προηγούμενη φορά που έλειπες, κατέβασε όλους τους πεθαμένους θεωρητικούς, για να μας πείσει ότι η συστεμική είναι το μέλλον, λέει, για τον κόσμο. Και όλα ξεκίνησαν όταν είπε κάποιος ότι ο Φουκό ήταν ξεφωνημένη αδερφή!
- Πρέπει το Μαιράκι να του βρει μια γκόμενα, μπας και ξελαμπικάρει...

(από electron, 09/09/09)(από electron, 10/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενέστατη απάντηση σε κάποιον που μας πρήζει σχετικά με κάποια μειονεκτήματα του χαρακτήρα μας. Δλδ, αποτελεί τον ευγενικό τρόπο να πούμε σε κάποιον κολλητό ή πολύ δικό μας, ότι αρχίζει να μας πρήζει τα αρχίδια. Αλλά επειδή τον εκτιμάμε και μάλλον αντικειμενικά έχει δίκιο, ή έχει καλές προθέσεις, τον αφοπλίζουμε με αυτή την δήλωσή μας. Η οποία παρεμπιπτόντως είναι αληθής -και θα ήταν και συγκινητική, αν δεν χρησιμοποιόταν για να σκαπουλάρουμε από το ζάλισμα των γεννητικών οργάνων μας!

  1. - Είσαι ένα κουρέλι!!! Φέτος θα έπρεπε να τελειώνεις τη σχολή, κι εσύ δίνεις ακόμα μαθήματα του πρώτου έτους! Ντροπή σου. Και γυρνάς και τα ξημερώματα. Και κάθεσαι και δέκα ώρες στον σλανγκγκρ...
    - Κι εγώ σ' αγαπώ ρε μάνα, αλλά δεν σου κάνω τέτοιες σκηνές, με την τσίμπλα στο μάτι!!!! Κάνε μου έναν καφέ και μετά βάρα....

  2. - Δεν παίζεσαι με τίποτα! Γιατί δεν ήρθες χθες που σου ζήτησα ρε;
    - Κάτι θα μου έτυχε, δεν θυμάμαι.
    - Ρε σου είπα ότι ήταν ανάγκη. Σε ήθελα για κάλυψη, για ξεκάρφωμα. Και με πούλησες! Μόνο την πάρτη σου κοιτάς! Παρτάκια, ε παρτάκια. Δεν θα μου ζητήσεις ρε μια φορά βοήθεια. Τ' αρχίδια μου θα πάρεις. Αλλά πρέπει να στο ξεπληρώσω αυτό. Πού θα μου πας. - Κι εγώ σ' αγαπώ.
    - Άσε ρε τις αγάπες μωρή σουπιά, μη σε κάνω με σπανάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H αιφνίδια και κατά κανόνα τρομακτική αναδρομή σε παραίσθηση. Εννοείται ότι έχει προηγηθεί χρήση παραισθησιογόνων, συνήθως LSD. Τo κάζο του υποκειμένου παίζει να του κοστίσει τη (ή τον) γκόμενα, τη δουλειά, κάνα ψυχιατρείο, ανάλογα με την περίσταση.

Η λέξη ακουγόταν στα 80ας στους κύκλους αναρχοαυτόνομων, καθότι στις παρυφές τους ευδοκιμούσαν παρέες που, στη θεωρητική ενασχόλησή τους με το επαναστατικό προτσές, ήθελαν ένα (μη πω και δυο και τρία) χμού προσωπικής μαρτυρίας, πάντα στα πλαίσια της διεύρυνσης της συνείδησης και των ανθρώπινων ορίων γενικότερα. Ηθικοί αυτουργοί ο Τ. Λήρι κι οι λοιποί αντιψυχίατροι, των οποίων τα κείμενα αποτελούσαν σημείο αναφοράς των εν λόγω κύκλων, μαζί με μια συλλογική πίστη ότι «ο τρελλός είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης κι οπωσδήποτε ένας καλλιτέχνης που αδιαφορεί για τα έργα του».

Συντάσσεται με τα ρ. παθαίνω ή έχω ή μου 'ρθε.

Κυκλοφόρησε και ως φλασιά ένα φεγγάρι. Οι περαιτέρω σχέσεις των λέξεων είναι προς διερεύνηση.

Τονίζονται εξίσου και οι δυο συλλαβές.

- Ρε μαλάκα, γιατί σ' έδιωξε απ' τη δουλειά το καθίκι;
- Γιατ' είχα ένα φλάσμπάκ μπροστά του και τά 'παιξε. Και γω δηλαδή... Χεσ' τα κι άσ' τα, ρε φίλε. Κι όταν συνήλθα, είδα τη φάτσα του. Χειρότερα κι απ' το φλάσμπάκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπτωση ανθρώπου, όπως λέμε τρελοκομείο, περιβόλι, όργιο, νούμερο κλπ. Το λέμε και για κάποιον που συμπαθούμε, όχι μόνο για να κοροϊδέψουμε.

Από το ιταλιάνικο caso.

Μεγάλο κάζο είσαι ρε φίλε! Δεν ησυχάζει κανείς από τα γέλια δίπλα σου!

Δες και παθαίνω κάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γνωστά ταχυφαγεία. Ελληνοποίηση του αγγλικού «fast food», δηλαδή γρήγορο φαγητό, με την κατάληξη -άδικο.

Οι γευστικές επιλογές που προσφέρουν κινούνται γύρω από την τριπλέτα χάμπουργκερ, πλαστική πατάτα, κοκακόλα και τις παραλλαγές τους. Γι' αυτό να μην συγχέονται με γυράδικα, τυροπιτάδικα, σουβλατζίδικα, που προσφέρουν και αυτά γρήγορο φαγητό, αλλά δεν είναι φαστφουντάδικα.

Χαρακτηριστικά τους η τυποποίηση σε περιβάλλον, φαγητό και εξυπηρέτηση (βλ. και σχετική συζήτηση -σχόλια στο λήμμα ό,τι βλέπετε) και η δυνατή, ξενέρωτη μουσική που παίζουν για να μας σπάσουν όσο πιο γρήγορα τα νεύρα και να σηκωθούμε να φύγουμε μόλις τελειώσουμε το φαγητό για να μην πιάνουμε τραπέζι.

Παρ΄ όλα αυτά, το απρόβλεπτο και το σαμποτάζ στην τυποποίηση, πήρε πάλι την εκδίκησή του, αφού τα παππούδια, ελλείψει κλασσικών καφενείων (σπανίζουν και αυτά πλέον), αράζουν με τις ώρες στα εν λόγω μαγαζιά με έναν καφέ που παραγγέλνουν, κόβοντας όλη μέρα κίνηση. Έχω ακούσει παππού σε φαστφουντάδικο να ρωτάει: «ελληνικό καφέ δεν έχετε;;»

Μετά την εξαφάνιση των δημόσιων ουρητηρίων, είναι πολύ χρήσιμα και για να ανακουφίζει κανείς αναπάντεχες σωματικές ανάγκες.

Δεν χρειάζεται, μην κάνουμε και διαφήμιση

Φαστ φουτ. (από patsis, 28/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται:

  • από άτομα πολύ μικρής ηλικίας, που δυσκολεύονται στην άρθρωση, και λόγω της συχνότητα που το ακούν σε ταινίες, τους έρχεται καλύτερα από το μαδερφάκερ (το οποίο και μάλλον δεν ξέρουν τι σημαίνει).
  • από αντιαμερικανούς ή ελληνάρες, που γελοιοποιούν με αυτόν τον τρόπο τα αμερικανάκια, και τους συν αυτώ
  • από άτομα που γλωσσεύουν την μπέρδα τους

    Η λέξη αποτελεί λογοπαίγνιο και βασίζεται στην παγκοσμίως, μέσω Χόλιγουντ, διαδεδομένης αμερικανικής βρισιάς, του «motherfucker». Που κυριολεκτικά αναφέρεται στον αιμομίκτη μητρογάμη.

  1. - Έλα ετοιμάσου Μιχάλη. Ήρθε η μάνα σου να σε πάρει.
    - Οκέιιιι μάδερφάδερ. Τα λέμε αύριο σχολείο.

  2. - Άκου τι συνέβη το πρωί. Εμφανίζεται ένας μαδερφάδερ τουρίστας και μου λέει ότι τον έκλεψα, γιατί βρήκε λέει το γάλα ένα ευρώ πιο ακριβό από το σούπερ μάρκετ.
    - Είχε και λίγο δίκιο, όμως. Ενα ευρώ ρε αγύρτη κι εσύ. - Κάτσε ρε μαλάκα, μπακάλικο είμαι, όχι ο Βερόπουλος.

  3. - (Mπράβος:) Τι γίνεται αφεντικό, όλα καλά; - Καλά, αλλά σήμερα σε θέλω λίγο πιο συγκρατημένο. Περιμένουμε ένα τσούρμο Αμερικάνους φοιτητές. Μην αρχίσεις πάλι να τους χαλάς τις μάπες, σε θέλω χαλαρό. Την προηγούμενη φορά μου στοίχισε 300 ευρώ ο δικηγόρος για το αυτόφωρο.
    - Δεν φταίω εγώ ρε αφεντικό. Αυτοί πίνουν και μ' αρχίζουν στα μαδερφάδερ, κι εγώ δεν μπορώ να μου λένε για τη μάνα μου. Αμα αρχίσουν πάλι, δεν ξέρω τι θα κάνω...
    - Μπιούτιφουλ, σε παρακαλώ. Θες να πλακώσει ο ράμπο να σε κάνει κεφτεδάκια ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified